Η αρχή
Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε το μεσημέρι της 5ης (18ης) Αυγούστου 1917 στην εντός των τειχών βορειοδυτική άκρη της πόλης, κοντά στον Μεβλεβιχανέ, πιθανότατα από σπίθες στην κουζίνα ενός προσφυγικού σπιτιού στην οδό Ολυμπιάδος. Οι φήμες για εμπρησμό, που κυκλοφόρησαν ευρύτατα, δεν αποδείχτηκαν ούτε από τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες αναγκάστηκαν τελικά να πληρώσουν ένα υπέρογκο ποσό σε ασφάλιστρα — το μεγαλύτερο μέχρι τότε στην ιστορία των αστικών καταστροφών. Οι πυρκαγιές άλλωστε αποτελούσαν καθημερινότητα για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πόλη είχε πληγεί στο παρελθόν πάρα πολλές φορές από πυρκαγιές, με σημαντικότερη αυτή του 1890.
Η εξάπλωση της φωτιάς
Η φωτιά γρήγορα εξαπλώθηκε στα γειτονικά σπίτια και από εκεί σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Η ιδιαίτερη ρυμοτομία της πόλης, με τους στενούς δρόμους και τα σπίτια σε επαφή μεταξύ τους, καθώς και τα εύφλεκτα οικοδομικά υλικά, σε συνδυασμό με την ανομβρία εκείνων των ημερών (είχε να βρέξει από τις 29 Ιουνίου) και τον πολύ δυνατό βορειοδυτικό άνεμο (βαρδάρη), ενίσχυσαν τη λαίλαπα της πυρκαγιάς, που έκαιγε ανεξέλεγκτα για σχεδόν τρεις ημέρες. Η έλλειψη νερού στην πόλη ήταν απελπιστική, αφού το μεγαλύτερο μέρος του δεσμευόταν από τους συμμάχους για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα δυτικά προάστια της πόλης. Επιπλέον δεν υπήρχε καλά οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία. Μόνη βοήθεια ήταν αυτή των συμμαχικών στρατευμάτων, τόσο των γαλλικών όσο και των βρετανικών, που με πενιχρά μέσα προσπάθησαν να περιορίσουν τη φωτιά. Ο Γιοζέφ Νεχαμά, διευθυντής των σχολείων της Alliance Israélite Universelle στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει σε επιστολή του προς την Alliance στο Παρίσι: «Οι Σύμμαχοι, Γάλλοι και Άγγλοι, έκαναν με γενναιότητα το καθήκον τους σ’ αυτές τις φρικτές συνθήκες. Από την πρώτη στιγμή στρατιωτικά φορτηγά τέθηκαν στη διάθεση των κατοίκων για να βοηθήσουν στην απομάκρυνση ανθρώπων και πραγμάτων. Την Κυριακή το πρωί, όταν ακόμη η φωτιά ήταν στη χειρότερη στιγμή της, είχαν αρχίσει να οργανώνουν μια στοιχειώδη εγκατάσταση, να μοιράζουν ψωμί και σούπα». [1]
Οι συνέπειες
Οι συνέπειες της πυρκαγιάς ήταν ανυπολόγιστες. Η φωτιά έκαψε το ένα τρίτο του κέντρου της Θεσσαλονίκης, ένα εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα (100 εκτάρια), αφήνοντας μια αχανή έρημη έκταση — «τα καμένα», όπως ονομάστηκαν, ή η «πυρίκαυστος ζώνη» της διοικητικής ορολογίας. 9.500 κτίσματα κάηκαν, ανάμεσά τους κατοικίες, κυρίως της εβραϊκής συνοικίας, οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες, θρησκευτικά ιδρύματα όλων των κοινοτήτων της πόλης, σχολεία, ξενοδοχεία, καταστήματα, εργοστάσια, λέσχες, κινηματογράφοι. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έγινε παρανάλωμα του πυρός, αφήνοντας πάνω από 70.000 ανθρώπους άστεγους και κατεστραμμένους. Η εβραϊκή κοινότητα δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς τα τρία τέταρτα των πυροπαθών ήταν Ισραηλίτες. Θύματα δεν αναφέρονται σε κανένα δημοσίευμα των εφημερίδων, ούτε στις αναφορές των υπηρεσιών και των κοινοτήτων, θεωρείται όμως βέβαιο ότι υπήρξαν, τόσο μεταξύ των σωστικών συνεργείων όσο και μεταξύ των πυρόπληκτων.[2]
Η αντιμετώπιση των συνεπειών
Τα μέτρα για την ανακούφιση των πυρόπληκτων ήταν άμεσα, παρά τις δύσκολες συνθήκες — η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, η ενότητα της έθνους (μετά τον Εθνικό Διχασμό) είχε αποκατασταθεί μόλις δύο μήνες πριν, ενώ στην πόλη συνωστίζονταν, μαζί με τους μόνιμους κατοίκους, και εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες. Για τη στέγαση και την περίθαλψη των πυροπαθών στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε η «Διεύθυνσις Θυμάτων Πυρκαγιάς», που είχε την ευθύνη για το συντονισμό των κοινοτήτων και την οργάνωση της περίθαλψης και του επισιτισμού. Εκτός από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, πολλοί ιδιωτικοί και κρατικοί φορείς πρόσφεραν βοήθεια και τρόφιμα στους άστεγους. Οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις καταβλήθηκαν σχετικά γρήγορα, επιτρέποντας σε όσους είχαν προνοήσει να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση νέων κατοικιών.[3]
Σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση της πόλης και της πυρίκαυστης ζώνης έπαιξε η αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, του αρμόδιου υπουργού Αλέξανδρου Παπαναστασίου, αλλά και του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Για την αποφυγή τυχόν άναρχης ανοικοδόμησης, προχώρησε άμεσα στη σύσταση ειδικής επιτροπής, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ, που είχε ως σκοπό την εκπόνηση ενός σύγχρονου ρυμοτομικού σχεδίου, με ευρείες λεωφόρους, ελεύθερους χώρους και ορθογωνικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχέδιο και οι διαδικασίες που αυτό προέβλεπε, παρόλο που δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, κατάφεραν να εκσυγχρονίσουν την προηγούμενη μεσαιωνική εικόνα της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά θα αλλάξει όχι μόνο πολεοδομικά, αλλά και πληθυσμιακά. Μεγάλο τμήμα του πυρόπληκτου εβραϊκού πληθυσμού θα μεταναστεύσει προς την Ευρώπη και την Παλαιστίνη. Η αποχώρηση των στρατευμάτων μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα αλλάξουν ριζικά το κοινωνικό πρόσωπο της πόλης. Ο Γιάννης Επαμεινώνδας, στον κατάλογο της έκθεσης Το τέλος της παλιάς μας πόλης[4] σημειώνει χαρακτηριστικά: «[Ε]ίναι μια άλλη πόλη: Η Θεσσαλονίκη, μέσα από τις φάλαγγες και τις νηοπομπές της δυστυχίας, θα ανταλλάξει πληθυσμούς, θα αλλάξει πρόσωπο και θα διαμορφώσει νέες νοοτροπίες, νέα ταξική διαστρωμάτωση, νέα εθνική συνείδηση κι ένα ελληνικό όραμα, οριστικά προσανατολισμένο στη Δύση, μετά την απώλεια της Ανατολής. Ακολουθώντας τα πρώτα χρόνια ανάτασης, αλλά και αμήχανης ταλάντευσης για το μέλλον της πόλης, η πυρκαγιά του 1917 και η νίκη του Μεγάλου Πολέμου έκριναν οριστικά τη μορφή και την κυριαρχία πάνω στη Θεσσαλονίκη: νέα, σύγχρονη πόλη — πόλη, πλέον, ελληνική».
[1] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002, 54.
[2] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002, 8.
[3] Περισσότερα για το συγκεκριμένο θέμα στο: https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/ypirkse-kai-alli-katastrofikoteri-pyrkagia-stin-thessaloniki-prin-to-1917
[4] Γιάννης Επαμεινώνδας, Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Θεσσαλονίκη 1870–1917, Θεσσαλονίκη: ΜΙΕΤ, 2017 [κατάλογος έκθεσης].
Πηγές:
• Γιάννης Επαμεινώνδας, Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Θεσσαλονίκη 1870–1917, Θεσσαλονίκη: ΜΙΕΤ, 2017 [κατάλογος έκθεσης].
• Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002.
•Χαράλαμπος Παπαστάθης, «Ένα υπόμνημα για την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στα 1917 και την περίθαλψη των θυμάτων», Μακεδονικά 18 (1978), 143–171. (https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/view/6053/5791)
Η έκθεση
Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης τον Σεπτέμβριο του 2017, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά, διοργάνωσε, στη Βίλα Καπαντζή στη Θεσσαλονίκη, έκθεση με τίτλο Το τέλος της παλιάς μας πόλης, παρουσιάζοντας μια εξιστόρηση για την ακμή και την παρακμή της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης στον σχεδόν μισό αιώνα που σημάδεψε τη μετάβασή της από τον Μεσαίωνα στη νεωτερική εποχή. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν πλέον να απολαύσουν την έκθεση εικονικά μέσα από την ιστοσελίδα του ΜΙΕΤ, στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://miet.360viewer.gr/To_Telos_Tis_Palias_Mas_Polis.html, ή να μελετήσουν τον ομώνυμο κατάλογο και έτσι, ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, να αντιληφθούν πόσο διαφορετική είναι η πόλη της Θεσσαλονίκης σήμερα σε σχέση με την ανατολίτικη, κοσμοπολίτικη πόλη των αρχών του 20ού αιώνα.