Δωρεάν μεταφορικά από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

Διεθνής Ημέρα Βουνού

Ο βιβλιοσκώληξ
Διεθνής Ημέρα Βουνού

Η 11η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως Διεθνής Ημέρα Βουνού, η οποία έχει ως στόχο να αναδείξει τη σημασία των βουνών για την ανθρώπινη ζωή. Τα βουνά δεν είναι μόνο πολύτιμα για την επιβίωση και την ευημερία του ανθρώπινου είδους, αλλά συνάμα και τόποι ψυχικής ανάτασης, που ανέκαθεν ασκούσαν ξεχωριστή γοητεία και ενέπνεαν την τέχνη και ιδίως τη ζωγραφική. Πάρα πολλοί καλλιτέχνες επέλεξαν ως θέμα τους τα βουνά, τις κορυφογραμμές και τους συχνά μεγαλειώδεις ορεινούς σχηματισμούς. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Χρόνης Μπότσογλου (1941–2022), ο οποίος παρουσίασε το 2016 στο Μέγαρο Εϋνάρδου μια σειρά έργων εμπνευσμένων από το βουνό που έβλεπε από το παράθυρο του σπιτιού του στο Πετρί της Λέσβου.

«Χτες βράδυ μ’ επισκέφτηκε “τ’ απέναντι βουνό”

στο όνειρό μου· είχε τρύπες, βράχια και χαράδρες άλλων

βουνών, κι ο αέρας του ήταν ψυχρός και σκούρος·

ωστόσο ήτανε το ίδιο το βουνό, και μ’ ανησύχησε αυτό,

γιατί κι εγώ, στον ίδιο τόπο, κάποιος άλλος ήμουνα,

σε χρόνο άλλο, πιο ακίνητο και πιο μεγάλο».

 

Στην έκθεση με τίτλο Απέναντι του βουνού, που διοργανώθηκε από το ΜΙΕΤ τον Οκτώβριο του 2016, παρουσιάστηκαν περίπου 110 έργα εμπνευσμένα από το συγκεκριμένο βουνό, τα οποία ολοκληρώθηκαν στην πλειονότητά τους την οκταετία 2008–2016, αν και το συγκεκριμένο θέμα απασχολούσε τον Μπότσογλου τουλάχιστον από το 1977, όπως φαίνεται από δύο έργα χρονολογημένα το 1977 και το 1978 κι όπως ο ίδιος ομολογεί στο βιβλίο του Το χρώμα της σπουδής (Αθήνα 2005, 44–45).

 

Στον ομότιτλο κατάλογο της έκθεσης ο Χρήστος Γ. Λάζος περιγράφει αναλυτικά την ιδιαίτερη σχέση του καλλιτέχνη με το συγκεκριμένο τοπίο και πώς αυτή ξεκίνησε:

«Η πρώτη συνάντηση του Χρόνη Μπότσογλου με το βουνό μάλλον δεν καταγράφηκε στη συνείδησή του ως αξιοσημείωτο συμβάν. Αυτό δείχνει ένα έργο ζωγραφισμένο πολλά χρόνια πριν από τη σειρά που έχει τίτλο Απέναντι του βουνού. Το σημείο θέασης είναι το εσωτερικό ενός δωματίου, με ξύλινο πάτωμα και ανοιχτό παράθυρο, με την κουρτίνα ανοιγμένη σαν αυλαία. Μπροστά από το παράθυρο είναι ακουμπισμένη μια πάνινη καρό βαλίτσα —κεντρικό θέμα του έργου—, που φαίνεται σαν να την άφησε εκεί πριν από λίγο ένας ταξιδιώτης. Μέσα από το παράθυρο φαίνεται ένα μέρος του βουνού και της πλαγιάς, που λειτουργεί ως βάθος πεδίου. Αυτή είναι η πρώτη παρουσία του βουνού στη δουλειά του Χρόνη, και ουσιαστικά περνάει απαρατήρητη, αφού είναι μόνο η θέα που βλέπει κανείς από το παράθυρο. Όμως το έργο ορίζει δύο σημεία —έναν τόπο κατοικίας και το αντικρινό βουνό— και ανοίγει την προοπτική μιας εν δυνάμει σχέσης.

