Δωρεάν μεταφορικά και δωρεάν αντικαταβολή από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

Η μέρα της μεγάλης πυρκαγιάς

Αφιερώματα
Στα άδυτα των αρχείων
Η μέρα της μεγάλης πυρκαγιάς

Η 18η Αυγούστου 1917 θεωρείται μία από τις σημαντικότερες στιγμές στη σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Είναι η μέρα της πιο καταστροφικής πυρκαγιάς που γνώρισε η πόλη. Μέσα σε τριάντα δύο ώρες κατέκαψε σχεδόν τα δύο τρίτα του ιστορικού της κέντρου. Για τους Θεσσαλονικείς αποτελεί ημέρα σταθμό, καθώς υπήρξε η αφορμή για τον ανασχεδιασμό του πολεοδομικού ιστού της πόλης. Η νέα ρυμοτομία, που προέκυψε από την εφαρμογή του σχεδίου Εμπράρ, σε συνδυασμό αφενός με την ανταλλαγή των πληθυσμών, που οδήγησε στον εξελληνισμό της πόλης, και αφετέρου με την έκρηξη της ανοικοδόμησης από το 1950 και μετά, άλλαξε άρδην τη φυσιογνωμία της, διαμορφώνοντας τη σύγχρονη εικόνα της.

Fysikas-12

Το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά. Πλατεία Χορ-χορ (από τον ήχο
του νερού που έκανε η βρύση που βρισκόταν εκεί), σημερινή πλατεία Μουσχουντή, στη συμβολή των οδών Κασσάνδρου και Ολυμπιάδος. Συλλογή Βαγγέλη Φυσίκα

 

 

Η αρχή

 

Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε το μεσημέρι της 5ης (18ης) Αυγούστου 1917 στην εντός των τειχών βορειοδυτική άκρη της πόλης, κοντά στον Μεβλεβιχανέ, πιθανότατα από σπίθες στην κουζίνα ενός προσφυγικού σπιτιού στην οδό Ολυμπιάδος. Οι φήμες για εμπρησμό, που κυκλοφόρησαν ευρύτατα, δεν αποδείχτηκαν ούτε από τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες αναγκάστηκαν τελικά να πληρώσουν ένα υπέρογκο ποσό σε ασφάλιστρα — το μεγαλύτερο μέχρι τότε στην ιστορία των αστικών καταστροφών. Οι πυρκαγιές άλλωστε αποτελούσαν καθημερινότητα για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πόλη είχε πληγεί στο παρελθόν πάρα πολλές φορές από πυρκαγιές, με σημαντικότερη αυτή του 1890.

 

 

Συλλογή Μιχαήλ Β. Χατζηγιάννη

 

 

CPTHES-4.197

ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, Φωτογραφικό Αρχείο, Συλλογή καρτ ποστάλ

 

 

Η εξάπλωση της φωτιάς

 

Η φωτιά γρήγορα εξαπλώθηκε στα γειτονικά σπίτια και από εκεί σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Η ιδιαίτερη ρυμοτομία της πόλης, με τους στενούς δρόμους και τα σπίτια σε επαφή μεταξύ τους, καθώς και τα εύφλεκτα οικοδομικά υλικά, σε συνδυασμό με την ανομβρία εκείνων των ημερών (είχε να βρέξει από τις 29 Ιουνίου) και τον πολύ δυνατό βορειοδυτικό άνεμο (βαρδάρη), ενίσχυσαν τη λαίλαπα της πυρκαγιάς, που έκαιγε ανεξέλεγκτα για σχεδόν τρεις ημέρες. Η έλλειψη νερού στην πόλη ήταν απελπιστική, αφού το μεγαλύτερο μέρος του δεσμευόταν από τους συμμάχους για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα δυτικά προάστια της πόλης. Επιπλέον δεν υπήρχε καλά οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία. Μόνη βοήθεια ήταν αυτή των συμμαχικών στρατευμάτων, τόσο των γαλλικών όσο και των βρετανικών, που με πενιχρά μέσα προσπάθησαν να περιορίσουν τη φωτιά. Ο Γιοζέφ Νεχαμά, διευθυντής των σχολείων της Alliance Israélite Universelle στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει σε επιστολή του προς την Alliance στο Παρίσι: «Οι Σύμμαχοι, Γάλλοι και Άγγλοι, έκαναν με γενναιότητα το καθήκον τους σ’ αυτές τις φρικτές συνθήκες. Από την πρώτη στιγμή στρατιωτικά φορτηγά τέθηκαν στη διάθεση των κατοίκων για να βοηθήσουν στην απομάκρυνση ανθρώπων και πραγμάτων. Την Κυριακή το πρωί, όταν ακόμη η φωτιά ήταν στη χειρότερη στιγμή της, είχαν αρχίσει να οργανώνουν μια στοιχειώδη εγκατάσταση, να μοιράζουν ψωμί και σούπα». [1]

