Ο χειρόγραφος κώδικας 105 της συλλογής ΙΠΑ, που δεν είναι ευρύτερα γνωστός, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παλαιογραφικό και ιστορικό, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για τη σχολική εκπαίδευση στη Σάμο στις αρχές του 19ου αιώνα.[1]
Ο κώδικας αγοράστηκε από το ΙΠΑ/ΜΙΕΤ το 2015, όπως αναφέρεται σε σημείωση με μολύβι στο τελευταίο παράφυλλο (ανάποδα): «Ἀγορὰ ΙΠΑ/ΜΙΕΤ 2015». Είναι μαθηματάριο και αποτελείται από 580 χαρτώα φύλλα και παράφυλλα (I–VΙΙ, 564, I–XXII), σε ανόμοια τεύχη διαφορετικής ποιότητας χάρτου, τα οποία έχουν συσταχωθεί και έχουν αριθμηθεί με μολύβι, από μεταγενέστερο χέρι, ανά δέκα φύλλα (1, 10, 20 … 250, 260, 270 κλπ.). Η εμπρόσθια πινακίδα έχει εκπέσει. Το χειρόγραφο περιέχει διάφορα διδακτικά κείμενα από την αρχαία ελληνική γραμματεία και είναι γραμμένο από διαφορετικά χέρια, που ανήκουν σε δασκάλους και μαθητές. Σε μερικές περιπτώσεις το χέρι του δασκάλου διορθώνει λάθη του μαθητή, επιτρέποντάς μας να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη διαδικασία και τη μέθοδο διδασκαλίας την εποχή εκείνη. (Πίν. 1)
Από ιστορικής πλευράς, το χειρόγραφο μας δίνει νέες πληροφορίες για τον ελληνοδιδάσκαλο και πολιτικό Μανουήλ Προβαταρίδη και την Κεντρική Σχολή της Σάμου, που από την ίδρυσή της (1837) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση των νέων του νησιού και όχι μόνο.[2] Οι ιδιόγραφες σημειώσεις του Προβαταρίδη μάς επιτρέπουν να ταυτίσουμε το χέρι του στο χειρόγραφο και να παρακολουθήσουμε την πορεία και σταδιοδρομία του ως δασκάλου. Κατ’ αρχάς, στο φ. 397r διαβάζουμε την ιδιόγραφη σημείωσή του που μας πληροφορεί για την ολοκλήρωση της αντιγραφής του κειμένου από τον ίδιο, καθώς και το βαθμό του «προπαιδευτή» που έφερε τον Ιούνιο 1838 στην Κεντρική Σχολή της Σάμου στην πρωτεύουσα του νησιού, τη Στεφανούπολη, όπως ονομαζόταν η πόλη του Λιμένα του Βαθέως μέχρι το 1850, προς τιμήν του πρώτου ηγεμόνα της Σάμου Στέφανου Βογορίδη:[3] «Τέλος τοῦ κατὰ Κτησιφῶντος λόγου τοῦ Αἰσχίνου. Εἴληφε πέρας διὰ χειρὸς ἐμοῦ Μανουὴλ τὴν 23ην Ἰουνίου 1938: Ἐν Στεφανουπόλει Σάμου ὁ προπαιδευτὴς Μ. Προβαταρίδης». (Πίν. 2)
Προχωρώντας στην ανάγνωση του μαθηματαρίου, στο φ. 491v, δεύτερη ιδιόχειρη σημείωση του Προβαταρίδη μάς πληροφορεί το τέλος της αντιγραφής ή μάλλον διδασκαλίας του κειμένου, προσθέτοντας την προαγωγή του σε υποδιδάκαλο: «Ἐτελειώσαμεν ταύτην τὴν μυθοπλασίαν εἰς τὴν 5ην Ἀπριλλίου 1840 ὁ ὑποδιδάσκαλος τῆς ἐν Στεφανουπόλει Σάμου Κ<εντρικῆς> Σχολῆς Μ. Προβαταρίδης». Παράλληλα, ένα διαφορετικό, επικλινές και εξαιρετικά καλλιγραφικό χέρι, που πιθανόν να μην ανήκει στον Προβαταρίδη, δικαιολογεί πιο κάτω τον γρήγορο και συχνά δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα, καθώς και μερικές ανορθογραφίες: «Αἱ ἐξηγήσεις αὗται ἐγράφησαν μὲ μεγίστην ταχύτητα, διὰ τοῦτο εἶναι πολὺ κακογραμμέναι, καὶ εἴς τινα χωρία ἀδιόρθωτα, ἐν καιρῷ ὅμως θέλουν λάβειν τὰ ἀπαιτούμενα. Μ. Προβαταρίδης». (Πίν. 3)
