Γενικώς είμαι της γνώμης πως, εάν επέλεξαν την Αθήνα, όπως φαίνεται, μόνο λόγω του ονόματός της και των φημισμένων αρχαιοτήτων της –διότι το κλίμα της είναι άκρως ανθυγιεινό[4] και η θέση της δεν πλεονεκτεί έναντι άλλων ούτε από αμυντική ούτε από εμπορική άποψη-, τότε οπωσδήποτε διέπραξαν μεγάλο σφάλμα. Το να περικυκλωθούν οι αρχαιότητες των Αθηνών από μια σύγχρονη μεγαλούπολη, και μάλιστα με τον ακαλαίσθητο τρόπο με τον οποίο έχει ξεκινήσει εδώ η δόμηση, ασφαλώς δεν πρόκειται να τις καταστήσει ούτε ρομαντικότερες ούτε πιο αξιοσέβαστες. Το αλλοτινό βάρβαρο χωριουδάκι των Τούρκων δημιουργούσε τουλάχιστον χτυπητή αντίθεση και, με την άναρχη, ανατολίτικη όψη του και τη φασματική λευκότητά του, εναρμονιζόταν κατά κάποιον τρόπο με τα θεσπέσια ερείπια. Ο τωρινός οικισμός όμως, που, με τόσο στείρα βιομηχανική τελειότητα, δεν ξέρει άλλο από το να τολμά να μιμείται αηδιαστικά τις αρχαιότητες, μοιάζει να έχει μοναδικό προορισμό του να καταδεικνύει ad oculos [οφθαλμοφανώς] πως εκεί όπου άλλοτε κατοικούσαν γίγαντες τώρα κατοικούν πυγμαίοι. Αδύνατο σήμερα να αναφωνήσεις, μαζί με τον Λύσιππο: «Όποιος δεν επιθυμεί να δει την Αθήνα είναι βλάκας· όποιος την είδε, άλλα δεν μαγεύτηκε, ακόμη πιο βλάκας· απ’ όλους όμως πιο βλάκας είναι εκείνος που, ενώ τον μάγεψε, μπόρεσε να την αφήσει!».[5]
Εντούτοις δεν είναι παράλογη η ελπίδα πως τουλάχιστον το νέο ανάκτορο, χωροθετημένο εκτός Αθηνών, στους πρόποδες του Λυκαβηττού (εκεί όπου, παραδόξως, ήταν άλλοτε η σχολή των κυνικών),[6] θα αποτελέσει τιμητική εξαίρεση. Η Αυτού Μεγαλειότητα είχε την καλοσύνη να μου στείλει τον καθηγητή κύριο Γκαίρτνερ, τον εξαίρετο αρχιτέκτονα του βασιλιά της Βαυαρίας, ο οποίος συνόδευσε την Αυτού Μεγαλειότητα στην Ελλάδα, για να μου δείξει τα σχέδια αυτού του οικοδομήματος. Παρότι συντάχθηκαν με πάρα πολύ μεγάλη σπουδή, μου φάνηκε πως η αξιοπρεπής και απλή μορφή του κτιρίου είναι προϊόν μέγιστης περίσκεψης και πρακτικής πείρας και ανταποκρίνεται σε όλες τις ανάγκες μιας κατοικίας αυτού του είδους. Επί τη ευκαιρία η Αυτού Μεγαλειότητα μου έστειλε και το ιδιοφυές σχέδιο του Σίνκελ, που συνδυάζει τα νέα ανάκτορα με μια αναστήλωση της Ακρόπολης. Πρόκειται για μια θαυμάσια, μαγευτική εικόνα, αλλά για την υλοποίησή της ο Σίνκελ θα έπρεπε να στείλει, μαζί με τα σχέδια, τόσο τα πνευματικά όσο και τα υλικά τάλαντα που είχε στη διάθεσή του ο Περικλής. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση ίσως θα έπρεπε να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες θυσίες στο βωμό της άνεσης απ’ όσο θα άρμοζε σε κτίριο κατοικίας, πράγμα που οι ίδιοι οι αρχαίοι δεν το παρέβλεπαν ποτέ. Η θέση που επιλέχτηκε τελικά είναι από την άποψη αυτή ασφαλώς η καλύτερη, εξασφαλίζοντας πανοραμική θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα· στα αριστερά τους τα ανάκτορα έχουν τη θάλασσα, μπροστά τους, σέ κάποια απόσταση, την πόλη, δεξιά τον οξυκόρυφο κώνο του Λυκαβηττού και στα νοτιοανατολικά την κυανή ράχη του Υμηττού. Επιπλέον διαθέτουν αρκετό χώρο γύρω τους για εκτεταμένους κήπους, κι έτσι το κτίριο των ανακτόρων, όταν θα έχει αποπερατωθεί, θα είναι σίγουρα τόσο μια χαριτωμένη κατοικία όσο και ένα πολύτιμο κόσμημα για την Αθήνα. Με τρόμο πληροφορήθηκα ότι οι κίονες του προστώου πρόκειται να είναι πλινθόκτιστοι, γιατί ο δρόμος προς το κοντινό Πεντελικό δεν είναι πλέον αμαξιτός! Ελπίζω ότι κανένας δεν θα θελήσει να πάρει πάνω του το κρίμα μιας τέτοιας παρωδίας.