 

 

Elia-Fotografiko-2E31.031

ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, Φωτογραφικό Αρχείο

 

 

ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Συλλογή Γιώργου Α. Δέλλιου

 

 

Οι συνέπειες

 

Οι συνέπειες της πυρκαγιάς ήταν ανυπολόγιστες. Η φωτιά έκαψε το ένα τρίτο του κέντρου της Θεσσαλονίκης, ένα εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα (100 εκτάρια), αφήνοντας μια αχανή έρημη έκταση — «τα καμένα», όπως ονομάστηκαν, ή η «πυρίκαυστος ζώνη» της διοικητικής ορολογίας. 9.500 κτίσματα κάηκαν, ανάμεσά τους κατοικίες, κυρίως της εβραϊκής συνοικίας, οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες, θρησκευτικά ιδρύματα όλων των κοινοτήτων της πόλης, σχολεία, ξενοδοχεία, καταστήματα, εργοστάσια, λέσχες, κινηματογράφοι. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έγινε παρανάλωμα του πυρός, αφήνοντας πάνω από 70.000 ανθρώπους άστεγους και κατεστραμμένους. Η εβραϊκή κοινότητα δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς τα τρία τέταρτα των πυροπαθών ήταν Ισραηλίτες. Θύματα δεν αναφέρονται σε κανένα δημοσίευμα των εφημερίδων, ούτε στις αναφορές των υπηρεσιών και των κοινοτήτων, θεωρείται όμως βέβαιο ότι υπήρξαν, τόσο μεταξύ των σωστικών συνεργείων όσο και μεταξύ των πυρόπληκτων.[2]

 

 

Συλλογή Μιχαήλ Β. Χατζηγιάννη

 

 

Συλλογή Μιχαήλ Β. Χατζηγιάννη

 

 

Συλλογή Μιχαήλ Β. Χατζηγιάννη

 

 

Η αντιμετώπιση των συνεπειών

 

Τα μέτρα για την ανακούφιση των πυρόπληκτων ήταν άμεσα, παρά τις δύσκολες συνθήκες — η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, η ενότητα της έθνους (μετά τον Εθνικό Διχασμό) είχε αποκατασταθεί μόλις δύο μήνες πριν, ενώ στην πόλη συνωστίζονταν, μαζί με τους μόνιμους κατοίκους, και εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες. Για τη στέγαση και την περίθαλψη των πυροπαθών στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε η «Διεύθυνσις Θυμάτων Πυρκαγιάς», που είχε την ευθύνη για το συντονισμό των κοινοτήτων και την οργάνωση της περίθαλψης και του επισιτισμού. Εκτός από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, πολλοί ιδιωτικοί και κρατικοί φορείς πρόσφεραν βοήθεια και τρόφιμα στους άστεγους. Οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις καταβλήθηκαν σχετικά γρήγορα, επιτρέποντας σε όσους είχαν προνοήσει να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση νέων κατοικιών.[3]

 

 

ELIA-Fotografiko-2E31.001

ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, Φωτογραφικό Αρχείο

 

 

Dellios-Pyrkagia-19

ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Συλλογή Γιώργου Α. Δέλλιου

 

 

Σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση της πόλης και της πυρίκαυστης ζώνης έπαιξε η αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, του αρμόδιου υπουργού Αλέξανδρου Παπαναστασίου, αλλά και του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Για την αποφυγή τυχόν άναρχης ανοικοδόμησης, προχώρησε άμεσα στη σύσταση ειδικής επιτροπής, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ, που είχε ως σκοπό την εκπόνηση ενός σύγχρονου ρυμοτομικού σχεδίου, με ευρείες λεωφόρους, ελεύθερους χώρους και ορθογωνικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχέδιο και οι διαδικασίες που αυτό προέβλεπε, παρόλο που δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, κατάφεραν να εκσυγχρονίσουν την προηγούμενη μεσαιωνική εικόνα της πόλης.