Σε τρίτο ιδιόγραφο σημείωμα, στο φ. 531v, ο Προβαταρίδης υπογράφει πάλι ως υποδιδάσκαλος της Κεντρικής Σχολής τον Ιούνιο 1840: «Εἴληφε πέρας παρ’ ἐμοῦ τοῦ Μανουὴλ ὑποδιδασκάλου τῆς Κεν<τρικῆς> Σχολῆς παρ’ Ἰγνατίῳ. Τὴν 8ην Ἰουνίου 1840. Ἐν Στεφανουπόλει Σάμου Μ. Προβαταρίδης». (Πίν. 4) Ο Προβαταρίδης πρέπει να αναφέρεται εδώ στον ιερομόναχο και δάσκαλο Ιγνάτιο, παρατηρητή των σχολείων και διευθυντή των σχολικών ιδρυμάτων που εξαρτόνταν από τις μονές του νησιού. Ο Ιγνάτιος ήταν σχολάρχης της Κεντρικής Σχολής, διορισμένος από τον Ηγεμόνα, ενώ η Σχολή τελούσε υπό την επίβλεψη του αδελφού του Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Θεοδοσίου.[4] Η Σχολή ήταν στελεχωμένη με δυο διδασκάλους, της ελληνικής φιλολογίας και των επιστημών και της γαλλικής γλώσσας.[5]
Ένα μήνα αργότερα, στο φ. 555r, ο Προβαταρίδης μνημονεύει το τέλος της διδασκαλίας του κειμένου: «Ἐτελειώσαμεν ταύτην τὴν μυθοπλασίαν κατὰ τὴν πέμπτην τοῦ Ἰουλίου. Τὴν 5ην Ἰουλίου 1840. Ἐν Στεφανουπόλει Σάμου Μ. Προβαταρίδης», ενώ προσθέτει και το όνομα του δημάρχου της πόλης: «ἡ Δημαρχία Στεφανουπο<λεως> Δημάρχου … αὐτοῦ Γ. Ἰωαννίδη Δημαρχία». (Πίν. 5)
Σε άλλο ιδιόχειρο σημείωμα, στο φ. 555v, αναφέρει τη διδασκαλία του Αισχύλου και του Ησίοδου και την πιθανή παύση των εργασιών του σχολείου: «Ἐτελειώσαμεν τὸν Αἰσχύλον κατὰ τὴν 5ην Ἰουλίου καὶ ἀρχίσαμεν τὸν Ἡσίοδον κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ αὐτοῦ· καὶ ἴσως τὸ ἐρχόμενον Σάββατον θέλομεν κάμειν παύσίν τῶν ἐργασιῶν. Τὴν 6ην Ἰουλίου 1840. Ἐν Στεφανουπόλει Σάμου Μ. Προβαταρίδης». (Πίν. 6)
Διάφορα χέρια που έχουν αντιγράψει κείμενα, όπως είπαμε, και έχουν δοκιμάσει την κάλαμο στο μαθηματάριο πρέπει να ανήκουν σε μαθητές του Προβαταρίδη. Οι σημειώσεις των μαθητών, τόσο από άποψη γραφικού χαρακτήρα όσο και από άποψη περιεχομένου, είναι ενδεικτικές του επιπέδου τους, ενώ οι διορθώσεις και παρατηρήσεις του δασκάλου τους δείχνει το βάρος που δίνει και τη μέθοδο που ακολουθεί ο Προβαταρίδης στη διδασκαλία των αρχαίων κειμένων. Γνωρίζουμε ότι στην Κεντρική Σχολή ακολουθούσαν την αλληλοδιδακτική μέθοδο, κατά την οποία οι πιο ικανοί και προχωρημένοι μαθητές των ανώτερων τάξεων, που καλούνταν «πρωτόσχολοι», εκτελούσαν καθήκοντα δασκάλου.[6] Ένας τέτοιος «πρωτόσχολος» φαίνεται να ήταν και ο Μανουήλ Δημητριάδης, ο οποίος αντέγραψε (με ανοικτότερο μελάνι) Δημοσθένη, σημειώνοντας την ημέρα που ολοκλήρωσε το κείμενο των Ολυνθιακών Λόγων Α΄–Γ΄ (φφ. 210–224) στο φ. 224r: «Τέλος τοῦ Τρίτου Ὀλυν(θιακοῦ) εἰς τὰς δεκατρεῖς τοῦ Ἰουνίου 1832 ἡμέρα Τρίτη. Εἴληφεν πέρας διὰ χειρὸς ἐμοῦ Μανουὴλ Δημητριάδου ὁ Λόγος τοῦ Τρίτου Ὀλυνθιακοῦ εἰς τὰς δεκατρεῖς Ἰουνίου 1832 ἡμέρα Τρίτη». (Πίν. 7)
