Δωρεάν μεταφορικά από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

H «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη και η κριτική από τη Μουντίτα του (Έλλη Λαμπρίδη)

Ο βιβλιοσκώληξ
H «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη και η κριτική από τη Μουντίτα του (Έλλη Λαμπρίδη)

«[…] δεν προσπάθησες ή δεν μπόρεσες να ζήσεις το ποίημα και θέλησες να το ανατάμεις, να το αναλύσεις, να κοιτάξεις με raison raisonnante ένα οργανισμο που η φύση του είναι —αλιως δε θάχε καμιαν ποίηση— να μάχεται και να περπατάει πάνω απο τη λογικη».

Με αυτά τα λόγια απαντά ο Καζαντζάκης στην κριτική της Έλλης Λαμπρίδη, της αγαπημένης του Μουντίτας, για το έργο του Οδύσσεια. Πριν από 85 χρόνια η Λαμπρίδη, φίλη του Νίκου Καζαντζάκη, γράφει μια εκτεταμένη κριτική που δημοσιεύεται σε επτά συνέχειες στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, ύστερα μάλιστα από προτροπή του ίδιου του συγγραφέα. Η κριτική προοριζόταν να δημοσιευθεί την ημέρα των γενεθλίων του, στις 18 Φεβρουαρίου, ωστόσο, λόγω «αμέλειας» της Λαμπρίδη, αυτό δεν κατέστη εφικτό και το πρώτο μέρος της κριτικής της βλέπει το φως της δημοσιότητας στις 4 Μαρτίου 1939. Η κριτική δεν ήταν αυτή που περίμενε ο Καζαντζάκης, και η ένταση της αντιπαράθεσης είναι φανερή στις επιστολές, δημόσιες και προσωπικές, αυτής της περιόδου. Με αφορμή λοιπόν τη σημερινή επέτειο των γενεθλίων του συγγραφέα, παραθέτουμε αποσπάσματα από τη σχετική μεταξύ τους αλληλογραφία, όπως έχουν εκδοθεί στο βιβλίο: «Αλληλογραφία με τη Μουντίτα. Νίκος Καζαντζάκης – Έλλη Λαμπρίδη, 1927–1957», εισ.-επιμ.-σχόλ. Γιολάντα Χατζή, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2018.

 

 

kazantzakis-labridi

 

 

Επιστολή Νίκου Καζαντζάκη [Κ62], 1-1-1939

 

[…] Περιμένω ανυπόμονα τα δελτία. Πριν όμως γράψεις την κρίσηΣου, είναι μεγάλη ανάγκη να διαβάσεις όλο το έργο. Μ’ ενδιαφέρει να δεις πόσο σφιχτη, με αφστηρη εσωτερικη ενότητα —γεωμετρία φλεγόμενη— είναι η αρχιτεκτονικήτου. Χάραξα γεωμετρικο μεγάλο κύκλο και μέσα σε αφτον αφήκα την καρδιάμου να φωνάζει. Ό,τι μισω περισότερο στον κόσμο είναι η ασάφεια· μου αρέσει ο Διόνυσος, η πηγη της μέθης, που στέκεται αμέθηστος· γύρατου οι σάτιροι κ’ οι μαινάδες κορδακίζουνται· αφτος μόνος ξέρει τί θα πει «ακίνητος χορος» και «βουβη κραβγη». Αφτο είναι το ανότατο πατομα της Οδύσειας. Είσαι, θαρω, η μόνη στην Ελάδα που μπορεις να το ανακαλύψεις και να το κατοικήσεις.