 

 

Dellios-Pyrkagia-42-cr

ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Συλλογή Γιώργου Α. Δέλλιου

 

 

Η Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά θα αλλάξει όχι μόνο πολεοδομικά, αλλά και πληθυσμιακά. Μεγάλο τμήμα του πυρόπληκτου εβραϊκού πληθυσμού θα μεταναστεύσει προς την Ευρώπη και την Παλαιστίνη. Η αποχώρηση των στρατευμάτων μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα αλλάξουν ριζικά το κοινωνικό πρόσωπο της πόλης. Ο Γιάννης Επαμεινώνδας, στον κατάλογο της έκθεσης Το τέλος της παλιάς μας πόλης[4] σημειώνει χαρακτηριστικά: «[Ε]ίναι μια άλλη πόλη: Η Θεσσαλονίκη, μέσα από τις φάλαγγες και τις νηοπομπές της δυστυχίας, θα ανταλλάξει πληθυσμούς, θα αλλάξει πρόσωπο και θα διαμορφώσει νέες νοοτροπίες, νέα ταξική διαστρωμάτωση, νέα εθνική συνείδηση κι ένα ελληνικό όραμα, οριστικά προσανατολισμένο στη Δύση, μετά την απώλεια της Ανατολής. Ακολουθώντας τα πρώτα χρόνια ανάτασης, αλλά και αμήχανης ταλάντευσης για το μέλλον της πόλης, η πυρκαγιά του 1917 και η νίκη του Μεγάλου Πολέμου έκριναν οριστικά τη μορφή και την κυριαρχία πάνω στη Θεσσαλονίκη: νέα, σύγχρονη πόλη — πόλη, πλέον, ελληνική».

 

 

[1] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002, 54.

[2] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002, 8.

[3] Περισσότερα για το συγκεκριμένο θέμα στο: https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/ypirkse-kai-alli-katastrofikoteri-pyrkagia-stin-thessaloniki-prin-to-1917

[4] Γιάννης Επαμεινώνδας, Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Θεσσαλονίκη 1870–1917, Θεσσαλονίκη: ΜΙΕΤ, 2017 [κατάλογος έκθεσης].

 

 

Πηγές:

 

• Γιάννης Επαμεινώνδας, Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Θεσσαλονίκη 1870–1917, Θεσσαλονίκη: ΜΙΕΤ, 2017 [κατάλογος έκθεσης].

 

• Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002.

 

•Χαράλαμπος Παπαστάθης, «Ένα υπόμνημα για την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στα 1917 και την περίθαλψη των θυμάτων», Μακεδονικά 18 (1978), 143–171. (https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/view/6053/5791)

 

https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/ypirkse-kai-alli-katastrofikoteri-pyrkagia-stin-thessaloniki-prin-to-1917

 

 

 

Η έκθεση

 

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης τον Σεπτέμβριο του 2017, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά, διοργάνωσε, στη Βίλα Καπαντζή στη Θεσσαλονίκη, έκθεση με τίτλο Το τέλος της παλιάς μας πόλης, παρουσιάζοντας μια εξιστόρηση για την ακμή και την παρακμή της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης στον σχεδόν μισό αιώνα που σημάδεψε τη μετάβασή της από τον Μεσαίωνα στη νεωτερική εποχή. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν πλέον να απολαύσουν την έκθεση εικονικά μέσα από την ιστοσελίδα του ΜΙΕΤ, στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://miet.360viewer.gr/To_Telos_Tis_Palias_Mas_Polis.html, ή να μελετήσουν τον ομώνυμο κατάλογο και έτσι, ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, να αντιληφθούν πόσο διαφορετική είναι η πόλη της Θεσσαλονίκης σήμερα σε σχέση με την ανατολίτικη, κοσμοπολίτικη πόλη των αρχών του 20ού αιώνα.