Συνεχίζοντας, ο Δημητριάδης αντέγραψε τον Κατά Φιλίππου Λόγο Α΄ του Δημοσθένη (φφ. 210–241v), προσθέτοντας δεύτερη σημείωση στο τέλος (φ. 241v): «Εἴληφεν πέρας διὰ χειρὸς ἐμοῦ Μανουὴλ Δημητριάδους ὁ τοῦ Δημοσθένους λόγος, τῇ 15ῃ Σεπτεμβρίου 18 1832». Τη σημείωση αυτή επαναλαμβάνουν, εκ πρώτης όψεως, τρία διαφορετικά χέρια, συμπεριλαμβανομένου και του Προβαταρίδη, αναφέροντας «καὶ τόδε σὺν τοῖς ἄλλοις πέφυκε κτῆμα Μανουὴλ Προβαταρίδου» (πβ. φφ. 284v, 492v), χωρίς να καθίσταται σαφές αν εννοείται η κυριότητα αυτού και άλλων μαθηματαρίων ή διδακτικών κειμένων, ενώ προστίθεται με υπερηφάνεια «ἄξιος σπουδῆς καὶ μαθήματος». (Πίν. 8)
Στο κάτω αριστερά περιθώριο του ίδιου φύλλου (241v) ο Προβαταρίδης προσθέτει (ανάποδα και καθέτως) τη σημείωση «Comment avez vous ces [jours] passez aujourd’hui J. Kolettis», που αφορά δίχως αμφιβολία τον σημαίνοντα Ηπειρώτη πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη, ιδρυτή του Γαλλικού Κόμματος και αργότερα πρωθυπουργό της Ελλάδος (1834–1835 και 1844–1847), στον οποίο είχε ανατεθεί από την Ελληνική Πολιτεία ήδη από τις 11/23 Μαΐου 1828 η διοίκηση της επαρχίας των νήσων Σάμου, Ικαρίας, Φούρνων, Πάτμου, Λειψών, Λέρου και Καλύμνου. (Πίν. 9)
Γνωρίζουμε ότι ο Ιωάννης Κωλέττης διορίστηκε την περίοδο ανάμεσα στον Φεβρουάριο του 1829 και την άνοιξη του 1830 ως Έκτακτος Επίτροπος Ανατολικών Σποράδων Σάμου, Λέρου, Πάτμου, Καλύμνου και Ικαρίας. Ο ίδιος έπαιξε πρώτιστο και ιδιοτελή ρόλο στη διευθέτηση του σαμιακού ζητήματος μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (Φεβρουάριος 1830), χωρίς όμως να συμπεριληφθεί η Σάμος στην επικράτειά του.[7] Σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την εύνοια της κοινής γνώμης έναντι του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Κωλέττης συμφώνησε το νησί να τεθεί υπό καθεστώς φόρου υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη, χωρίς να διατηρεί οθωμανικό στρατό στο έδαφός του. Οι εξελίξεις τον διέψευσαν, κι έτσι ανακλήθηκε στην Ελλάδα. Μετά το διορισμό του ως υπουργού των Στρατιωτικών και την εκλογή του από την Εθνοσυνέλευση του Άργους ως γερουσιαστή, ο Κωλέττης έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα για την παιδεία και την εκπαίδευση στη Σάμο, με την ίδρυση τυπογραφείου, την οικονομική, υλική και τεχνική υποστήριξη των σχολείων και τη στελέχωσή τους με δασκάλους.
Ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, στο κάτω τμήμα του φύλλου 555v, η αρχή προσχεδίου επιστολής απευθυνόμενης στον Επίτροπο (Μανουήλ Σεμελά)[8] του Πρίγκιπα της Σάμου (Στέφανου Βογορίδη)[9], την οποία έχει συντάξει ιδιοχείρως ο Προβαταρίδης: «Πρὸς τὸν Ἐκλαμπρότατον Ἐπίτροπον τῆς Αὐ(τοῦ) Ὑψηλότητος τοῦ Πρίγκηπος τῆς Σάμου» (πβ. φ. 482r), επισημαίνοντας ότι: «Ἐγκλείεται ὑπ’ ἀριθ. 3991 προκήρυξις τῆς Διοικήσεως τὴν ὁποίαν παραγγέλεται ἡ Δημαρχία αὕτη, ὅπως δημοσιεύσῃ καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν πρὸς γνῶσιν τῶν συνεγχωρίων της· ὁ Ἐπίτροπος κτλ. Τὴν 15ην Ἰουλίου 1840, Ἐν Στεφανουπόλει Σάμου Μ. Προβαταρίδης» και συνεχίζοντας: «Ὁ Ἐπίτροπος τῆς Αὐ(τοῦ) Ὑψηλότητος τοῦ Πρίγκηπος διὰ ταύτην … τὴν … Αὐ(τοῦ) Ὑψηλότητα τοῦ Πρίγκηπος. Διὰ τὸ πρὸς τὴν Δημαρχίαν τῆς Κωμοπόλεως Βαθέως». Προσθέτει καθέτως στο αριστερό περιθώριο της σελίδας: «λαβεῖν δοῦναι ἐξεδόθη μοι ἵνα λαμβάνω τὸ περὶ ἀντιγραφῆς καὶ δικαίωμα λαβεῖν δοῦναι», αναφερόμενος στην αμοιβή και στα δικαιώματά του για την αντιγραφή του εγγράφου. Το περιεχόμενο της επιστολής και προκήρυξης που αφορά τη Δημαρχία του Βαθέος —αν ποτέ ολοκληρώθηκε και απεστάλη— παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστο. Το βέβαιο είναι ότι χρονολογικά προηγείται της επιστολής του Βογορίδη προς τον Σεμελά (23 Οκτωβρίου 1840) σε απάντηση της αναφοράς του για τις ταραχές στο Βαθύ και τη Στεφανούπολη,[10] αλλά και της αναφοράς των Σαμίων προς τον Σουλτάνο (3 Νοεμβρίου 1840) στην οποία καταγγέλλουν τον Βογορίδη ως υπαίτιο των δεινών που αντιμετωπίζουν.[11]
Ας δούμε όμως, μέσα από τις μαρτυρίες αυτές που συναντούμε στον κώδ. 105 της Συλλογής ΙΠΑ/ΜΙΕΤ, το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έδρασε και αναδείχτηκε ο Προβαταρίδης ως δάσκαλος και πολιτικός. Με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1453) οι κάτοικοι της Σάμου εγκατέλειψαν το νησί για να εγκατασταθούν κυρίως στη Χίο και στη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα το νησί να ερημωθεί και να μείνει απροστάτευτο στις επιδρομές των πειρατών. Από τα μέσα του 16ου αιώνα, με την προτροπή και την προστασία του Οθωμανού ναυάρχου Κιλίτζ Αλή πασά (1519–1587) και με σχετικό φιρμάνι με το οποίο ο σουλτάνος παραχωρούσε στους κατοίκους της Σάμου προνόμια, εγκαθίστανται στο νησί ομογενείς από άλλες περιοχές. Με τα χρόνια ο χριστιανικός πληθυσμός αυξάνεται, ενώ, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Βακιρτζής, «πλήν του Αγά και του Καδή και των υπ’ αυτούς υπαλλήλων και ζαπτιέδων, ουδείς άλλος Οθωμανός ευρίσκετο εν τη νήσω».[12] Καθιερώνεται στο νησί ένα είδος δημοκρατικού πολιτεύματος, που παρείχε στους κατοίκους του αυτονομία εντός τους οθωμανικού κράτους.[13]
