Ο Απόστολος Φλάμπουρας ήταν ιερομόναχος, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα και πέθανε στις αρχές του 20ού στη Ζάκυνθο. Δεν θα είχαμε περισσότερες πληροφορίες σχετικές με αυτόν αν δεν σωζόταν μια ενθύμηση γραμμένη στο πρώτο μπροστινό ελεύθερο παράφυλλο του αντιτύπου μιας έκδοσης του 18ου αιώνα που σώζεται στο ΙΠΑ/ΜΙΕΤ (Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 28).[1] Όπως γράφαμε σε προηγούμενη δημοσίευση, οι ενθυμήσεις προσφέρουν αποσπασματικές πληροφορίες που είναι δυνατόν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και να συνεισφέρουν πολύτιμα στοιχεία σε επίπεδο μικροϊστορίας.
Εν προκειμένω, στο πρώτο ελεύθερο παράφυλλο του αντιτύπου της έκδοσης των Απάντων του Συμεών Θεσσαλονίκης που φυλάσσεται στο ΙΠΑ/ΜΙΕΤ καταγράφεται το θλιβερό γεγονός του θανάτου του Αποστόλου Φλάμπουρα, που συνέβη τον Δεκέμβριο του 1902. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περιγραφή της νεκρώσιμης τελετής. Σε αυτή μας δίνονται κάποιες πληροφορίες για τον ίδιο, π.χ. ότι υπηρετούσε στην πόλη της Ζακύνθου, αλλά καταγόταν από το χωριό Μπελούσι (σημερινή Κυψέλη) της Ζακύνθου. Παράλληλα όμως παρέχονται πληροφορίες τόσο για πρόσωπα όσο και για τελετουργικές λεπτομέρειες. Διαβάζουμε:
1902 Μινὸς Δεκεμβρίου 28
Ἀπέθανεν ὁ Ἀπόστολος | Φλάμπουρας Ἰερομόναχος εἰς τήν | Πόλιν Ζάκυνθον καί τήν -29- | ἰδίου ἐκιδεύτι μέ πλίρη ἐπισιμότιτη | μέ τόν ἀρχιερέα καί 20 Ἰερείς ἴτα | μετεφέρθη εἰς τό ἴδιον αὐτού χωρίον | Μπελοῦσι σινοδευόμενος ὑπό τοῦ | Παναγιώτου Πέτα Ἰερέος μετ’ | ἀμαξόν.
Εἰς τό χωρίον Μπελοῦσι ἀνέμενον 5 | Ἰερείς ὁ Εὑαγ. Ιερ. Βυθούλκας | ὁ Ιερ. Λιμούρας ὁ Ιερ. ὁ Μαρ[.] | Ιερ. Μουζάκης καί ὁ ἀρχιερατικὸς | ἐπίτροπος Ιωαν. Ιερ. Παπαγεωργόπουλος // ἴτινες διέβισαν εἰς ἐν τεταρτον | εἰς προϊπάντισιν τοῦ νεκροῦ ἐνδεδιμέ | νι Ἰερατικᾶς Στολᾶς. Ἴτα μετεφέρθη | εἰς τόν Ἰερόν ναόν τῆς Ἀγίας Παρασκευῆς | ἐκί ἐψάλη τό τρισάγιον | καί ἔγινε ὁ ἀσπασμός.
