Έτσι περιέγραφε ο Λίνος Πολίτης[1] την αξία της επιστολογραφίας για τη σπουδή της προσωπικότητας των ανθρώπων, και μια τέτοια ιδιαίτερη σχέση οικειότητας, πολλής αγάπης, βαθιάς εκτίμησης και εμπιστοσύνης τον συνέδεε με τον καθηγητή του Σωκράτη Κουγέα, όπως εύγλωττα μαρτυρούν οι επιστολές που του έστελνε από τα νεανικά του ήδη χρόνια και για δεκαετίες αργότερα. Μια επισκόπηση των αδημοσίευτων αυτών επιστολών προσφέρουμε εδώ, ενθυμούμενοι τη γέννηση του Λίνου Πολίτη (21 Σεπτ./4 Οκτ. 1906[2]–21 Δεκ. 1982), καθηγητή, ακαδημαϊκού και εμπνευστή της δημιουργίας του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του ΜΙΕΤ, που θα διαβεί σύντομα το κατώφλι του 50ού έτους λειτουργίας του (έτος ίδρυσης: 1974). Οι εν λόγω επιστολές φυλάσσονται στο Αρχείο Σωκράτη Κουγέα (ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ και προσωπικό αρχείο κ. Σωκράτη Κουγέα, εγγονού).
Ο Λίνος Πολίτης δίδαξε νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 1948 έως το 1969. Η επαγγελματική του διαδρομή ωστόσο άρχισε το 1929 από το Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου εργάστηκε ως επιμελητής, με διευθυντή του Τμήματος τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Σωκράτη Κουγέα (1877–1966).[3]
Ο Κουγέας υπήρξε φοιτητής του Νικολάου Γ. Πολίτη, πατέρα του Λίνου, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία, αλλά και καθηγητής του Λίνου Πολίτη στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Σώζεται επιστολή (4 Δεκ. 1925) του Διοικητικού Συμβουλίου του Ακαδημαϊκού Ομίλου Φιλοσοφικής Σχολής, που ίδρυσαν φοιτητές με σκοπό «την επιστημονική και γενική εγκυκλοπαιδική μόρφωση των μελών του», όπου ανακοινώνεται στον καθηγητή και κοσμήτορα Σ. Κουγέα η πρώτη διάλεξη του Ομίλου, με ομιλητή τον Λ. Πολίτη και θέμα τη «Νεοελληνική μετρική».[4]
Η αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών μετρά περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Σώζονται 21 επιστολές του Πολίτη, αλλά και αρκετές καρτ ποστάλ (συνολικά 12), τις οποίες έστελνε στον Κουγέα από ταξίδια του σε ευρωπαϊκές πόλεις και ελληνικά νησιά. Το υλικό χρονολογείται από το 1932 έως το 1966 και κατανέμεται σε δύο κυρίως περιόδους: εκείνη των σπουδών του Πολίτη στο εξωτερικό (Ιούν. 1932–Σεπτ. 1935) και στα χρόνια που ακολούθησαν την εκλογή του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1948 κ.ε.). Μία μόνο επιστολή χρονολογείται το 1937, όσο ο Κουγέας βρισκόταν στο Βερολίνο, και μία δεύτερη το 1939, όταν ο Πολίτης ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για τη μελέτη και φωτογράφιση χειρογράφων.[5]
Οι σπουδές στο εξωτερικό
Το 1932, με άδεια της Διεύθυνσης Γραμμάτων και Τεχνών, ο Λίνος Πολίτης διακόπτει την εργασία του στη Βιβλιοθήκη και αναχωρεί για τριετείς σπουδές στο εξωτερικό. Ξεκινάει μαθήματα στο Μόναχο, έχοντας ήδη αποφασίσει την αλλαγή του αντικειμένου των σπουδών του και τη στροφή προς την κλασική αρχαιολογία. Ο διορισμός του στη Μέση Εκπαίδευση, που ήταν η αρχική του σκέψη, φαίνεται πως δεν είναι εφικτός, γράφει στον Κουγέα.[6] Μέχρις ότου λοιπόν μπορέσει να καταλάβει θέση εφόρου αρχαιοτήτων, αποφασίζει να ακολουθήσει τη συμβουλή του καθηγητή και διευθυντή του και να κρατήσει τη θέση του στη Βιβλιοθήκη. Ακόμη τότε (1933) ο Πολίτης δεν έχει καμία επιθυμία για πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Στο Μόναχο παρακολουθεί το φροντιστήριο του Dölger,[7] όπου ερμηνεύουν Ρωμανό, κλασική αρχαιολογία με τον Buschor,[8] μαθήματα ιστορίας της τέχνης. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1934 μετακομίζει στο Βερολίνο. Εκεί το σεμινάριο είναι «πολύ λιγότερο καλά οργανωμένο από του Μονάχου».