 

 

 

Σχετικές εκδόσεις:

 

 

 

To-telos-tis-palias-mas-polis

Το τέλος της παλιάς μας πόλης: Θεσσαλονίκη 1870-1917

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

 

Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο της Βίλας Καπαντζή στη Θεσσαλονίκη (15 Νοεμβρίου 2017–18 Φεβρουαρίου 2018).

Αποτελεί μια εξιστόρηση για την ακμή και το απότομο τέλος της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης στον σχεδόν μισό αιώνα που σημάδεψε την πρώτη μετάβασή της από τους μέσους χρόνους στη νεωτερική εποχή, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη σύγχρονη Ελλάδα, από την κοινοτική οργάνωση στο ομοιογενές εθνικό κράτος, από την εύφλεκτη ξυλόπηκτη πόλη στα μέγαρα από μπετόν αρμέ, από τα δαιδαλώδη αδιέξοδα στις χαράξεις του σχεδίου Εμπράρ.

«Η πόλη είχε μια δικιά της προϊστορία εκσυγχρονισμού στο πλαίσιο των οθωμανικών Τανζιμάτ, με δίκτυα, υποδομές, δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, που άλλαζαν σταδιακά την όψη, αλλά και την ουσία της, ξεκινώντας από την κατεδάφιση των θαλάσσιων τειχών το 1870», γράφει ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Επαμεινώνδας. Η κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους σηματοδότησε το πέρασμα της περίκλειστης Θεσσαλονίκης στη νεωτερική εποχή. Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο η πόλη «δεν έπαψε να αλλάζει, να καίγεται και να ανοικοδομείται ξανά, πάνω στα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα». Δύο μεγάλες πυρκαγιές, του 1890 και του 1917, ιδίως η δεύτερη, οδήγησαν σε ανασχεδιασμό και ανοικοδόμηση, που με τη σειρά τους μετέβαλαν την ταξική δομή και την κατανομή του πληθυσμού της, αναδιαμορφώνοντας έτσι ουσιαστικά τη φυσιογνωμία της». Αντιπροσωπευτικές ακουαρέλες Άγγλων και Γάλλων στρατιωτών που υπηρέτησαν στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου πλαισιώνουν τις φωτογραφίες, αποτυπώνοντας όχι μόνο μνημεία και τοπία της Θεσσαλονίκης, αλλά και τους δρόμους, τις αγορές και τους καθημερινούς ανθρώπους της, αυτούς που κυρίως επλήγησαν από την πυρκαγιά (οι Δυτικοί στρατιώτες γοητεύονταν από τον «ανατολίτικο εξωτισμό» των φυλών, των ενδυμασιών και των στάσεων του πολύμορφου πληθυσμού της). Για την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλης μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1917 κλήθηκε ο Γάλλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ. Στα σχέδιά του αποτυπώθηκε το πνεύμα της νεότευκτης τότε επιστήμης της δυτικής πολεοδομίας, που επέφερε τον εκ βάθρων ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης, οδηγώντας σε οριστικό τέλος την παλιά πόλη, που είχε καταφέρει να επιβιώσει λίγο έως πολύ αλώβητη μέχρι το 1917 (και σε κάποιες περιοχές μέχρι το σεισμό του 1978).

 

 

thessalonikis-eborion-1870-1970

Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970

Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς

 

Η έκδοση, αποτέλεσμα διευρυμένης ερευνητικής εργασίας του συγγραφέα, είχε σημείο εκκίνησης την ομώνυμη έκθεση «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970», η οποία παρουσιάστηκε από το ΠΙΟΠ στη Θεσσαλονίκη το 2017, με αφορμή τα εκατό χρόνια από την πυρκαγιά του 1917. Ο συγγραφέας εμπλούτισε την αρχική έρευνα, παραδίδοντας ένα έργο σύνθετο και εμπεριστατωμένο, πολύτιμο για την επιστημονική κοινότητα αλλά και ιδιαίτερα χρήσιμο και για το ευρύτερο κοινό.