Ἐν Μπελουσίῳ τὴν 31 Ιανουαρίου | 1903
Από την περιγραφή της τελετής και τα συμμετέχοντα πρόσωπα καταλαβαίνουμε ότι ο ιερομόναχος Απόστολος Φλάμπουρας δεν πρέπει να ήταν τυχαίο πρόσωπο. Το όνομα Φλάμπουρας συναντάται μέχρι σήμερα στο χωριό Κυψέλη/Μπελούσι της Ζακύνθου. Τον Μάιο του 1990 καταχωρείται στο περιοδικό Αντί ο θάνατος του Διονύσιου Φλάμπουρα, συλλέκτη και συγγραφέα γεννημένου το 1919 στο ίδιο χωριό,[2] ενώ από την ιστορία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ζακύνθου μαθαίνουμε ότι μετά το σεισμό του 1953 ένας Απόστολος Φλάμπουρας συνέβαλε με τη δωρεά του στην ανασυγκρότησή της.[3] Είναι πολύ πιθανό όλοι οι παραπάνω να αποτελούν μέλη της ίδιας οικογένειας.[4]
Στο ίδιο αντίτυπο, στη σελίδα τίτλου, διαβάζουμε μια κτητορική επιγραφή του 1824: «Ἐκ τῶν βιβλίων Γεωργίου ἱερέως Ξένου τοῦ Ἰωάννου». Στο χφ. 3177 της ΕΒΕ μαρτυρείται ένας Γεώργιος ιερέας Ξένος, κάτοχος μιας χειρόγραφης ακολουθίας, το 1809, ενώ η συνέχεια της σχετικής σημείωσης στο χειρόγραφο αναφέρεται στη Ζάκυνθο.[5] Αν ταυτίζονται οι δύο Γεώργιοι, του αντιτύπου μας και του χφ. 3177 της ΕΒΕ, τότε τεκμηριώνεται η παρουσία του αντιτύπου στη Ζάκυνθο ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ως προς το ίδιο το αντίτυπο της συλλογής του ΙΠΑ/ΜΙΕΤ, έχουν ενδιαφέρον ορισμένα στοιχεία: Πρόκειται για τη δεύτερη έκδοση των Απάντων του Συμεών σε νεοελληνική μετάφραση. Ωστόσο το ενδιαφέρον με τη συγκεκριμένη έκδοση βρίσκεται στο γεγονός ότι πρόκειται για κλεψίτυπη επανέκδοση, αφού στη σελίδα τίτλου αναφέρονται τα στοιχεία της πρώτης έκδοσης («1791 Ἐν ΛΕΙΨΙΑ τῆς ΣΑΞΟΝΙΑΣ»), αλλά το βιβλίο στην πραγματικότητα τυπώθηκε στη Βενετία από το τυπογραφείο του Θεοδοσίου.[6]
Η πρώτη έκδοση, που τυπώθηκε στη Λιψία το 1791, είχε λίγο διαφορετική σελίδα τίτλου, ενώ περιλάμβανε και το εισαγωγικό σημείωμα του εκδότη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη, το οποίο απουσιάζει από την έκδοση του Θεοδοσίου.[7]
Η ιστορία των εκδόσεων των έργων του Συμεών Θεσσαλονίκης, συγγραφέα του 15ου αιώνα πολύ σημαντικού για τη λειτουργική ιστορία και θεολογία στην ανατολική Εκκλησία,[8] ξεκινά έναν αιώνα πριν, το 1683, όταν την έκδοση του πρωτότυπου κειμένου αναλαμβάνει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος. Αυτό το κείμενο χρησιμοποιείται και στην Patrologia Graeca του αβά Migne το 1866, συνοδευμένο με λατινική μετάφραση.[9]
Η απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική, η οποία εμφανίζεται στην έκδοση του 1791 στη Λιψία από άγνωστο μεταφραστή και πιθανόν βασίζεται στο κείμενο της έκδοσης του Δοσίθεου, δημιουργεί μια δική της παράδοση. Σύμφωνα με τις βιβλιογραφίες, ο ίδιος ο Θεοδοσίου ξανατυπώνει αργότερα το ίδιο κείμενο, προσθέτοντας τα δικά του στοιχεία, με ψευδή χρονολογία 1791,[10] και αργότερα πάλι το 1820.[11] Σε αυτή τη νεοελληνική απόδοση βασίζονται εκδόσεις του κειμένου τον 19ο αιώνα, αλλά και σύγχρονες.[12]