Χέρμαν φον Πύκλερ-Μούσκαου, Τα πάθη μου στην Ελλάδα, μτφρ. Τούλα Σιετή, επιμ.-σχόλ. Γιώργος Διαμάντης, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2021, 142–144.
Φωτογραφία κάτω από τον τίτλο: Πανοραμική άποψη της Αθήνας από το Λόφο των Νυμφών, την εποχή της επίσκεψης του Πύκλερ-Μούσκαου. Τα ανάκτορα (η σημερινή Βουλή) δεν έχουν αρχίσει να χτίζονται, ενώ στο κέντρο διακρίνεται ο πύργος με το περιβόητο ρολόι του Έλγιν και αμέσως αριστερά του ο ογκώδης Στρατώνας του Πεζικού. [Πηγή: F. Stademann, «Panorama von Athen», Μόναχο: Dr. Franz Wild’sche Buchdruckerey, 1841, πίν. 10]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το πρώτο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (1834–1836), στη συμβολή των οδών Μακρυγιάννη και Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το πρώτο εν γένει νοσοκομείο της χώρας και το πρώτο επιβλητικό κτίριο της Αθήνας, ανατέθηκε στον λοχαγό του μηχανικού Βίλχελμ φον Βάιλερ. Ο βαρόνος Βίλχελμ φον Βάιλερ (Wilhelm Anton Ignaz Philipp Leopold Aloys Ritter Freiherr von Weiler) γεννήθηκε στο Μάνχαϊμ στις 21 Δεκεμβρίου 1809 ή, το πιθανότερο, στις 20 Ιουνίου 1807 και πέθανε στην Καρλσρούη στις 17 Απριλίου 1878. Ο Βάιλερ ήταν ο πρώτος αρχιτέκτονας του Δήμου Αθηναίων, από το 1833 έως το 1835, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Φραντς Στάουφερτ. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην πρωτεύουσα, εκτός από την ανέγερση του Στρατιωτικού Νοσοκομείου, ανέλαβε να μεταφέρει τα αρχικά σχέδια της Αθήνας των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, καθώς και του Κλέντσε, σε δύο τοπογραφικές αποτυπώσεις της πόλης, προκειμένου να τα προσαρμόσει στην υφιστάμενη κατάσταση. Όσον άφορα τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του Στρατιωτικού Νοσοκομείου, που ο Πύκλερ-Μούσκαου τον αποκαλεί «ελληνοενετικό» (im venezianisch-griechischen Stil), ο Βάιλερ φαίνεται να επηρεάστηκε από τον γερμανικό νεορομαντισμό και συγκεκριμένα από το λεγόμενο Rundbogenstil, που χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό βυζαντινών, ρομανικών και αναγεννησιακών αρχιτεκτονικών στοιχείων. Η θετική κρίση που εκφράζεται στο κείμενο είναι ενδεικτική και για τις αισθητικές αντιλήψεις του ίδιου του συγγραφέα.