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, η Σάμος συμμετείχε, υπό την ηγεσία του ικανού πολιτικού και στρατηγού της Λυκούργου Λογοθέτη (πραγματικό όνομα Γεώργιος Παπλωματάς, 1772–1850),[14] συνδέοντας τον αγώνα για την ελευθερία με αυτόν για την κοινωνική ισότητα. [15] Η Σάμος, παρά τη γενναία προσφορά της στην Επανάσταση, δεν εντάχθηκε τελικά στην επικράτεια του ελληνικού βασιλείου. Ενώθηκε διοικητικά με την Ελλάδα (1828-1830) με την αποστολή στη Σάμο του Ιωάννη Κωλέττη αλλά ανταλλάχτηκε με την πλησιέστερη στο νεοσύστατο βασίλειο, Εύβοια. Η μη ένταξη στην Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα του πολέμου αλλά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Αγγλίας.[16] Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) ανακηρύχθηκε αυτόνομη επαρχία υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Στο ίδιο πνεύμα ακολουθούν και η Συνθήκη του Λονδίνου (7 Μαΐου 1832) και η Πράξη της Κωνσταντινούπολης (21 Ιουλίου 1832).[17] Αντιδρώντας μαζικά σε αυτή την απόφαση, οι κάτοικοι του νησιού απαίτησαν την ανεξαρτησία τους και την ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 5 Ιουνίου 1830 εγκαθιδρύεται από τον Λυκούργο Λογοθέτη η ανεξάρτητη «Ελληνική Πολιτεία της Σάμου», χωρίς ωστόσο να λείπουν οι εντάσεις, τις οποίες προκάλεσαν οι εσωτερικές διαμάχες και η αποστολή στη Σάμο διοικητών από το Βασίλειο της Ελλάδος, που διαφωνούσαν μαζί του.[18] Στις 10 Δεκεμβρίου 1832 εκδίδεται από τον σουλτάνο η Οργανική Διάταξη, ο καταστατικός χάρτης της Ηγεμονίας, που δεν εξασφάλιζε πολιτική ανεξαρτησία, αλλά μια μορφή εξαρτημένης αυτονομίας. Πρώτος ανώτατος άρχοντας, Ηγεμόνας και Πρίγκιπας, διορίζεται ο Στέφανος Βογορίδης (1834–1850), ο οποίος θα διοικήσει το νησί απολυταρχικά και με ιδιοτέλεια μέσω επιτρόπων του (επισκέφτηκε το νησί μονάχα μία φορά!).[19] (Πίν. 13)
Μια άλλη διάσταση της ιστορίας Σάμου, αυτή τη φορά οικονομικής υφής, μας δίνει μια σημείωση που αφορά τη ναυσιπλοΐα (φ. 9v): «Ἀφοῦ ἐθεωρήθη, ἀναχωρεῖ ἐντεῦθεν μὲ ἐλευθέραν κοινωνίαν διὰ τὰ πέριξ τῆς νήσου Σάμου, ἔχων ναῦτας σὺν τῷ ἰδίῳ πλοιάρχῳ τέσσαρας ἀριθμὸν 4 ἐπιβάτην μηδένα, φορτίον ἅλας».[20] Σχετικοί είναι και κάποιοι υπολογισμοί στα φφ. 301r και 305r.
Ας κλείσουμε τη σύντομη περιήγησή μας στον κόσμο της Σάμου και του Μανουήλ Προβαταρίδη με μερικές ευχάριστες νότες: τα σκίτσα ενός καραβιού, γλαστρών και δέντρου (φ. 329v), το σημείωμα «Ἡ Κωμόπολίς μας χαίρει ἄκραν ὑγείαν. Τὴν 2αν Ἀπριλλίου 1841. Ἐν Στεφανουπόλει Σάμου ὁ ὑγειαιόμενος Δ.» (φ. 9v) και την υπογραφή του πρωταγωνιστή μας με λατινικά στοιχεία στο φ. 156v: «Manouil Provataridis Provataridis».