Μια σύγκριση του κειμένου της έκδοσης του 1791 με τις κατοπινές όμως δείχνει κάποιες διαφορές, ιδιαίτερα σε σημεία όπου ο Συμεών αναφέρεται στους Λατίνους:[13] Ενώ οι εκδόσεις του 1791, τόσο της Λιψίας όσο και οι κλεψίτυπες, δεν αλλάζουν τους όρους, εκείνες του 19ου αιώνα που τυπώνονται στη Βενετία τους αλλάζουν.[14] Είναι πιθανόν λοιπόν και ο λόγος που η κλεψίτυπη επανέκδοση του κειμένου της Λιψίας του 1791 από τον Θεοδοσίου διατηρεί τον ίδιο τόπο έκδοσης, τη Λιψία, και δεν αναφέρει τη Βενετία να σχετίζεται με τους ενδεχόμενους κινδύνους που θα συνεπάγονταν οι αναφορές στους Λατίνους σε μια πόλη με έντονη την παρουσία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιαστικής λογοκρισίας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη Λιψία.[15] Στο εισαγωγικό του σημείωμα στην αυθεντική έκδοση της Λιψίας του 1791 ο εκδότης Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης σημειώνει σαφέστατα: «κι ἂς μὴν βαρεθῇ [εν. ο αγοραστής] τὴν ἔξοδον ὁποῦ θέλει κάμῃ, ἀλλ’ οὔτε νὰ τοῦ φανῇ βαρέα ἡ τιμή του, ὅτι ὁ ἐδὼ [εν. στη Λιψία] τύπος εἶναι σχεδὸν διπλοῦς ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Βενετίας, τόσον εἰς τὸ χαρτὶ ὡσὰν καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ δὲν ἀπολαμβάνει ἄλλο ἐδὼ ὅς τις θέλει νὰ τυπώσῃ κᾀνένα βιβλίον παρὰ τὸ ἐλεύθερον, ὁποῦ ἀλλοῦ μᾶς τὸ ἐμποδίζουσιν ὁπόταν τὸ βιβλίον διαλαμβάνῃ τὶ κατὰ Λατίνων, διὸ καὶ ἐξ ἀνάγκης γίνονται καὶ ἀκριβώτερα τὰ βιβλία ἀπὸ ἐκεῖνα τῆς Βενετίας».[16] Έτσι ίσως μπορεί να τεθεί και ένα όριο post quem για την ανατύπωση του βιβλίου από τον Θεοδοσίου στη Βενετία, με το τυπογραφικό του σήμα και τη χρονολογία 1791: Ενώ ο Θ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι εκδόθηκε «μετά το 1793»,[17] μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό ενδέχεται να συνέβη μετά το 1797, οπότε καταλύεται η Βενετική Δημοκρατία από τον Ναπολέοντα.
Σε κάθε περίπτωση έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένα αντίτυπο αυτής της έκδοσης βρίσκεται στη βιβλιοθήκη δύο ελληνορθόδοξων κληρικών του 19ου αιώνα στη Ζάκυνθο, καθώς και ότι χρησιμοποιείται από έναν άνθρωπο των αρχών του 20ού για να σημειώσει ένα γεγονός όπως ο θάνατος ενός προσώπου. Η περιγραφή της κηδείας μάλιστα, με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, μαρτυρεί ενδεχομένως και την επιθυμία του γραφέα να μείνει στη μνήμη των κατοπινών το γεγονός μαζί με τη σημασία του: «ἐκιδεύτι μέ πλίρη ἐπισιμότιτη μέ τόν ἀρχιερέα καί 20 Ἰερείς», «ἴτινες διέβισαν εἰς ἐν τεταρτον εἰς προϊπάντισιν τοῦ νεκροῦ ἐνδεδιμέ|νι Ἰερατικᾶς Στολᾶς».