[2] Ο στρατώνας (Καζάρμα) χτίστηκε το 1835 στο χώρο του πρώην Βοεβοδαλικίου, δηλαδή στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Το 1835 χτίστηκαν επίσης το (σχεδιασμένο πιθανότατα από τον Εδουάρδο Σάουμπερτ) Βασιλικόν Νομισματοκοπείον και Σφραγιστήριον Αθηνών, στη βορειοανατολική πλευρά της σημερινής πλατείας Κλαυθμώνος (προς την οδό Σταδίου), και οι Βασιλικοί Στάβλοι, στο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Σταδίου, Αμερικής, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, το όποιο καταλαμβάνει σήμερα το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (πολυκατάστημα attica). Όσον αφορά το Υπουργείο Στρατιωτικών και Ναυτικών (Kriegs- und Marineministerium), για το οποίο γίνεται λόγος στο κείμενο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο A. I. Κλάδος, Εφετηρίς (Almanach) του Βασιλείου της Ελλάδος, διά το έτος 1837, Αθήνα 1837, 116 αναφέρει ως έδρες των Γραμματειών της Επικράτειας επί των Ναυτικών και επί των Στρατιωτικών –όπως ονομάζονταν τότε τα υπουργεία–, αντιστοίχως, την οικία Κουτζαλέξη (υφίσταται και σήμερα, στη συμβολή Μνησικλέους 18 και Διογένους 12) και την οικία Πιστόλα. Σε μια άλλη πηγή της ίδιας περιόδου, στο J. Α. Mayer, Auszug aus meinem Tagebuche während meines dreijährigen Aufenthaltes in Griechenland, Ottobeuren 1838, 108, όπου καταγράφονται τα αξιολογότερα δημόσια κτίρια των Αθηνών, γίνεται μνεία και του Υπουργείου Στρατιωτικών, για το οποίο αναφέρεται ότι προς το παρόν δεν αποτελούσε ιδιοκτησία του κράτους, άλλα ανήκε σε δύο Ιταλούς, τους Λεονάρντο και Πιστόλα. Τα δύο αυτά πρόσωπα τα συναντάμε την ίδια εποχή και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 1, 18/30 Ιανουάριου 1836, 4, σε μια λίστα δωρητών προς το δημόσιο. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «οι κ. I. Πιστόλας [J. Pistolas] και Α. Λεονάρδος [Α. Leonardos] αφιέρωσαν προς πλουτισμόν του Εθνικού Μουσείου … αρχαιότητας, ευρεθείσας εις τα θεμέλια της εις Αθήνας οικίας των». Το γεγονός ότι ο Πύκλερ-Μούσκαου κάνει λόγο ουσιαστικά για ένα κοινό υπουργείο υποβάλλει την εντύπωση πως εννοεί μάλλον την έδρα του Γραμματέως της Επικράτειας επί των Στρατιωτικών Κρίστιαν φον Σμαλτς, ο οποίος, μέχρι να διοριστεί ο Αντώνιος Κριεζής Γραμματεύς επί των Ναυτικών στις 13/25 Φεβρουάριου 1836, είχε αναλάβει προσωρινώς και τις δύο Γραμματείες. Η ακριβής θέση του Υπουργείου σημειώνεται στο σκαρίφημα του Τζωρτζ Κόχραν με τίτλο «Plan of the New City of Athens, from a design in the Office of the Minister of the Interior», το οποίο είχε επισυναφθεί στον δεύτερο τόμο του έργου του Περιπλανήσεις στην Ελλάδα (G. Cochrane, Wanderings in Greece, τ. 1–2, Λονδίνο 1837). Στο σκαρίφημα αυτό το Υπουργείο Στρατιωτικών και Ναυτικών («Minister of War & Marine») τοποθετείται στη συμβολή των οδών Αδριανού και Αιόλου, απέναντι από το Ξενοδοχείο Αίολος και πολύ κοντά στην Καζάρμα. Όσον άφορα τέλος τη συνοικία του Βερολίνου Μοαμπίτ, η όποια οφείλει το όνομά της, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στους ουγενότους που κατέφυγαν εκεί στις αρχές του 18ου αιώνα και αποκαλούσαν την περιοχή Terre de Moab, δηλαδή Γη του Μωάβ, ήταν, την εποχή που έγραφε ο Πύκλερ-Μούσκαου, ένα λαϊκό προάστιο, κατοικημένο κυρίως από τις φτωχές εργατικές τάξεις της πρωσικής πρωτεύουσας.
[3] Εννοεί το Ωρολόγιο του Ανδρονίκου Κυρρήστου, δηλαδή τους γνωστούς Αέρηδες, στο ανατολικό άκρο της Ρωμαϊκής Αγοράς.
[4] Το περίφημο για την ξηρότητά του κλίμα των Αθηνών χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα ως «άκρως ανθυγιεινό» διότι, όταν επισκέφτηκε την πόλη το 1836, το λεκανοπέδιο μαστιζόταν ακόμη από ελώδεις πυρετούς, που οφείλονταν στις αναθυμιάσεις του αλιπέδου του Φαλήρου. Οι δύο χείμαρροι Κηφισός και Ιλισός δεν είχαν τότε διέξοδο προς τη θάλασσα, κι έτσι το νότιο τμήμα του Ελαιώνα, στις σημερινές περιοχές του Μοσχάτου και του Νέου Φαλήρου, ήταν τόπος βαλτώδης και πηγή μιασμάτων.
[5] Ελεύθερη απόδοση των στίχων που αποδίδονται στον Λύσιππο και παρατίθενται στο αποσπασματικά σωζόμενο έργο Περί των εν τη Ελλάδι πόλεων του Ηρακλείδη του Κριτικού, ο οποίος περιηγήθηκε την Ελλάδα στις παραμονές του Χρεμωνίδειου Πολέμου (267–261 π.Χ.). Οι στίχοι στο πρωτότυπο έχουν ως έξης: «Εἰ μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας, στέλεχος εἶ· / εἰ δὲ τεθέασαι, μὴ τεθήρευσαι δ’, ὄνος· / εἰ δ’ εὐαρεστῶν ἀποτρέχεις, κανθήλιος» (fr. I, 5 ed. Pfister).
[6] Η «σχολή των κυνικών» είναι το γυμνάσιο του Κυνοσάργους, όπου δίδασκε ο ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής των κυνικών Αντισθένης. Όσον άφορα τη θέση του γυμνασίου στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ο συγγραφέας υιοθετεί μια παλαιότερη άποψη, την οποία υποστήριζε και ο Ληκ (W. M. Leake, The Topography of Athens, with Some Remarks on its Antiquities, Λονδίνο 1821, 150). Σήμερα πλέον είναι γνωστό ότι το γυμνάσιο βρισκόταν στον Ιλισό, νοτίως του Ολυμπιείου, κοντά στην Καλλιρρόη (I. Τραυλός, «Το Γυμνάσιου του Κυνοσάργους», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 3 [1970], 6–14). Τα σχόλια του Πύκλερ- Μούσκαου για το σημείο όπου χτίζονταν τα ανάκτορα μεταφέρουν τον απόηχο των αρχικών προβληματισμών και αμφιταλαντεύσεων γύρω από τη βέλτιστη χωροθέτησή τους. Οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ είχαν προβλέψει ως χώρο για τα ανάκτορα την περιοχή της Ομόνοιας. Ο Σίνκελ είχε συλλάβει το τολμηρό σχέδιο της ανέγερσής τους πάνω στο βράχο της Ακρόπολης. Ο Κλέντσε, πιο συγκρατημένος, πρότεινε να χτιστούν στον Κεραμεικό, άλλα τελικά επικράτησε η άποψη του μεγάλου ανταγωνιστή του, του Φρήντριχ φον Γκαίρτνερ (Friedrich Wilhelm von Gaertner, 1791–1847), διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημου αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής, ο οποίος ανέλαβε να εκπονήσει τα αρχιτεκτονικά σχέδια των ανακτόρων. Η προτίμηση που εκφράζει ο συγγραφέας για την τελική λύση είναι ενδεικτική και της προσωπικής του συμπάθειας για τον πατέρα του Όθωνα, Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας, ο οποίος είχε εμπλακεί ενεργά στην υπόθεση του σχεδιασμού και της ανέγερσης των ανακτόρων.