 

Πολη θάνοιοθα συγκίνηση αν το πρώτο μέρος της κρίσηςΣου δημοσιέβουνταν στις 18 Φλεβάρη. Είναι η μέρα που γεννήθηκα και θάθελα πάντα να τη γιορτάζω με μια μεγάλη χαρά ή μεγάλη πίκρα.[…]

 

 

Επιστολή Έλλης Λαμπρίδη [Λ50], 8-1-1939

 

[…] Πῶς φαντάστηκες πὼς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ γράψω γιὰ τὴν Ὀδύσσεια πρὶν τὴ διαβάσω ὅλη! […]

[…] Εἶδα τὸ Φωτιάδη καὶ συνεννοήθηκα νὰ μπεῖ τὸ α΄ μέρος στὶς 18 τοῦ Φλεβάρη. Εἶσαι βέβαιος ὅτι γεννήθηκες τὴν ἡμέρα ἐκείνη; καὶ εἶσαι βέβαιος ὅτι μόνο γεννήθηκες; γιατὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ πολὺ πιπίλιζε-πιπίλιζε ὁρισμένες ἡμεροχρονολογίες, μοῦ λειῶσαν καὶ σὰ νὰ τὶς ἔχασα. Ἂν θέλεις, ζωντάνεψε τὴ μνήμη μου, κλπ.

 

Θὰ κάνω τὴ μελέτη σὲ τρία μέρη, δὲν ξέρω ἀκόμη πῶς θὰ τὰ χωρίσω, κάπως ἕτσι: Σκοπὸς καὶ σημασία-μύθος-μορφή. Θὰ μὲ βιάσει λίγο ἡ ἡμερομηνία, μὰ εἶναι κρίμα νὰ τὴ χάσομε γιὰ ἕνα ἢ δυὸ Σάββατα. Ὅσο γιὰ τὸ ποὺ θέλεις τὴν ἡμέρα ἐκείνη μιὰ μεγάλη χαρὰ ἢ πίκρα, δὲ σὲ πολυπιστεύω, θαρρῶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ δώσω —ἴσως οὔτε κανένας ἄλλος— οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο. Ξέρω τί θὰ κάνεις: ὅ,τι θὰ σ’ ἀρέσει, θὰ πεῖς: θηρίο μυαλό, γράφει μὰ τὸ θεὸ ὡραῖα· ὅ,τι δὲ θὰ σ’ ἀρέσει, θὰ πεῖς: τς, τς, ἀκόμα ἔχει αὐτὲς τὶς προλήψεις, δὲ θὰ μπορέσει ἄραγε ποτὲς νὰ τὶς ξεπεράσει, ἔτσι εἶναι οἱ ἀνθρῶποι, μιὰ γωνιὰ μονάχα βλέπουν. Κι ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ εἶσαι ἥσυχος. Ὅπως σοῦ εἶπα κάποτες, φοβᾶμαι πὼς ὁ μέσα Διόνυσος παραεῖναι ἥσυχος, ἀλλὰ ὅχι ὡς πηγὴ τῆς μέθης. Δὲν εἶναι τοῦτο κριτική, γιὰ τὸ Θεό, σοῦ τὰ γράφω μὲ πολλὴ ἀγάπη.

 

 

Επιστολή Έλλης Λαμπρίδη [Λ51], 18-11-1939

 

[…] Εἶμαι στενοχωρεμένη σήμερα, γιατὶ ἀπὸ λάθος μου, ἀπὸ ἀσυγχώρητη ἀμέλεια δὲν ἀξιώθηκε νὰ δημοσιευτεῖ τὸ πρῶτο μέρος τῆς κριτικῆς μου τὴν ἡμερομηνία τούτη. […]