Όλα αυτά φέρνουν στο νου όσα λέει η Μυρτώ Ρήγου σχολιάζοντας τον Habermas: «ότι και ο θάνατος εντάσσεται σε μια θεωρία της επικοινωνίας, διότι ως στοιχείο του “βιούμενου κόσμου” υπόκειται στη διαδικασία πολιτιστικής αναπαραγωγής, συντείνει στην κοινωνική ενσωμάτωση και διαμορφώνεται από την “κοινωνικοποίηση”».[18] Μία ενθύμηση σαν κι αυτή που παρουσιάζουμε φέρει εμφανή τα σημεία αυτής της «κοινωνικοποίησης» και της αναπαραγωγής της μέσω της διακεκριμένης «ενσωμάτωσης» που επιτυγχάνουν οι πιο πάνω αναφορές.[19] Η περιγραφή μιας τέτοιας κηδείας υποδηλώνει και μια αντίστοιχη ζωή. Έτσι απλές σημειώσεις και αναφορές σε βιβλία, όπως αυτή, βοηθούν την έρευνα, καθώς αποτυπώνουν, παράλληλα με τα γεγονότα, σημασίες, προσλήψεις, νοοτροπίες και στάσεις τόσο ενώπιον της ζωή όσο και ενώπιον του θανάτου.
Σταύρος Γριμάνης, ΙΠΑ/ΜΙΕΤ
[1] Τοῦ Μακαρίου Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Τὰ Ἅπαντα Εἰς τέσσαρα μέρη διαιρεθέντα […] Νῦν πρῶτον ἐκ τῆς Ἑλληνίδος Μετενεχθέντα εἰς τήν […] ἁπλοελληνικήν […] Τύποις δὲ ἐκδοθέντα […] δαπάνῃ, καὶ ἐπιστασίᾳ Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη […] 1791. Ἐν Λειψίᾳ.
[2] Αντί, 438 (18 Μαΐου 1990), 10.
[3] https://www.vivliothiki-zakynthou.gr/istoriko.
[4] Όπως σημειώνεται στο αντίτυπο, αυτό αποκτήθηκε από το ΙΠΑ/ΜΙΕΤ με αγορά από τον οίκο Βέργου τον Δεκέμβριο του 1990.
[5] Π. Γ. Νικολόπουλος, Περιγραφή χειρογράφων κωδίκων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αριθ. 3122–3369, Αθήνα 1996, 46.
[6] Βλ. Γ. Γ. Λαδά / Α. Δ. Χατζηδήμου, Ελληνική βιβλιογραφία των ετών 1791–1795, Αθήνα 1970, 87–88. Για το τυπογραφείο του Θεοδοσίου, βλ. Γ. Πλουμίδης, Το βενετικόν τυπογραφείον του Δημητρίου και του Πάνου Θεοδοσίου (1755–1824), Αθήνα 1969.
[7] Λαδά / Χατζηδήμουυ, ό.π., 86 (αρ. 33) και 88.
[8] S. Hawkes-Teeples, «The Liturgical Commentaries of St. Symeon of Thessalonika (c. 1384–1429) and Late Byzantine Liturgy», στο B. Groen / D. Caladza / N. Glibetic / G. Radle, Studies in Oriental Liturgy. Proceedings of the Fifth International Congress of the Society of Oriental Liturgy, New York, 10–15 June 2014, Leuven / Paris / Bristol 2019, 295–310. Ι. Φουντούλης, Τo λειτουργικόν έργον Συμεών του Θεσσαλονίκης (Συμβολή εις την ιστορίαν και θεωρίαν της θείας λατρείας), Θεσσαλονίκη 1965. D. Balfour, Politico-historical works of Symeon Archbishop of Thessalonica (1416/17 to 1429). Critical Greek text with introduction and commentary, Βιέννη 1979. Έργα θεολογικά Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17–1429). Κριτική έκδοσις μετ᾽ εισαγωγής υπό τον David Balfour, εκδιδόμενα υπό Παναγιώτου Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1981. Για τον Συμεών κλασικό είναι και το άρθρο του M. Jugie «Syméon de Thessalonique», Dictionnaire de théologie catholique 14 (Παρίσι 1941), 2976–2984.
[9] PG 155.
[10] Λαδάς / Χατζηδήμου, ό.π., 88 (αρ. 35).
[11] Πλουμίδης, ό.π., 142 (αρ. 391).
[12] Βλ. Ι. Φουντούλη, «Ο άγιος Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1429)», εισαγωγή στην επανέκδοση της PG, τ. 155, Αθήνα 1994, θ΄-ι΄.
[13] Για τη συνύπαρξη του Συμεών με τους Βενετούς ως ηγεμόνες της Θεσσαλονίκης, βλ. Α. Αγγελόπουλος, «Ο Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και το κανονικόν καθεστώς της πόλεως επί Βενετοκρατίας (1423–1429)», στο Πρακτικά λειτουργικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Συμεώνος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού (15/9/81), Θεσσαλονίκη 1983, 63–74.
[14] Αυτό παρατηρείται ήδη στη «δεύτερη» έκδοση από τον Θεοδοσίου στη Βενετία το 1820, που φέρει το τυπογραφικό του σήμα: Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Τὰ Ἅπαντα εἰς ἓξ μέρη διαιρεθέντα Ἐν οἷς περιέχονται Διάλογοι Ἐκκλησιαστικοὶ Ἀρχιερέως καὶ Κληρικοῦ κατὰ πασῶν τῶν Αἱρέσεων […] Ἐν οἷς προσετέθη ἡ τοῦ Σοφωτάτου καὶ Λογιωτάτου Μάρκου Εὐγενικοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου Ἐξήγησις τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας, καί τις Διδασκαλία πρὸς τοὺς Ἱερεῖς, καὶ τοὺς Διακόνους […] Ἐκ τῆς Ἑλληνίδος μετενεχθέντα εἰς τὴν Γραικικὴν Διάλεκτον Πρὸς ψυχωφελῆ χρῆσιν τῶν Εὐλαβῶν Ὀρθοδόξων Ἱερέων καὶ Λαϊκῶν. Ἔκδοσις Δευτέρα. Ἐν Βενετίᾳ. Παρὰ Πάνῳ Θεοδοσίου τῷ ἐξ Ἰωαννίνων. Teodosio Editore e Stampatore. 1820. Πρβλ. Σ. Γκίνη / Β. Μέξα, Ελληνική βιβλιογραφία, 1800–1863. Αναγραφή των κατά την χρονικήν ταύτην περίοδον όπου δήποτε ελληνιστί εκδοθέντων βιβλίων και εντύπων εν γένει, τ. 1, Αθήνα 1939, 1820 (αρ. 1276).
[15] Για τις τακτικές που ακολουθούσαν οι τυπογράφοι με σκοπό να αποφύγουν τη λογοκρισία ιδιαίτερα στην πρώιμη νεωτερική Βενετία, βλ. F. de Vivo, Information and Communication in Venice. Rethinking Early Modern Politics, Oxford 2007, 200 κ.ε.
[16] Τοῦ Μακαρίου Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Τὰ Ἅπαντα Εἰς τέσσαρα μέρη διαιρεθέντα […] Νῦν πρῶτον ἐκ τῆς Ἑλληνίδος Μετενεχθέντα εἰς τήν […] ἁπλοελληνικήν […] Τύποις δὲ ἐκδοθέντα […] δαπάνῃ, καὶ ἐπιστασίᾳ Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη […] 1791. Ἐν Λειψίᾳ. Πρβλ. Λαδάς / Χατζηδήμος, ό.π., 86–87 (αρ. 33). Βλ. το απόσπασμα στο:
http://www.onassislibrary.gr/el/syllogi/antikeimena/34579_el/
[17] Θ. Ι. Παπαδόπουλος, Ελληνική βιβλιογραφία (1466 ci.–1800), τ. 1: Αλφαβητική και χρονολογική ανακατάταξις, Αθήνα 1984, 409, σημ. 4.
[18] Μ. Ρήγου, Ο θάνατος στη νεωτερικότητα. Μια επικοινωνιακή και ηθική προβληματική, Αθήνα 1993, 42.
[19] Βλ. και M. Vovelle, Ο θάνατος και η Δύση. Από το 1300 ως τις μέρες μας, τ. 2, Αθήνα 2000, 224 κ.ε.