[9] Στο πρόγραμμα του πανεπιστημίου βλέπει ότι διδάσκει ο Καλιτσουνάκης[10] και μαθαίνει ότι ο Βέης[11] ίσως είναι ακόμη εκεί· μπορεί λοιπόν να έχει «δύο ευχάριστες συναντήσεις!». Ταξιδεύει, με τη γυναίκα του Ιωάννα, σε πολλές γερμανικές πόλεις και μεταφέρει τις εντυπώσεις του στον Κουγέα: «Η Λιψία φρίκη. Σπουδαία εντύπωση αφήνουν η Ιένα και η Βαϊμάρη με τις αναμνήσεις τους από την κλασσική Γερμανία». Πλουτίζει τις αρχαιολογικές του γνώσεις, βλέπει συλλογές, επισκέπτεται μουσεία, αναλαμβάνει φροντιστηριακές εργασίες στο πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 1935 εγκαθίσταται στο Παρίσι.[12] Ταξιδεύει στην Αγγλία, ενθουσιάζεται από την επίσκεψή του στην Οξφόρδη, «την ωραιότατη και ιστορικότατη πόλη» (Ιούλ. 1935).[13]
Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη ο Πολίτης αλληλογραφεί με τον Κουγέα αδιαλείπτως: Τον ενημερώνει για τις σπουδές του, τις γνωριμίες που κάνει, τις συναντήσεις με φίλους, τα πολλά ταξίδια· συζητά μαζί του πρακτικά θέματα που τον απασχολούν, τα επαγγελματικά του σχέδια, εκπαιδευτικά ζητήματα (π.χ. προγράμματα ανταλλαγής Ελλήνων και Γερμανών σπουδαστών), αλλά και τις εργασίες του Τμήματος Χειρογράφων στην Ελλάδα, θέματα ανάθεσης και δημοσίευσης φιλολογικών μελετών, νέα οικογενειακά.
Το ζήτημα της λήξης της άδειάς του τον απασχολεί πολύ: Ζητάει καθοδήγηση για τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί προκειμένου να την παρατείνει, καθώς και τη βοήθεια του Κουγέα, ακόμη και τη μεσολάβησή του προς τη μητέρα του, αφού αυτός ξέρει: «πόσο γόνιμος είναι ο καιρός αυτός τώρα» για τον Λίνο.[14] Ο Πολίτης έχει την απόλυτη πεποίθηση πόσο απαραίτητο του είναι να μην αφήσει τις σπουδές του στο στάδιο που έφτασαν με την πανεπιστημιακή γερμανική διδασκαλία, παρά να τις ολοκληρώσει με την επίσκεψη του Παρισιού και του Λονδίνου κι αργότερα της Ιταλίας· διαφορετικά: «αυτή η έλλειψη θα βαραίνει σ’ όλη μου την κατοπινή ζωή και σταδιοδρομία, κι έχω από την άλλη μεριά όλη τη θέληση και την όρεξη του κόσμου με κανένα τρόπο να μη χαραμίσω αυτή τη ζωή και τη σταδιοδρομία».[15]
Ο Σωκράτης Κουγέας ενεργεί ώστε να παραταθεί η άδεια του Λίνου, όπως είχε παρέμβει και νωρίτερα (1933) για να του χορηγηθεί υποτροφία. Ο Πολίτης δεν παραλείπει να τον ευχαριστεί για όλες τις ενέργειες και φροντίδες του, «μικρό μόνο μέρος της φροντίδας και της στοργής» του Κουγέα προς αυτόν.[16]
Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η επόμενη περίοδος αλληλογραφίας των δύο ανδρών οριοθετείται χρονικά μεταξύ του 1948, χρονιά εκλογής του Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και του 1966, έτος θανάτου του Κουγέα.
Τον Φεβρουάριο του 1948 ο Πολίτης βρίσκεται στην Οξφόρδη.[17] Μεταφέρει στον αγαπητό του καθηγητή νέα από το εκεί πανεπιστημιακό περιβάλλον, όπου συναναστρέφεται Έλληνες συναδέλφους, αλλά και ξένους καθηγητές. Στο σπίτι του Pfeiffer[18] γνωρίζει «τον πολύν Paul Maas»[19] και μιλάει αρκετά μαζί του για την Ελλάδα. Έχοντας ήδη αποκτήσει την έδρα νεότερης ελληνικής φιλολογίας, λαμβάνει συγχαρητήρια επιστολή από τον συνδιεκδικητή της Εμμανουήλ Κριαρά (1906–2014), γεγονός που τον χαροποιεί πολύ, γιατί διαλύεται μεταξύ τους «κάθε στενόκαρδη μικροπαρεξήγηση»· επιθυμεί να συνεργαστούν ειλικρινά και γόνιμα στο μέλλον.[20]
Αρκετά χρόνια αργότερα περιγράφει το καθηγητικό ταξίδι του στην Ιταλία (Δεκ. 1958):[21] πρώτα στη Βενετία, στο Ελληνικό Ινστιτούτο, όπου είδε «την πάρα πολύ καλή πραγματικά δουλειά που έχει κάμει η Αντωνιάδου»,[22] κατόπιν στην Παβία, «στο Πανεπιστήμιο όπου εσπούδασε ο Σολωμός», για την πρώτη του ομιλία στα ιταλικά με θέμα το Σολωμό, την Ιταλία και την Ελλάδα, και αμέσως μετά στην Πίζα, για τη δεύτερη διάλεξη.