Ευχαριστώ την Αλεξία Ορφανού, τον Ιορντάν Ζέλεφ και την Μαρία Γιουρούκου για τη βοήθειά τους, καθώς και τους συναδέλφους της Βιβλιοθήκης του ΕΛΙΑ.
Φωτογραφία εξωφύλλου:
Το Βαθύ Σάμου [Πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ]
Μαρία Λίτινα, ΙΠΑ/ΜΙΕΤ
[1] Βλ. γενικά Π. Διακογιάννης, Η παιδεία στη Σάμο από την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα, Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1989·. Α. Ορφανού, «Το θεσμικό πλαίσιο και η ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής εκπαίδευσης στη Σάμο την περίοδο της Ηγεμονίας», διδ. διατρ., Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Σχολή Παιδαγωγική Φλώρινας, 2012.
[2] Χ. Λάνδρος, «Η εκπαίδευση στη Σάμο στη διάρκεια της Ηγεμονίας. Το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο»: http://gak.sam.sch.gr/Tekm-Mhna/pythagoreio.pdf. Ύστερα από τη μεταρρύθμιση του σχολικού συστήματος το 1851 από τον μετέπειτα ηγεμόνα του νησιού Γ. Κονεμένο (1849–1854) η Κεντρική Σχολή μετονομάστηκε σε Πυθαγόρειο Γυμνάσιο (1854). Βλ. Τ. Ε. Ευαγγελίδης, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τ. 2, Αθήνα: Τύποις Α. Π. Χαλκιοπούλου, 1936, 66–69.
[3] Για τον Στέφανο Βογορίδη, βλ. ενδεικτικά Ε. Ι. Σταματιάδης, Σαμιακά, ήτοι Ιστορία της νήσου Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τ. 3, Σάμος: Εκ του Ηγεμονικού Τυπογραφείου, 1882, 12–198· Α. Αλεξανδρής, «Οι Έλληνες στην υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1850-1922», Δελτίο Ιστορικής Ελληνικής Εθνολογικής Εταιρείας 23 (1980), 365-404. Y. Zhelev, «Родът Богориди. Генеалогия и история» [Η οικογένεια Βογορίδη. Ιστορία και γενεαλογία], διδ. διατρ., Πανεπιστήμιο Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδος», Τμήμα Ιστορίας, 2005· Χ. Φιλίου, Βιογραφία μιας αυτοκρατορίας. Κυβερνώντας Οθωμανούς σε μια εποχή επαναστάσεων, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2021.
[4] Διακογιάννης, ό.π., 244–247· Ορφανού, ό.π., 624.
[5] Για την ίδρυση της Κεντρικής Σχολής και την κατάσταση των σχολείων στην Σάμο τα πρώτα χρόνια της Ηγεμονίας Βογορίδη βλ. Ορφανού, ό.π., 22-25.
[6] Διακογιάννης, ό.π., 58–59.
[7] Γ. Δημητριάδης, Ιστορία της Σάμου, Χαλκίδα: Εκ του Τυπογραφείου Ευρίπου, 1866, 97–142.
[8] Σταματιάδης, ό.π., 47.
[9] Βλ. σημ. 3.
[10] Σταματιάδης, ό.π., 55–58.
[11] Σταματιάδης, ό.π., 50–55.
[12] Ι. Δ. Βακιρτζής, Ιστορία της Ηγεμονίας της Σάμου 1834–1912, Αθήνα: Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Σάμου, 2005, 57.
[13] Βακιρτζής, ό.π., 57.
[14] Μ. Β. Σακελλαρίου, Ένας συνταγματικός δημοκράτης ηγέτης κατά την Επανάσταση του ’21. Ο Γ. Λογοθέτης Λυκούργος της Σάμου (1772–1850), Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014.
[15] Βακιρτζής, ό.π., 57.
[16] Ορφανού, ό.π., 7.
[17] Δημητριάδης, ό.π., 61–62
[18] Μ. Γ. Βαρβούνης, Το όραμα της ελευθερίας στη σαμιακή κοινωνία (1800–1912), Αθήνα: Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Σάμου, 2008, 25–26.
[19] Βλ. σημ. 3.
[20] Ε. Κούτρα, «Η οικονομική ζωή της Σάμου, 19ος–αρχές 20ού αιώνα», πτυχ. εργ., ΤΕΙ Πελοποννήσου, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, 2016.