Τὸ περιεχόμενο τῆς κριτικῆς δὲ θὰ Σοῦ ἀρέσει· ἀλλὰ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄξιό σου νὰ Σοῦ δικαιολογηθῶ. Εἶναι μερικὰ πράματα ποὺ τὰ εἶδα, θαμπὰ βέβαια, ἀλλὰ σωστὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, καὶ ποὺ οἱ φίλοι Σου δὲ Σ’ ἄφησαν νὰ τὰ ἰδεῖς, ἁπλοϊκὲς ἀντιρρήσεις, δὲ λέω, ἀλλὰ ποὺ τὶς καλύπτουν τώρα κι ἐκεῖνοι μὲ διάφορες θεωρίες. Τὸ προσωπικό μου δράμα —ἄχ, ἀυτὲς οἱ μεγάλες λέξεις, τί νὰ τὶς κάνω!— δὲ μ’ ἄφηνε νὰ Σοῦ μιλήσω ἀντικειμενικά, οὔτε καὶ θὰ πίστευες τότε στὴ δυνατότητα νὰ μιλήσω ἐγὼ ἔτσι. Τὸ μόνο ὅμως ποὺ μπορῶ νὰ Σοῦ βεβαιώσω τώρα, εἶναι πὼς τὴν κριτικὴ τὴν ἔγραψα ἄδολα, μὲ ὅση καθαρότητα εἶχα ποτέ μου. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο I have not failed you, ὅπως στὴν ἡμερομηνία. […]

 

 

Επιστολή Νίκου Καζαντζάκη [Κ64], 20-3-1939

 

Αγαπητη Μουντίτα!

 

[…] Τ’ άρθραΣου τα διαβάζω μ’ ενδιαφέρον και απάντησα στην κεντρικήΣου απορία στη Μεταφυσικη της Οδ[ύσειας] μ’ ένα γραματάκι που θα μπει στα «Ν[εοε]λ[ηνικα] Γράμ[ατα]». Άλη απάντηση φυσικα δε θα κάμω, γιατι το βασικόΣου λάθος είταν να τοποθετηθεις σ’ ένα επίπεδο λογικης για να κρίνεις ένα ποιήμα. Απο το λάθος αφτο επήγασαν όλες οι βαριες ατέλειες της κριτικήςΣου· δεν προσπάθησες ή δεν μπόρεσες να ζήσεις το ποίημα και θέλησες να το ανατάμεις, να το αναλύσεις, να κοιτάξεις με raison raisonnante ένα οργανισμο που η φύση του είναι —αλιως δε θάχε καμιαν ποίηση— να μάχεται και να περπατάει πάνω απο τη λογικη.

 

Ας ελπίσουμε πως στο τέλος, ανακεφαλαιόνοντας την εντύποσήΣου, θα πεις κάτι που να δείχνει πως έζησες την Οδ[ύσεια] όχι ως «Εγχειρίδιον» μεταφυσικης ή ψυχολογίας παρα ως τραγούδι.

 

Πολες παρατήρησέςΣου είναι σωστες, βρήκες πολα πράγματα, σχεδον όλα όσα η λογικη μπορει να βρει· μα τί αξίαν έχουν αφτα όταν πρόκειται για τραγούδι; Η «Οδ[ύσεια]» είναι ένα έργο που θα γίνει τέλεια νοητο ύστερα απο πολα χρόνια. Για τους σύγχρονους είναι υπερβολικα πλούσιο, ορμητικο και σκληρότατα «ηθικο». Ζητάει πολα απο τον άνθρωπο, το παιχνίδι του είναι σχεδον αβάσταχτα αιματηρο, ο ανήφορός του δεν έχει τελειομο. Μάχεται το «απάνθρωπο» ή υπεράνθρωπο να το κάμει ανθρώπινο, να πλουτίσει και ν’ ανανεόσει τη μίζερη πια pleurnicharde ανθρώπινη περιοχη, όπως την εκατάντησαν.