 

Αυτό το βουνό δεν είναι ούτε φανταστικό ούτε ιδεατό. Είναι ένα πραγματικό βουνό, με ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες, βρίσκεται στη Λέσβο και είναι απέναντι από το Πετρί. Ο Χρόνης το βλέπει πρώτη φορά σαν ταξιδιώτης που φτάνει σε έναν καινούριο τόπο και ακόμα δεν ξέρει τι ρόλο θα παίξει στη ζωή και την τέχνη του. Δεν γεννήθηκε εκεί και δεν έχει από αυτόν τον τόπο ούτε μνήμες ούτε εμπειρίες. Οι σχέσεις του με το βουνό δεν είναι εξ αίματος, είναι εξ αγχιστείας.

 

Αλλά με τα χρόνια το βουνό θα αρχίσει να βαραίνει στη ζωή του, θα αρχίσει ανεπαίσθητα να ρίχνει τη σκιά του, να γεννάει οράματα και φαντασιώσεις και να αποκτά σιγά σιγά υπαρξιακές συντεταγμένες.

 

«Η εικόνα του αντικρινού βουνού

Ρίχνει βαριά πάνω μου τη σκιά της,

Κάνει τη μέρα μου ανταριασμένη και θολή».[1]

 

Αυτή είναι μια από τις πρώτες καταγραφές στις «Σελίδες ημερολογίου 2002–2011», που αναφέρονται στη σημασία που έχει αποκτήσει το βουνό. Για πολλά χρόνια όμως το βουνό είναι εκεί χωρίς ο Χρόνης να εστιάζει σε αυτό την προσοχή του, «χωρίς να το βλέπει», όπως λέμε συνήθως.

 

«Χρόνια κοιτάζω το βουνό που φαίνεται από το παράθυρό μου,

Σαν παρατηρητής τουρίστας που κάνει εδώ τις διακοπές του».

 

Όταν ένα απόγευμα στρέφει το βλέμμα προς το βουνό, από το ίδιο παράθυρο, αιφνίδια ανακαλύπτει ότι το βουνό έχει αλλάξει, ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει, ότι ο χώρος γύρω του υπερβαίνει την όραση. Το βουνό είναι ένα «όλον», όπως ο ίδιος ομολογεί, που το βλέμμα του δεν μπορεί να το αγκαλιάσει, δεν μπορεί να το ενοποιήσει σε μια εικόνα. Οι ποικίλες όψεις του βουνού, ο τρόπος που ξεδιπλώνεται και περιβάλλει το σημείο θέασης, οι αμέτρητες λεπτομέρειες με τις οποίες βομβαρδίζει την όραση ούτε προσφέρονται ούτε αφήνονται να μορφοποιηθούν. Η εμπειρία του είναι ανάλογη με εκείνη του Πετράρχη, βλέπει το βουνό για πρώτη φορά και μένει αποσβολωμένος, σαν ναρκωμένος. Θαυμάζει το μεγαλείο και τη διάρκεια του βουνού, τη δύναμη και τις βαθιές ρίζες του, υποπτεύεται ότι το βουνό έχει κάποιο νόημα που τον αφορά, αλλά κάθε προσπάθεια να το συλλάβει οδηγείται σε αποτυχία και τον αφήνει με την αρχική απορία: Πώς άλλαξε ξαφνικά το βουνό, πώς η αλλαγή του προκάλεσε αυτή την παράξενη τύφλωση;».

 

 

Φωτογραφία εξωφύλλου:
Χρόνης Μπότσογλου, Πρωινό με σκοτάδι (δίπτυχο: το βουνό, ο δρόμος), Ιούλιος 2010. Λάδι σε μουσαμά, 140 x 120 εκ., Καλλιτεχνική Συλλογή του ΜΙΕΤ

 

 

[1] Το απόσπασμα αυτό, καθώς και τα υπόλοιπα, που παρατίθενται χωρίς βιβλιογραφική αναφορά είναι από τις ανέκδοτες «Σελίδες ημερολογίου 2008-2011» του Χρόνη Μπότσογλου, που τις συγκέντρωσε υπό τον τίτλο Απέναντι του βουνού. Περιλαμβάνουν ποιήματα, πεζοτράγουδα και αφορισμούς, που αποτυπώνουν την πνευματική και ψυχική του κατάσταση όταν δούλευε τα έργα της ομότιτλης έκθεσης.

ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