Ο Άντι Γουόρχολ γεννήθηκε το 1928 από γονείς μετανάστες προερχόμενους από την Ανατολική Ευρώπη. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκωδικοποιήσει από μικρή ηλικία το πώς λειτουργούσε ο κόσμος προκειμένου να επιβιώσει. Τα αποτελέσματα αυτής της γνώσης μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην τέχνη του, προϊόν μιας τέτοιας βιωματικής σπουδής.
Ο Γουόρχολ εφηύρε επίσης την εικόνα του εαυτού του, «πλάσμα της φαντασίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, ένα έξυπνο «κατασκεύασμα» που περιφερόταν από ντισκοτέκ σε κινηματογραφικές λέσχες, επιδείξεις μόδας, γκαλερί και εκδηλώσεις των ΜΜΕ. Δυστυχώς την ευφυή κοσμικότητα, την από φύση μισανθρωπία και το δημιουργικό φλερτ του πονηρού Γουόρχολ με την ελαφρότητα, οι στρατιές από κοσμικές ρέπλικες που ακολούθησαν κατάφεραν να μετατρέψουν σε εκατομμύρια φτηνές πόζες ματαιοδοξίας, που προκαλούν το λιγότερο ναυτία.
Ο Άντι ήταν ένα «εύθραυστο» και μοναχικό παιδί. Η μητέρα του στάθηκε δίπλα του φροντίζοντάς τον στις δύσκολες αρρώστιες που πέρασε, προστατεύοντάς τον ακόμα από τα πειράγματα των συνομιλήκων του μια και δεν συμμετείχε στα παιχνίδια και τα σπορ. Μεγαλώνοντας σπούδασε τέχνη στο Carnegie Institute of Technolog ενώ δεν δυσκολεύτηκε μετά την αποφοίτησή του το 1949 να βρει δουλειά ως σκιτσογράφος σε περιοδικά μόδας όπως το «Glamour» και το «Harper’s Bazaar». Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 συνειδητοποιεί τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις. Δεν είναι τυχαίο που η δουλειά του εκείνη την περίοδο χαρακτηρίζεται από μια έκφραση σεξουαλικής και καλλιτεχνικής αφύπνισης. Αργότερα μεγεθύνει κομμάτια από κόμικς, καθώς και άλλα στοιχεία της ποπ κουλτούρας από εφημερίδες και διαφημίσεις περιοδικών και τα μετατρέπει σε πίνακες όπως η «Coca Cola» και το «Τηλέφωνο» (1960), τα «Κουτιά από σούπα Cambell’s» (1960-’62). Εκείνη την περίοδο υιοθετεί και την τεχνική της μεταξοτυπίας με εικόνες κατευθείαν επάνω στον καμβά, χρησιμοποιώντας ως θέμα εμπορικές στάμπες και άλλες φωτογραφίες.
Συνεχίζει με τη φρενήρη δραστηριότητά του στο περίφημο «Εργοστάσιο» στο κεντρικό Μανχάταν όπου δημιουργεί μαζί με τους «οπαδούς» του μεγάλων διαστάσεων πίνακες, γλυπτά και ταινίες. Τότε η ηθοποιός Βάλερι Σολάνας, μια «ασταθής ψυχολογικά προσωπικότητα», θα τον πυροβολήσει τραυματίζοντάς τον σοβαρά.
Ακολουθούν οι αυτοπροσωπογραφίες του, τα πορτρέτα κατά παραγγελία, η εμμονή του με το θάνατο με έργα που έχουν ως θέμα τους αυτοκινητικά δυστυχήματα, η παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών και βίντεο (με το μοναδικό φιλμ «Empire» στο οποίο κινηματογραφούσε με μία σταθερή κάμερα το Empire State Building για οκτώ ώρες) η επιστροφή του στη ζωγραφική με πίνακες που αναπαριστούν νεκροκεφαλές, αλλά και τα πορτρέτα του Κινέζου προέδρου Μάο Tσε Τουνγκ με την ευκαιρία της επίσκεψης του προέδρου Νίξον στην Κίνα, η ίδρυση του περιοδικού «Interview», μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 όπου εμφάνιζε μια σειρά από έργα χρησιμοποιώντας εικόνες από όπλα, μαχαίρια, σταυρούς, και το σύμβολο του δολαρίου. Mε τη σειρά αυτή, που περιλαμβάνει μικρούς και μεγάλους, ο Γουόρχολ πέρασε από τη λαϊκή σημειολογία σε αντικείμενα σύμβολα.
Πέθανε το 1987 αφήνοντας πέρα από ένα ξεχωριστό έργο μια αίσθηση ελευθερίας στην τέχνη και κυρίως μια νέα εικόνα του καλλιτέχνη που μπορεί να είναι ταυτόχρονα κυνικός, ευαίσθητος, πειθαρχημένος, εφευρετικός, πνευματώδης και τσαρλατάνος.