 

Ανυπομονω να δω τί θα πεις για τη φόρμα — για το στίχο και τη γλώσα. Ένιοσες άραγε πως πρώτη φορα γράφτηκε μια τέτια δημοτική; […]

 

 

Επιστολή Έλλης Λαμπρίδη [Λ52], 5-3-1939

 

Ἀγαπητὲ Ἅρπαγε

 

Τὸ γράμμα σου μὲ πίκρανε πάρα πολὺ — ὄχι γιὰ μένα, ἀλλὰ γιατὶ κατάλαβα πὼς στενοχωρέθηκες μὲ ὅσα ἔγραψα γιὰ τὴν Ὀδύσσεια. Δὲν πρόκειται νὰ τὰ ὑπερασπίσω οὔτε νὰ τὰ δικαιολογήσω, δὲ θὰ τὰ ἔγραφα ἂν δὲν ἦταν κατὰ τὴ γνώμη μου σωστά. Σκέπτομαι μόνο πὼς ἴσως ἦταν καλύτερα νὰ μὴ γράψω τίποτα, δὲν εἶχα τὸ κάτω-κάτω καμιὰ δουλειὰ ν’ ἀνακατευτῶ σ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση, μιὰ καὶ δὲ μὲ ὑποχρέωνε κανεὶς καὶ δὲν κάνω συνήθως φιλολογικὴ κριτικὴ ποιημάτων. Ἀλλὰ μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν ἕνα εἶδος εὐθύνης μου —ἔτσι, ἀπόλυτα κι ὄχι ἀπέναντι κανενὸς— νὰ πῶ ὅ,τι μποροῦσα κι ὅ,τι ἐνιωθα ἀπέναντι στὸ ἔργο τοῦτο· καὶ πάντως μιὰ καὶ ἄρχισα, εἶμαι ὑποχρεωμένη νὰ τελειώσω, κατὰ τὸ σχέδιο ποὺ ἔβαλα στὸν ἑαυτό μου· κι ἂν μπορέσω καὶ μὲ σπρώξει ἀργότερα νὰ μιλήσω κάπως πιὸ συνθετικά, πάλι θὰ τὸ κάμω. Λυπᾶμαι ὅμως πολὺ — ὄχι γιατὶ διαφέρουν οἱ γνῶμες μας, ἀλλὰ γιατὶ παρεξήγησες τὴ διάθεση ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθαν οἱ δικές μου καὶ γιατὶ τούτη ἡ παρεξήγηση ξεπροβάλλει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν περίοδο, ποὺ σὲ βεβαιῶ πὼς εἶναι ἡ μόνη ἀπὸ τότε ποὺ σὲ γνώρισα, ὁποὺ θὰ μπορούσαμε πραγματικὰ νὰ εἴμαστε φίλοι, κι ὁποὺ ἡ πικρὴ κατηγορία σου γιὰ τὴν ἀνίατη ἀρρώστεια μου εἶναι σὲ βεβαιῶ τελείως ἀδικαιολόγητη. Ἂν σοῦ ’δειξα τόσες φορὲς τὶς γυναικεῖες μου πλευρές, καὶ δὲν ντρέπομαι καθόλου γι’ αὐτές, ἦταν γυναικεῖες ἀπὸ τὴν πιὸ πονεμένη καὶ πιὸ εὐγενὴ ἄποψη, νομίζω πὼς τὸ λάθος ἦταν μᾶλλον δικό σου ἀρχικά· καὶ πὼς κάνεις καὶ ἔκανες πάντα τὸ ἄλλο λάθος, νὰ μὴν καταλάβεις πὼς δίπλα καὶ ξεχωριστὰ ἀπὸ τὶς πλευρὲς αὐτὲς μποροῦσα νὰ σταθῶ δίπλα σου μὲ τὸ μυαλό μου, μὲ τὴ φιλική μου θέληση καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλες ἱκανότητες μπορεῖ νὰ ἔχω· καὶ πὼς ἂν εἶχε σταθεῖ τοῦτο βολετὸ κι ἐγὼ θὰ εἶχα ὑποφέρει λιγότερο καὶ χαραμίσει λιγότερα χρόνια σὲ τυφλὴ ἀπελπισία καὶ πρωτόγονη προσπάθεια ν’ ἀνασυγκροτηθῶ, ἀλλὰ ἴσως καὶ σὺ θὰ εἶχες κερδίσει ἕνα φίλο, ὅπως δὲ βρίσκεται συχνὰ καὶ ὅπως —μὴ θυμώσεις νὰ σοῦ τὸ πῶ— δὲν εἶχες κανένα. […]

 

 

Επιστολή Νίκου Καζαντζάκη [Κ65], 30-3-1939

 

Αγαπητη Μουντίτα!