Τα νέα του πανεπιστημίου δεν λείπουν από τα γράμματα του Πολίτη, σημαντικότατο μέρος όμως καταλαμβάνουν, όπως είναι αναμενόμενο, τα επιστημονικά θέματα που τον απασχολούν. Τα παλαιογραφικά-κωδικολογικά του ενδιαφέροντα, η μελέτη, έκδοση, ανάδειξη των χειρόγραφων πηγών κάθε μορφής αναδύονται μέσα από τις επιστολές του προς τον Κουγέα από τα χρόνια ήδη που ήταν στο εξωτερικό, μετά την επιστροφή του στη Βιβλιοθήκη και πολύ εντονότερα αργότερα, από τη θέση του καθηγητή νεότερης ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.
Χαρακτηριστικά, σταχυολογούμε από τις επιστολές του —κατά χρονολογική σειρά— τα ακόλουθα θέματα που παρουσιάζονται εδώ συνοπτικά:
Δύο έγγραφα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου σε παλαιοπωλείο του Λονδίνου
Τον Ιούλιο του 1935 ο Πολίτης εντοπίζει σε πολυτελέστατο παλαιοπωλείο του Λονδίνου δύο προς πώληση έγγραφα του Μαυροκορδάτου.[23] Το ένα, γράφει στον Κουγέα, μια επιστολή «προς τον Blaquiere, με τις ολιγόλογες σημειώσεις στο τέλος του Βύρωνος και του Στάνοπ, είναι πράγματι σχισμένο στην άκρη (ψαλιδισμένο ή μάλλον με μαχαιράκι ή ξυραφάκι) και χωρίς αμφιβολία από έναν τόμο του Αρχείου του Κομιτάτου».[24] Ο Πολίτης παίρνει το προφίλ του σκισίματος επειδή, γνωρίζοντας τι λείπει από τους διάφορους τόμους, ελπίζει ότι θα μπορέσουν ίσως να εξακριβώσουν από πού ακριβώς είχε αποσπαστεί. Το δεύτερο έγγραφο, «το ιδιόχειρο σχέδιο του Μαυροκορδάτου για την κατάληψη της Ναυπάκτου», δεν είχε κανένα ίχνος αποκοπής, ούτε ποτέ φαινόταν, κατά τη γνώμη του, να είχε δεθεί σε τόμο. Του φαίνεται ωστόσο παράξενο πως στο άλλο γράμμα ο Στάνοπ σημειώνει σχετικά με τη μελετώμενη κατάληψη της Ναυπάκτου: «Να είναι μόνο σύμπτωση;», αναρωτιέται. Επισκέπτεται την ελληνική πρεσβεία για να δει «τον περίφημο 500σέλιδο κατάλογο», έναν συστηματικό κατάλογο όλων των εγγράφων που περιέχονται στο Αρχείο, και ζητά οδηγίες από τον Κουγέα για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν επισήμως (μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών ή αλλιώς) για τα έγγραφα του παλαιοπώλη, χωρίς ωστόσο οι σωζόμενες επιστολές να μαρτυρούν κάποια συνέχεια στην υπόθεση.[25]
Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως το δεύτερο έγγραφο που είδε ο Πολίτης το 1935 βρίσκεται πλέον στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Μαυροκορδάτου, Συλλογή Δαμιανού Κυριαζή, αρ. εισ. 146, φακ. 17, έγγρ. 1266–1268. Η πληροφορία για την ύπαρξη του εν λόγω εγγράφου προέρχεται από την ιστορικό κ. Λύντια Τρίχα, ενώ η επιβεβαίωση της ταύτισής του με εκείνο που πωλούνταν στο Λονδίνο τον περασμένο αιώνα οφείλεται σε έρευνα της ιστορικού κ. Εύης Καπώλη στο Ιστορικό Υπηρεσιακό Αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, με πρωτοβουλία του κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου:[26] Στις 25 Μαΐου 1934 το παλαιοβιβλιοπωλείο Maggs Bros απηύθυνε επιστολή στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να προτείνει την πώληση ενός εξαιρετικά σημαντικού εγγράφου σχετικού με την Ελλάδα. Το γράμμα