Στην έκδοση καταγράφεται και φωτίζεται η εξέλιξη της οικονομικής γεωγραφίας στη Θεσσαλονίκη, η τοπογραφία του εμπορίου και της βιοτεχνίας, η δεκτικότητα σε νέες επιδράσεις, η προσαρμογή στις ιστορικές μεταβάσεις ή τομές που συντελούνται στην πόλη κατά την περίοδο των εκατό υπό μελέτη ετών. Μερικά από τα θέματα που προσεγγίζονται είναι οι θαλάσσιοι και χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι, το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, οι επενδύσεις και οι μεταφορές, η διαμόρφωση των εμπορικών αγορών και των βιοτεχνικών γειτονιών, οι μεταβολές και αλλαγές χρήσης γης και ιδιοκτησίας, η συγκέντρωση εργαστηρίων και εμπορικών καταστημάτων ανά γειτονιά, η κοινωνικότητα μέσω του καθημερινού λιανικού εμπορίου, η εξέλιξη των καταναλωτικών συνηθειών των κατοίκων.

Η εμπορική ιστορία της πόλης «διαβάζεται» σε συσχετισμό με τα σημαίνοντα ιστορικά γεγονότα: τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκικής κυριαρχίας, τους Βαλκανικούς Πολέμους και την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, την πυρκαγιά του 1917, το προσφυγικό κύμα που συνδέεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα χρόνια της Κατοχής και την σχεδόν ολοσχερή εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, τη σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής και καθημερινής ζωής από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα, τις αλλαγές στον τρόπο ζωής κατά τη δεκαετία του ’60, τη διαχρονική παρουσία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Τα στατιστικά στοιχεία της έκδοσης και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό «συνομιλούν» με το κείμενο, τεκμηριώνουν την έρευνα, αναδεικνύουν το ευρύ φάσμα της οικονομικής ζωής και της εμπορικής τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης.

 

 

thessaloniki-i-thessaloniki-mesa-apo-ton-fako-tou-aristoteli-zachou-1912-1917

Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου, 1912-1917

Μουσείο Μπενάκη

 

(. . .) Ο φακός του Ζάχου είναι ο φακός του αρχιτέκτονα. Εστιάζει στο σύνολο ή στη λεπτομέρεια του υλικού αυτού. Το επιχειρήσαμε, γιατί πιστεύουμε ότι ο φακός του Αριστοτέλη Ζάχου, έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Δεν πρόκειται για θέματα που κάποιος φωτογράφος γνωστός ή μη, επιλέγει τυχαία ή με κριτήρια δημοσιογραφικά, κοινωνικά, πολιτιστικά. Ο φακός του Ζάχου είναι ο φακός του αρχιτέκτονα. Εστιάζει στο σύνολο ή στη λεπτομέρεια στοχεύοντας κάθε φορά να αποτυπώσει την πόλη, το μνημείο, την κρήνη, έτσι που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο έρευνας και μελέτης. Δεν προσπαθεί να εξωραΐσει το θέμα του, να παίξει με τις σκιές. Οι φωτογραφίες του θυμίζουν αρχιτεκτονικό σκίτσο, είναι εργαλεία δουλειάς. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν μια δική τους παράξενη γοητεία. Το λεύκωμα με τις φωτογραφίες του Αριστοτέλη Ζάχου, δεν είναι ένα ακόμα λεύκωμα για τη Θεσσαλονίκη. Είναι κάτι διαφορετικό. Ενώ παρουσιάζει μοναδικά τεκμήρια για τη Θεσσαλονίκη που χάθηκε και παρέχει στους αρχιτέκτονες και τους ιστορικούς νέα στοιχεία για την έρευνα, είναι εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον και για τον μη ειδικό, πιάνοντάς τον απ΄ το χέρι τον περπατά στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα, σταματώντας μπροστά στα τείχη του κάστρου, στις κρήνες, στις μικρές εκκλησίες, στα οθωμανικά τεμένη (. . .)