 

Τί είταν αφτο το γράμαΣου; Άναψες και κόροσες χωρις λόγο. Με είχες παρακαλέσει να Σου γράψω τη γνώμημου για την ΚριτικήΣου. Σου την έγραψα με ήσυχα κοινότατα λόγια: Έκρινες ένα ποίημα με τη λογικη και όχι sub specie poesiae. Μήτε θύμοσα, μήτε λυπήθηκα. Διαπίστοσα. Αφτη είταν η γνώμημου και Σου την έγραψα, όπως Σου είχα υποσχεθει. Γιατι θυμόνεις; Το πάθημάΣου είταν φυσικο και πολοι μεγάλοι ανθρώποι το έχουν πάθει. Τί σημασία έχει; Μπορούσε η κριτικη νάταν πολυ αφστηρότερη κι όμως «νόμιμη», αν το έργο κρίνουνταν, όπως το απαιτει η φύσητου, όχι μονάχα με το λογικο. Δε μου φαίνεται η κριτικήΣου ατελης γιατι είναι αφστηρη· μου φαίνεται ατελης γιατι βασίζεται στη λογικη ανάλυση· γιατι θέλει ν’ αποδόσει την κίνηση με σειρα απο σχήματα ακινησίας.

 

Αν τόσο θυμόνεις για μια γνώμη, διαφορετικη απο τη δικήΣου, μη μου ξαναζητήσεις τη γνώμημου κ’ έτσι δε θα Σου δοθει πια ποτε αφορμη να θυμόσεις. Μονάχα ένα θάθελα να προσθέσω: απο τους στίχους της Οδ[ύσειας] που ήξερες μήτε ένας δεν έμεινε. Μήτε ένας. Και Σε παρακαλω αν βρεις ένα στίχο τόρα που να μην είναι άρτιος ως στίχος να μου τον γράψεις για να διορθοθει σε νεότερη έκδοση. Μα νομίζω πως δε θα βρεις. Και κάνω αφτη την παρατήρηση γιατι πια αν είναι ή όχι σωστος ένας στίχος δεν είναι ζήτημα γούστου και ιδιοσυγκρασίας. […]

 

 

Επιστολή Νίκου Καζαντζάκη [Κ66], 18-4-1939

 

Αγαπητη Μουντίτα!

 

Πολυ λυπήθηκα που δεν ήρθες γιατι θα κάναμε ένα καλο περίπατο στην Αφαία κ’ έπειτα θα Σου τάψελνα γελώντας για το καταπληχτικο χαντάκομάΣου στην τελεφταία κριτικήΣου! Ό,τι θάλεγες για το Μύθο και τη Μεταφυσ[ικη] της Οδ[ύσειας] το μάντεβα απάνω κάτω· ποτε όμως δε φανταζόμουν τόση «αναισθησία» για το στίχο και τη γλώσα. Κ’ οι μεγαλήτεροι οχτροίμου, οι Δεξαμενίτες, που αρνούνται κάθε αξίαμου, ομολογουν πως ο στίχος κ’ η γλώσα της Οδ[ύσειας] είναι «αληθινο θάμα».