αυτό συνοδευόταν από αναλυτική περιγραφή του τεκμηρίου: τρεις αυτόγραφες επιστολές προς τον Blaquiere γραμμένες σε ένα διπλωμένο φύλλο (4 σελ.) τον Ιανουάριο του 1824 από τα τρία πρόσωπα που ανέφερε παραπάνω ο Πολίτης (Μαυροκορδάτο, Βύρωνα, Stanhope). Μαζί με την τριπλή αυτή επιστολή πωλούνταν και σχέδιο του Μαυροκορδάτου για τη Ναύπακτο (6 ½ σελίδες) με τον τίτλο: «Exposé de mon opinion sur l’attaque de Lépante et plusieurs observations» (υπογραφή: «A. Mavrocordato, Missolonghi, 26 janvier 1823 (sic)»), το οποίο —σύμφωνα με την περιγραφή των Maggs Bros— βρέθηκε στο σάκο του Βύρωνα μετά το θάνατό του («which was found in Byron’s pouch after his death»). Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά (αριθμό σελίδων, περιεχόμενο, υπογραφή, χρονολόγηση) παρουσιάζει το έγγραφο στη Συλλογή Κυριαζή των Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη, όπου ορατή είναι ακόμη στην τελευταία λευκή σελίδα η ανωτέρω σημείωση με μελάνι σχετικά με την εύρεση του εγγράφου του Μαυροκορδάτου στα προσωπικά αντικείμενα του λόρδου Βύρωνα.[27]
Τα χειρόγραφα του Μετοχίου Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη
Τον Ιανουάριο του 1939 ο Πολίτης, έχοντας πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα και στη θέση του στην Εθνική Βιβλιοθήκη, βρίσκεται σε επιστημονική αποστολή για φωτογράφηση χειρογράφων στην Πόλη.[28] Εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές, γίνεται παντού δεκτός πρόθυμα και απολαμβάνει την πατριαρχική προστασία. Στο Πατριαρχείο του διατίθενται δύο μεγάλα δωμάτια για τη φωτογράφηση των χειρογράφων του Μετοχίου Παναγίου Τάφου, που με μεγάλη προθυμία παραχωρούνται από τον αντιπρόσωπό του Βλαδίμηρο Μιρμίρογλου. Ιδεώδεις χαρακτηρίζει τις συνθήκες εργασίας ο Πολίτης, σημειώνει όμως πως το Μετόχι του Παναγίου Τάφου βρίσκεται σε «αθλιωτάτη κατάσταση», με κύριο πρόβλημα την υγρασία, που απειλεί να μετατρέψει σε λάσπη τα χειρόγραφα. Εκφράζει στον Κουγέα την αγωνία του για τα χειρόγραφα αυτά, που, αν παραμείνουν κι άλλο εκεί, θα καταστραφούν οριστικά. Αναρωτιέται τι μπορεί να γίνει και αισθάνεται μεγάλη ευθύνη αν δεν κάνει ό,τι είναι δυνατό για να σωθούν. Φωτογραφίζει ό,τι θεωρεί πολυτιμότερο, φοβούμενος πως, αν παραταθεί κι άλλο η κατάσταση αυτή, τα χειρόγραφα θα καταστραφούν ολοσχερώς.
Το Λεξικό του Φωτίου στην Ι.Μ. Ζάβορδας
Δύο δεκαετίες αργότερα, καθηγητής πλέον στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο Πολίτης καταπιάνεται με τα χειρόγραφα της Μακεδονίας. Τον Σεπτέμβριο του 1959[29] επιστρέφει από τη Μονή Ζάβορδας (μητρόπολη Γρεβενών), όπου το προηγούμενο έτος είχε ήδη δει και περιγράψει περίπου 30 περγαμηνά χειρόγραφα, από ένα σύνολο 192 χειρογράφων. Οι χαρτώοι κώδικες ωστόσο αποδεικνύονται, κατά τη γνώμη του, περισσότερο ενδιαφέροντες: βομβύκινοι του 13ου (14ου αι.), πολλοί και χρονολογημένοι με ωραία και ενδιαφέροντα σημειώματα. Μεταξύ αυτών δύο κώδικες που χρονολογούνται το 1139 και το 1177. «Θα πρέπει να είναι οι αρχαιότεροι γνωστοί χάρτινοι χρονολογημένοι κώδικες», σημειώνει τότε.
