Ο Νίκος Κρανιδιώτης (1911 – 1997) γεννήθηκε στην Κερύνεια της Κύπρου, γιος του Ιωάννη Κρανιδιώτη. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1928-1932) και στο Κέντρο Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Μετά το τέλος των σπουδών του εργάστηκε στην Κύπρο ως καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης (1937-1956). Διετέλεσε γυμνασιάρχης του Γυμνασίου της Κερύνειας (1937-1941), γενικός γραμματέας της Εθναρχίας Κύπρου (1952), γραμματέας της Β΄ και Γ΄ Παγκύπριας Εθνοσυνέλευσης (1954 και 1955). Για τη δράση του διώχτηκε από τις αγγλικές αρχές και κλείστηκε στις φυλακές Ομορφίτας και Κοκκινοτριμιθιάς (1956-1957). Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε στην Αθήνα μετά από πρόσκληση του Μακάριου και εκλέχτηκε σύμβουλος της Εθναρχίας Κύπρου, θέση από την οποία πήρε μέρος σε πολλές διεθνείς αποστολές (Η.Π.Α., Γαλλία, Αίγυπτος, Μεγάλη Βρετανία και αλλού), ενώ διετέλεσε επίσης πρέσβης στην Αθήνα (1957-1979) μετά τη σύσταση της μεταβατικής κυβέρνησης Κύπρου και διαπιστευμένος στην Ιταλία, τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία. Ηγετικό μέλος της κυπριακής αντιπροσωπείας στη 13η και 14η γενική διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι (1964, 1966), κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας συγκρούστηκε με το καθεστώς των συνταγματαρχών και κατήγγειλε την αντικυπριακή πολιτική του και από το 1968 ως το 1979, οπότε αποσύρθηκε από τη διπλωματία, διετέλεσε πρύτανης του διπλωματικού σώματος στην Αθήνα. Παντρεύτηκε την Χρυσούλα Βύζακα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ιδρυτής (1934) και διευθυντής (1948-1956) του περιοδικού “Κυπριακά Γράμματα” και του δημοσιογραφικού οργάνου της Εθναρχίας Κύπρου Ελληνική Κύπρος (από το 1949) συνεργάστηκε με κυπριακά και αθηναϊκά έντυπα όπως τα “Ελευθερία”, “Πρωινή”, “Πρωία”, “Αγωνιστής”, “Πνευματική Κύπρος”, “Το Βήμα”, “Ελληνική Δημιουργία”, “Νέα Δομή” και τις εγκυκλοπαίδειες του Πυρσού και του Ηλίου. Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει ποίηση, πεζογραφία και φιλολογικές και πολιτικές μελέτες και δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1951 με την ποιητική συλλογή “Σπουδές”. Τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974 για την Επιστροφή), το Μεγαλόσταυρο του τάγματος Γεωργίου Α΄, το Μεγαλόσταυρο Λεοπόλδου Β΄, το Χρυσό μετάλλιο του Πάπα Παύλου Στ΄, τον Χρυσό Σταυρό του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον Ταξιάρχη του τάγματος του Ιππέως της Μαδάρας, το παράσημο του Σταυρού Α΄ τάξεως του αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας. Διετέλεσε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (από το 1977), επίτιμος πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, Εταίρος της του Κέντρου Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Ομοσπονδίας Ελλήνων Επιστημόνων της Γερμανίας και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).