Και καμιαν αξία να μην έχει το έργο αφτο, καμια ποιητικη πνοη, καμιαν εικόνα, κανένα στοχασμο, δυο πράματα έχει ανότατα: την αρτιότητα του στίχου και τον πλούτο και την τελειότητα της γλώσας. Πώς τόρα ανθρωπος που τόσο είναι μουσικος δεν κατάφερε να το καταλάβει, μου μένει μυστήριο. Εφτυχως αναφέρεις παραδείγματα για να δείξεις πόσο «αποκρουστικη» είναι η γλώσα: «Και μεγαδέφτη αλήθεια κι όνειρο» κλπ. Όλα αφτα που αναφέρεις είναι περίφημα και τρομάζω βλέποντας τί άβυσο χωρίζει τις γλωσικέςμας αντιλήψεις.

Ελπίζω νάρθει μέρα να ντραπεις για τα όσα έγραψες για τη γλώσα και το στίχο της Οδ[ύσειας]. Λυπούμαι που δε Σου τα λέω όλα αφτα προφορικα, γιατι θάβλεπες πόσο θα γελούσα και θάλαμπε το πρόσωπόμου, κι’ ούτε ίχνος θυμου δε θάχα· πώς να θυμόσεις όταν ο κριτικόςΣου πέφτει τόσο ακαταλόγιστα έξω; Ανάλαφρη μονάχα λύπη, γιατι ένας άνθρωπος που αγαπας κ’ εχτιμας είναι τόσο «αναίσθητος» σε ορισμένες ομορφιες τέχνης. Μα ελπίζω πως θάρθει μέρα να νιόσεις. […]

 

 

Επιστολή Έλλης Λαμπρίδη [Λ54], 25-4-1939

 

[…]Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἔχω πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ παρηγοριὲς κι ἀπὸ ἐλαφρόχερο ἀποσκέπασμα ὁποιασδήποτε διαφορᾶς. Σοῦ πρόσφερα τὸν καιρὸ τοῦτο τὴ φιλία μου μὲ τὴν πεποίθηση πὼς τὴ χρειάζεσαι, καὶ πὼς σοῦ ἔλειψε πάντα ἕνας φίλος σὰν ἐμένα. Μὲ τὸ γράμμα σου μοῦ λὲς καθαρὰ πὼς δὲν ἔχεις τί νὰ τὴν κάμεις, ποὺ λέτε σεῖς οἱ Κρητικοί. Δὲν περάζει· θὰ τὴν ἔχεις πάντα, ὁποιαδήποτε στιγμὴ τὴ ζητήσεις. Ὰλλὰ ἡ συνεννόηση μεταξύ μας γιὰ τὴν ὥρα ἀποκλείεται — τουλάχιστο ἡ συνεννόηση γιὰ τὸ ἔργο σου. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ὀδύσσεια, ἀλλὰ φοβᾶμαι καὶ γιὰ ὅ,τι θά ’ρθει, ἂν ἐξακολουθήσεις νὰ περικαλύπτεις τὴ σοβαρότητα μὲ τὸ φορτσαρισμένο γέλιο καὶ τὴ γνήσια ἔξαρση μὲ τὴν ὑπεκφυγὴ ἀπὸ τὴν ἄμεση, poignante ἔκφραση καὶ μὲ τὸ derber humor ποὺ δὲν εἶναι καθόλου τὸ εἶδος σου. […]

 

 

Επιστολή Νίκου Καζαντζάκη [Κ67], 1-5-1939

 

Αγαπημένη Μουντίτα!

 

Άσκημο, άσκημο, υστερικο, κλαψιάρικο συνάμα και υπεροπτικο, το τυπομενο γραμαΣου.[1] Αφτο δα δε σηκόνει απάντηση.

Μα ακριβως εγω Σου αρνούμαι πως έφαγες τη μπανάνα. Μου έδοσες την εντύποση πως ώς ένα σημείο καταλαβαίνεις κ’ έπειτα stop! Πώς μπορω νάχω πια εμπιστοσύνη στην κρίσηΣου αφου δεν κατάλαβες το στίχο και τη γλώσα της Οδ[ύσειας]!