Αυτό όμως που συνεπαίρνει τον Πολίτη και με μεγάλο ενθουσιασμό κοινοποιεί στον Κουγέα είναι η ανεύρεση του κώδικα του Φωτίου: «Αλλά το πιο καταπληκτικό νέο, που θα κάνει διεθνή αίσθηση, είναι ότι ένας από τους βομβύκινους του 14ου (ίσως και του 13ου;) αι. περιέχει ολόκληρο το Λεξικό του Φωτίου! Καθώς ξέρετε το Λεξικό μας έχει παραδοθή σε ένα μόνο χ[ειρόγρα]φ[ο], με πολλά χάσματα. […] Τώρα έχουμε ολόκληρο το Λεξικό στον κώδικα της Ζάβορδας!». Ο Πολίτης μεταφέρει την είδηση με κάθε επιφύλαξη. Αντιλήφθηκε εξαρχής πως επρόκειτο για σημαντικό χειρόγραφο, αλλά τη στιγμή της ανεύρεσης του κώδικα στο μοναστήρι δεν φανταζόταν «το μέγεθος της σημασίας». Έβγαλε μερικές φωτογραφίες, με την ελπίδα ότι θα τον κατατοπίσουν περισσότερο, και συζήτησε το θέμα μόνο με τον «Στίλπωνα».[30] Από τον Κουγέα ζητάει να μην το ανακοινώσει παραπέρα, μέχρις ότου ο ίδιος βεβαιωθεί ότι το Λεξικό είναι πράγματι πλήρες και αποφασίσει σε ποιον θα αναθέσει την περαιτέρω εργασία (δηλ. τη συστηματικότερη μελέτη, εξακρίβωση λεπτομερειών, πλήρη έκδοση), που δεν τη θεωρεί πλέον δική του δουλειά.
Στο θέμα του Λεξικού ο Πολίτης επανέρχεται και σε κατοπινές επιστολές του. Ένα μήνα μετά την ανακάλυψη μια νέα επίσκεψη στη Μονή αναβάλλεται προσωρινά, γιατί «οι βροχές των τελευταίων ημερών, που κατέστρεψαν σε πολλά σημεία τον χωματόδρομο που οδηγεί από την Κοζάνη στη Ζάβορδα (2 ½ ώρες κάκιστος δρόμος), δεν μας επέτρεψαν να πραγματοποιήσουμε το ταξίδι μας».[31] Στο μεταξύ στέλνει στον καθηγητή του τη φωτογραφία του πρώτου φύλλου του Λεξικού, που μαρτυρεί ότι πρόκειται «για θαυμάσια και επιμελέστατα γραμμένο χφ, γεμάτο από τις επιτμήσεις του 13ου αιώνα. Νομίζω μάλιστα πως δεν αποκλείεται ν’ ανήκει το χφ και στο τέλος του 12ου, έχει δε αρκετή ομοιότητα με χφφ που θεωρούνται αυτόγραφα του Ευσταθίου. Θα μελετήσω το θέμα πιο προσεκτικά».
Από την έκδοση του Λεξικού δηλώνει ότι δεν παραιτείται. Ο ίδιος πρόσφερε στη Σχολή το σημαντικό αυτό εύρημα και θα συμμετάσχει στην κοινή προσπάθεια για το παλαιογραφικό μέρος. Προωθεί στον Κουγέα αντίγραφο της περιγραφής του χειρογράφου. Η είδηση της ανακάλυψης του Λεξικού μαθεύεται εκτός Ελλάδος: Ο Κακριδής στο Αμβούργο και αλλού ανακοινώνει το εύρημα: «Παντού η ανακοίνωση έκαμε βαθύτατη αίσθηση».[32]
Τα χειρόγραφα του Σολωμού
Παράλληλα με το Λεξικό, το ζήτημα των χειρογράφων του Σολωμού συζητιέται εκτενώς σε αρκετές επιστολές. Με τον εθνικό ποιητή ο Πολίτης ασχολήθηκε για δεκαετίες και αναδείχθηκε σε κορυφαίο μελετητή και εκδότη του σολωμικού έργου. Από το 1938 έως το θάνατό του δημοσίευσε δεκάδες κείμενα για τον Σολωμό, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται στα αυτόγραφα του ποιητή. Το ενδιαφέρον του γι’ αυτά ξεκίνησε την εποχή που εργαζόταν στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου μελέτησε τα εκεί φυλασσόμενα χειρόγραφα του Σολωμού.[33] Ήδη τη δεκαετία του 1940 εκφράζει το αίτημα για πανομοιότυπη έκδοσή τους, για έκδοση «παλαιογραφική», που θα επέτρεπε να εκδοθούν τα αυτόγραφα όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμία αλλοίωση. Η υλοποίηση της έκδοσης αυτής αποφασίστηκε εντέλει από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1957 και πραγματοποιήθηκε το 1964, ενώ για την επίτευξη της δεύτερης αναθεωρημένης έκδοσης των Αυτόγραφων Έργων συνεργάστηκε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο με το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.[34]
Σε επιστολές του 1959 προς τον Κουγέα ο Πολίτης αναφέρεται στο αίτημα προς την Ακαδημία «να επιτρέψη την αποστολή των χειρογράφων στη Γερμανία για να γίνει η πανομοιότυπος (φωτογραφική) αποτύπωση».[35] Το θέμα είχε ήδη συζητηθεί στη Σύγκλητο της Ακαδημίας, και οι αντιρρήσεις και επιφυλάξεις του προέδρου της προκαλούν την αντίδραση του Πολίτη: «Δεν έχει ανάγκη ο Σολωμός από τη δική μας προστασία», σημειώνει.[36] Την άποψή του για τον πλούτο των χειρογράφων του Σολωμού είχε ήδη αναπτύξει σε ειδικό άρθρο του. Την έκδοση θα την κάμει οπωσδήποτε, «κι αν έχει να ωφεληθή ή να βλαφτή από τη δημοσίευση η υστεροφημία του Σολωμού θα κριθή υστερώτερα». Τώρα αυτό που έχει σημασία είναι τα μέτρα προφύλαξης που θα πρέπει να ληφθούν για την αποστολή των χειρογράφων στο εξωτερικό. Διαβεβαιώνει τον Κουγέα ότι «το Πανεπιστήμιο είναι διατεθειμένο να κάμη κάθε θυσία και να δώση κάθε εγγύηση συνοδεία ειδικών προσώπων ή ό,τι άλλο ζητήσει η Ακαδημία».
Σε επόμενη επιστολή του ίδιου έτους[37] ο Πολίτης επαναφέρει το θέμα της μεταφοράς χειρογράφων στη Στουτγάρδη. Χαρακτηρίζει την απόφαση της Ακαδημίας μετριοπαθή, που μάλλον «ματαιώνει το ζήτημα». Θεωρεί τεχνικώς αδύνατο το πράγμα: «δεν είναι ο κατάλληλος φωτογράφος που λείπει εδώ, αλλά τα κατάλληλα μηχανήματα». Ακόμη κι αν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν στην Ακαδημία, το κόστος της μεταφοράς θα ήταν υπέρογκο: «Διότι σε μια εποχή που η ανταλλαγή κειμηλίων μεταξύ μουσείων και βιβλιοθηκών είναι στην ημερησία διάταξη και σε ειδικώς διοργανούμενες εκθέσεις μπορεί να δει κανείς τ’ αριστουργήματα ξένων μουσείων, γιατί να διστάζουμε εμείς τόσο πολύ;». Αντί να διαθέσει η κυβέρνηση χρήματα για τη μετάκληση ειδικού φωτογράφου, προτείνει να συνοδεύσει με πολύ μικρότερο κόστος τα χειρόγραφα ένας υπεύθυνος άνθρωπος. Προσφέρεται ο ίδιος, θεωρώντας ότι είναι η καλύτερη λύση στα χίλια μικροζητήματα που μόνο προφορικά μπορούν να λυθούν. Η έγνοια του για τα αυτόγραφα του Σολωμού παραμένει αμείωτη. Χαρακτηριστικά, γράφει στον Κουγέα: «Όσο κι αν ο Φώτιος είναι σπουδαίο εύρημα, δεν παύει να είναι μέλημα ζωής για μένα η έκδοση αυτή των χειρογράφων του Σολωμού».[38]
Ο πάπυρος του Δερβενίου
Το 1962 ανακαλύπτεται ο πάπυρος του Δερβενίου. Ο Πολίτης επισκέπτεται το Μουσείο για να τον δει και ενημερώνει τον Κουγέα:[39] «Είναι θαυμάσιο εύρημα. Οι διαστάσεις του πολύ μικρές (φαντάζομαι λίγο παραπάνω από 10 εκ. ύψος) και είναι καμένος και μαύρος. Έχει κοπή κατά τον άξονα του κυλίνδρου και έτσι φαίνονται τα γράμματα· έξοχα και ευδιάκριτα γράμματα ασφαλώς του 4ου π.Χ. αιώνος πολύ πιο κανονικά και από του παπύρου του Τιμοθέου. Θα είναι ασφαλώς ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος και ο μόνος που ανακαλύφθηκε στην Ελλάδα! […] Τα γράμματα, όπως σας είπα, διαβάζονται καθαρότατα, αλλά, φυσικά, δεν μπορεί να βγη κανένα νόημα· διαβάζονται ΘΕΟΙΣ, ΓΗΜΗΤΗΡ, ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ, ΡΕΑΝ ΚΑΙ ΗΡΑΝ (;) και άλλα. Ο <Στυλιανός> Καψωμένος[40] λέει ότι δεν πρόκειται για ποιητικό κείμενο αλλά για θρησκευτικό-γιατρευτικό. Άλλωστε αφέθηκε μέσα στην πυρά, απάνω από τον τάφο, κάηκε δηλ. μαζί με τον νεκρό». Ο Πολίτης τονίζει τη σημασία του να ανακοινωθεί διεθνώς η εύρεση του παπύρου: «και η απλή αναγγελία ενός τέτοιου σπουδαιότατου ευρήματος είναι χρέος επιστημονικό». Επισημαίνει ακόμη την απόλυτη ανάγκη να προσκληθεί κάποιος πολύ πεπειραμένος ειδικός, «που θα μπορέσει να τον ανοίξη ένα ένα φύλλο του. Ξέρετε τι είναι —γράφει στον Κουγέα— να τον βλέπετε έτσι καβουρντισμένον, να διακρίνονται ένα ένα τα φύλλα (σαν κρεμμυδότσουφλα) και να ξέρετε πως κάθε ένα φύλλο από αυτά έχει γράμματα, που ποιος ξέρει τι μπορεί να λένε!».
Σκόρπιες αναφορές του Πολίτη για επισκέψεις του σε βιβλιοθήκες με συλλογές χειρογράφων βρίσκει κανείς σε διάφορες επιστολές και κάρτες:
Ο Λίνος Πολίτης και ο Σωκράτης Κουγέας συνδέθηκαν σε επίπεδο προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, επιστημονικό. Ο σεβαστός καθηγητής καθοδήγησε, συμβούλευσε, βοήθησε έμπρακτα τον νέο επιστήμονα στα πρώτα βήματά του και παρακολούθησε στενά την εξέλιξη ενός φοιτητή σε συνάδελφο, ερευνητή, καθηγητή, καταξιωμένο διεθνώς επιστήμονα. Η αδιάλειπτη μεταξύ τους επικοινωνία δεκαετιών που φανερώνουν οι σωζόμενες επιστολές του Πολίτη επιβεβαιώνει συγχρόνως τη δημιουργία μιας άρρηκτης σχέσης ζωής ανάμεσα στους δύο άνδρες.
Φωτογραφία τίτλου: Σωκράτης Κουγέας – Λίνος Πολίτης, Τμήμα Χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης, καλοκαίρι του 1936.
Δρ. Βενετία Χατζοπούλου
ΙΠΑ/ΜΙΕΤ
Για τη συνοπτική αυτή πρώτη παρουσίαση των επιστολών του Λίνου Πολίτη προς τον Σωκράτη Κουγέα ευχαριστώ ιδιαιτέρως:
Την κ. Ειρήνη Μεϊτάνη, κόρη του Λίνου Πολίτη, για την επιμέλεια και διάθεση των φωτογραφιών του πατέρα της, καθώς και για τις πολλές διευκρινίσεις της στις απορίες που ανέκυψαν κατά την ανάγνωση των επιστολών.
Τον κ. Σωκράτη Κουγέα, που προθυμότατα διέθεσε για μελέτη στο ΙΠΑ το υλικό από το προσωπικό αρχείο του παππού του που αφορούσε τον Λ. Πολίτη.
Την κ. Σοφία Μπόρα, υπεύθυνη αρχείων ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, που επέτρεψε τη μελέτη του Αρχείου Σ. Κουγέα και διευκόλυνε πολύ την έρευνά μου.
Επιλογή βιβλιογραφίας για τον Λίνο Πολίτη:
• Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Λίνος Ν. Πολίτης (1906–1982)», Ελληνικά 34 (1982–1983), 7–22.
• Μνήμη Λίνου Πολίτη (Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής. Τιμητικός τόμος στη μνήμη Λίνου Πολίτη), Θεσσαλονίκη 1988.
• Βενετία Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο. Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942–1982), Αθήνα 2022, 182–210 (κεφ. 2: «Λίνος Πολίτης»).
[1] Λίνος Πολίτης, (Βιβλιοκρισία) Ντίνου Κονόμου, Σολωμού ανέκδοτα γράμματα στον Ιωάννη Γαλβάνη, Αθήνα 1950, στο Οι βιβλιοκρισίες, 1926–1973, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002, 347 (1η δημ.: Ελληνικά 14 [1955–1956], 183–195).
[2] Ο Πολίτης γιόρταζε τα γενέθλιά του στις 4 Οκτωβρίου, σύμφωνα με πληροφορία της κόρης του, κ. Ειρήνης Μεϊτάνη.
[3] Για τον καθηγητή αρχαίας ιστορίας και ακαδημαϊκό Σωκράτη Κουγέα, βλ. Τιμητικός τόμος Σωκράτους Β. Κουγέα, Ελληνικά 15 (1957), γ΄–ε΄. Δ. Ζακυθηνός, «Σωκράτης Κουγέας», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 48 (1973), 211*–225*
[4] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (4.2.1925).
[5] Το ταξίδι αυτό, διάρκειας ενός μηνός, ανακοινώνει με σύντομη επιστολή του στον Εμμανουήλ Κριαρά στις 8.1.1939. Βλ. Ε. Κριαράς, Αλληλογραφία. Επιστολές λογίων του εικοστού αιώνα, Θεσσαλονίκη 2007, 479 (αρ. 678).
[6] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, Αρχείο Σ. Κουγέα, φάκ. 1, επιστολή (Μόναχο, 31.3.33).
[7] Franz Dölger (1891–1968), Γερμανός βυζαντινολόγος.
[8] Ernst Buchor (1886–1961), Γερμανός καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
[9] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, Αρχείο Σ. Κουγέα, φάκ. 1, επιστολή (Βερολίνο, 14.10.34).
[10] Ιωάννης Καλιτσουνάκης (1878–1966), τακτικός καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1924–1948). Δίδαξε μεσαιωνική ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
[11] Νίκος Βέης (1883-1958), βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής, καθηγητής Μέσης και Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
[12] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Παρίσι, 15.5.35).
[13] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, Αρχείο Σ. Κουγέα, φάκ. 1, καρτ ποστάλ (Οξφόρδη, 19.7.35).
[14] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, Αρχείο Σ. Κουγέα, φάκ. 1, επιστολή (Βερολίνο, 25.2.35).
[15] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, Αρχείο Σ. Κουγέα, φάκ. 1, επιστολή (Βερολίνο, 25.2.35).
[16] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, Αρχείο Σ. Κουγέα, φάκ. 1, επιστολή (Μόναχο, 3.7.33).
[17] Έχει λάβει πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου για δύο μήνες. Μετά από 15 μέρες παραμονής στο Λονδίνο πηγαίνει στην Οξφόρδη, όπου σχεδιάζει να μείνει ένα μήνα. Βλ. Κριαράς, ό.π. [σημ. 5], 482 (αρ. 682).
[18] Rudolf Pfeiffer (1889–1979), Γερμανός κλασικός φιλόλογος.
[19] Paul Maas (1880–1964), Γερμανός κλασικός φιλόλογος.
[20] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Οξφόρδη, 24.2.48). Πβ. την επιστολή του προς τον Κριαρά, ό.π. [σημ. 5], αρ. 682 (15.2.48). Για τη διαδικασία εκλογής του Λίνου Πολίτη, βλ. Βενετία Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο. Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942–1982), Αθήνα 2022, 182–210 (κεφ. 2: «Λίνος Πολίτης»).
[21] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (<Θεσσαλονίκη>, 1.1.59).
[22] Σοφία Αντωνιάδου (1895–1972), καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Λέιντεν, πρώτη διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.
[23] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Λονδίνο, 29.7.35).
[24] Αρχείο Φιλελληνικού Κομιτάτου Λονδίνου, σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος.
[25] Σε επιστολή του από το Παρίσι στις 6 Αυγούστου 1935 ο Πολίτης γράφει στον Κουγέα ότι, «αφού δεν είχα οδηγίες Σας, ούτε πριν ούτε μετά το ταξίδι μου στο Καίμπριτζ, δεν ανέφερα τίποτε για τα χαρτιά του παλαιοπώλη. Αρκεί πως το εξακριβώσαμε απολύτως». Βλ. Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Παρίσι, 6.8.35).
[26] Ευχαριστώ πολύ την κ. Λ. Τρίχα, τον κ. Σ. Ζουμπουλάκη, την κ. Ε. Καπώλη και τον κ. Γιώργο Σταυράτη (υπεύθυνο Ειδικών Συλλογών ΕΒΕ) για τις σημαντικές πληροφορίες που μου παρείχαν.
[27] Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος δεν υπάρχει η επιστολή των τριών ανδρών προς τον Blaquiere, αλλά ούτε και «ο 500 σελίδων κατάλογος» του Αρχείου του Κομιτάτου που είχε δει στην πρεσβεία ο Λ. Πολίτης (για την πληροφορία: κ. Ε. Καπώλη).
[28] ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ, ό.π., επιστολή (Κωνσταντινούπολη, 20.1.39).
[29] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (<Θεσσαλονίκη>, 22.9.59).
[30] Στίλπων Κυριακίδης (1887–1964), ιστορικός-λαογράφος, καθηγητής του ΑΠΘ.
[31] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (<Θεσσαλονίκη> 20.10.59).
[32] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Θεσσαλονίκη, 20.11.59).
[33] Σχετική αναφορά γίνεται σε επιστολή του έτους 1937. Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Κηφισιά, 19.7.37).
[34] Λ. Πολίτης / Κατερίνα Τικτοπούλου (επιμ.), Διονύσιου Σολωμού Αυτόγραφα Έργα, Αθήνα, ΑΠΘ / ΜΙΕΤ, 1998–2012.
[35] Ο Σωκράτης Κουγέας υπήρξε μέλος της Ακαδημίας από το 1929 και πρόεδρός της το 1953.
[36] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (<Θεσσαλονίκη>, 22.9.59).
[37] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (<Θεσσαλονίκη>, 20.10.59).
[38] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Θεσσαλονίκη, 20.11.59).
[39] Προσωπικό αρχείο κ. Σ. Κουγέα, επιστολή (Θεσσαλονίκη, 2.3.62).
[40] Στυλιανός Καψωμένος (1907–1978), κλασικός φιλόλογος, καθηγητής στο ΑΠΘ.