Λες να συζητήσω για τα μεγάλα προβλήματα. Μα συζητούνται αφτα; Αν εγω έφτασα στην κορφήμου (δικήμου, όχι εσένα ή άλου), «να παίζω αιματηρα» πώς μπορει ν’ αποδειχτει πως αφτο είναι το ανότατο; Εσυ κ’ οι άλοι ας παίρνετε στα σοβαρα τη ζωη και τη φιλοσοφία· αφτη η σοβαροσύνη μου φαίνεται εμένα: επαρχία. Όμως αναγνωρίζω πως μπορουν ν’ αποτελέσουν την κορυφη άλων ανθρώπων.

Απο τους 30 ανθρώπους που διάβασαν ωστόρα την Οδ[ύσεια] (30, όχι παραπάνω) οι 5 την καταλαβαίνουν καλήτερα απο Σένα. Δεν αμφιβάλω πως είχες καλη πρόθεση, πως λαχταρούσες να βρεις ό,τι ζητούσες… Όλα αφτα τα δέχουμαι. Μα αρκουν; Όπως καταλαβαίνεις καλήτερα μουσικη απο ζωγραφικη, όμοια καταλαβαίνεις καλήτερα φιλοσοφία απο ποίηση. Είναι ντροπη αφτο; Ή μήπως θαρεις πως όλα τα καταλαβαίνεις εξίσου; Κι ο Leonardo[2] θα ντρέπουνταν να το απαιτήσει.

Και τέλος: ο τελευταίος υπαινιγμόςΣου είταν χοντρο manque de délicatesse. Σίγουρα ο Πρεβ[ελάκης] καταλαβαίνει καλήτεράΣου ποίηση· μα είταν αφτος λόγος να τον βάλεις σε δύσκολη θέση κ’ η σιωπήτου πια να θεωρηθει ως κριτικη της Οδ[ύσειας]; Μου είχε όμως υποσχεθει να γράψει και ελπίζω να το κάμει — να ησυχάσεις.

Πάει κι αφτο. Συμπεράσματα: 1) Νιόθω πιο τρυφερο, πιο θερμο τόρα ενδιαφέρον για Σένα. Γιατί και πώς; Ανάλυσε και βρες. 2) Καταλαβαίνεις λιγότερο απ’ ό,τι φανταζόμουνα μερικα πράματα. Μεγάλη εντύποση μου έκαμε ό,τι έγραψες για το στίχο και τη γλώσα της Οδ[ύσειας].

Τίποτα άλο. Ας μην ξαναμιλήσουμε για όλα αφτα γιατι δεν πιστέβω να φτάσουμε, για τόρα, σε κανένα συμπέρασμα. Κάνω έφεση στον Καιρο.

Όταν θάρθω στην Αθήνα θα περάσω να Σε δω. Φαίνεται πως θα φύγω για την Αγγλία. Ακόμα όμως δεν ξέρω λεπτομέρειες. Θάθελα να φύγω, μα για πάντα. Λίγος καιρος μ’ ενοχλει και μου διακόφτει εδώ τη δουλιά μου. Μα η λαχτάρα του ταξιδιου —ας είναι και μικρου— νικάει. Ας την αφήσουμε να νικήσει!

Ο «Θεος» μαζίΣου — κι ό,τι είπαμε νερο κι αλάτι

 

 

 

 

 

[1] Εννοεί την επιστολή της Λαμπρίδη στα Νεοελληνικά Γράμματα 125 (29.4.1939) («Ένα γράμμα για τον κ. Ν. Καζαντζάκη»).

[2] Εννοεί τον Ντα Βίντσι.

ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Επ' ευκαιρία της επετείου της γέννησης του Νίκου Καζαντζάκη, παρουσιάζουμε χειρόγραφες αφιερώσεις του σε εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, συγγραφείς, πολιτικούς και δημοσιογράφους, οι οποίες βρέθηκαν στα βιβλία που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ.