Όπως καταγράφεται σε μια από αυτές, γραμμένη στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Βασίλειος «ἦτον δὲ ὅσον εἰς τὸν τύπον τοῦ σώματος πολλὰ μακρής, ξηρὸς καὶ μὲ ὀλίγην σάρκα. Μελανὸς εἰς τὸ χρῶμα, συγκερασμένος, μὲ κιτρινάδα εἰς τὸ πρόσωπον, μὲ ῥίνα ὁποὺ ἔκλινε, κυκλοειδῆς ἔχων τὰς ὀφρίας, τὸ ἐπισκίνιον συνεσπακώς, καὶ ὁμοιάζων ἐννοηματικῶν ἀνδρὸς καὶ φροντιστικοῦ, ὀλίγαῖς ἀμαρυγαῖς τὸ πρόσωπον ῥυτιδούμενος. Μακρὰ ἔχων τὰ μάγουλα, κοῖλος εἰς τοὺς κροτάφους, κάμποσον κουρεμένος, καὶ ἀρκετῶς μακρὰν ἔχων τὴν γενειάδα, πολιὸ μεσαίως εἰς τὰς τρίχας». [1]

ΙΠΑ/ ΜΙΕΤ, Παλαίτυπα Σπάνια 268
Αυτή η αντίληψη επικρατεί και στην εικονογραφική εκκλησιαστική παράδοση.

Ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία, Κίεβο, 11ος αιώνας
Το πώς η φιγούρα του Σάντα Κλάους/Αγίου Νικολάου έφτασε να ταυτιστεί με τον Άγιο Βασίλειο μπορεί να εξηγηθεί από το ρόλο που παίζουν οι παραδόσεις που σχετίζονται με τους δύο αγίους στο πλαίσιο των εορτών της Χριστουγεννιάτικης περιόδου. Ο Άγιος Νικόλαος, κομιστής δώρων στη μακραίωνη παράδοση της Δυτικής χριστιανοσύνης, μόλις στα μέσα του 20ού αιώνα συνδέεται με την αντίστοιχη θέση του Μεγάλου Βασιλείου στην παράδοση της Ανατολής, που σχετίζεται όμως με την ανταλλαγή δώρων κατά την Πρωτοχρονιά.[2]
Πώς, όμως, ο Άγιος Βασίλειος συνδέεται με αυτήν την τελευταία ημέρα και τις σχετικές παραδόσεις;
Η πρώτη λογική σύνδεση σχετίζεται με την κατά παράδοση αποδιδόμενη ημέρα του θανάτου του, η οποία τοποθετείται την 31η προς 1η Ιανουαρίου του 379.[3] Η σύνδεση με την 1η Ιανουαρίου υποννοείται στον επιτάφιο που συνέθεσε ο αδερφός του Βασιλείου, Γρηγόριος.[4] Η σαφής αναφορά της, ωστόσο, βρίσκεται σε ένα κείμενο που λανθασμένα αποδόθηκε στον Αμφιλόχιο επίσκοπο Ικονίου, σύγχρονο του Μ. Βασιλείου, το οποίο όμως από την έρευνα θεωρείται κατοπινό δημιούργημα, όχι πολύ μακριά της εποχής των δύο πρωταγωνιστών.[5]

F. Combefis (εκδ.), Tῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου, Μεθοδίου Πατάρων καί Ἀνδρέου Κρήτης τὰ εὑρισκόμενα, Παρίσι 1644,176
Το ίδιο κείμενο, που θεωρείται ότι αποτελεί φορέα τοπικών παραδόσεων που σχετίζονται με το δημοφιλή επίσκοπο στην περιοχή της Καππαδοκίας, παραδίδει μεταξύ άλλων και μια ενδιαφέρουσα ιστορία που σχετίζει το Βασίλειο με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον γνωστό ως παραβάτη στην ιστοριογραφία.[6] Αν και η ίδια ιστορία συναντάται με μικρές παραλλαγές όπου στη θέση του Ιουλιανό, έχουν τον αυτοκράτορα Ουάλη, το μοτίβο της είναι κατά βάση το ίδιο:
Ο αυτοκράτορας απειλεί την πόλη της Καισάρειας, λόγω της σύγκρουσής του με τον επίσκοπό της. Η σωτηρία της βρίσκεται στη λύση της προσφοράς ενός μεγάλου δώρου, το οποίο θα προκύψει από τη συγκέντρωση των πολυτίμων κοσμημάτων των κατοίκων της πολής. Τελικά, ο (θαυματουργικός) θάνατος του αυτοκράτορα αποτρέπει την τελευταία στιγμή τόσο την καταστροφή της πόλης, όσο και την προσφορά του δώρου, το οποίο παραμένει στην πόλη.

ΙΠΑ/ ΜΙΕΤ, χειρόγραφο 27, σελ.177 (Χρονογραφία Μαλάλα, διήγηση για την ιστορία του Μ. Βασιλείου)
Η ανάλυση της συγκεκριμένης αφήγησης οδήγησε τους ερευνητές πρώτα στην περιοχή της Συρίας, όπου φαίνεται ότι ο θάνατος του Ιουλιανού δημιούργησε μια σχετική παράδοση, η οποία πολύ σύντομα, ήδη στις αρχές του επόμενου, (5ου) αιώνα, πέρασε στην περιοχή της Καππαδοκίας,[7] όπου συνδέθηκε με τον δημοφιλή επίσκοπο, πιθανόν βασιζόμενη σε αναφορά του επιτάφιου που συνέθεσε ο επιστήθιος φίλος του Βασιλείου, Γρηγόριος ο Θεολόγος.[8]
Εκεί γίνεται αναφορά για την διαμάχη του Βασιλείου με τον αυτοκράτορα και την τελική επικράτηση του πρώτου. Φυσικά, με βάση το χρονολογικό πλαίσιο, ο αυτοκράτορας ήταν ο Ουάλης.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι δύο παραδόσεις, μία τοπική Καππαδοκική και μία Συριακή που συναντώνται στις αρχές του 5ου αιώνα στην Καππαδοκία, σχηματίζουν δύο εκδοχές μιας κοινής ιστορίας σύγκρουσης μεταξύ του Βασιλείου και του αυτοκράτορα (είτε του Ουάλη είτε του Ιουλιανού).
Το ερώτημα είναι πώς και γιατί συνδέονται αυτές οι ιστορίες με τις παραδόσεις γύρω από την Πρωτοχρονιά. Από τα μέσα του 19ου αιώνα λαογραφικές και άλλες έρευνες στην περιοχή της Καππαδοκίας φέρνουν στο φώς λαϊκές ιστορίες που διηγούνται οι κάτοικοι στους ερευνητες με περιεχόμενο ακριβώς τη διαμάχη του Βασιλείου με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον εκ θαύματος θάνατο του τελευταίου και τη σωτηρία της Καισάρειας από την απειλούμενη καταστροφή.[9]
Το 1907 ο Κουκουλές δημοσιεύει στο περιοδικό Ξενοφάνης μια διήγηση ενός μαθητή του προερχόμενου από την Καππαδοκία, η οποία συνδέει την ιστορία με την παράδοση της πίτας. Το θέμα έχει ως εξής: μετά την άρση της απειλής με το θάνατο του αυτοκράτορα, γεννιέται το πρόβλημα της επιστροφής των τιμαλφών στους κατοίκους της Καισάρειας από τους οποίους είχαν συγκεντρωθεί.[10] Το πρόβλημα λύθηκε και αυτό με θαυμαστό τρόπο από τον Βασίλειο: αποφασίζει να κατασκευάσουν πίτες μέσα στις οποίες τοποθετούν τα πολύτιμα είδη και να μοιραστούν στους κατοίκους, οι οποίοι βρίσκουν μέσα σε αυτά ο καθένας τη δική του προσφορά.

ΙΠΑ ΜΙΕΤ, Παλαιτυπα Σπανια, Συλλογη Πέζαρου 9, Ιερά Βίβλος η καλούμενη Αποστολική Σαγήνη (…) Ιωάννου του εκ της Λίνδου, Ενετίησις 1785, σελ. 85 (β΄)
Δύο χρόνια αργότερα, το 1909, ένας άλλος σπουδαίος ερευνητής, ο Παπαδόπουλος Κεραμέας δημοσιεύει στο περιοδικό Λαογραφία, ένα τραγούδι το οποίο ανακάλυψε σε έναν βυζαντινό κώδικα των Ιεροσολύμων.[11] Το τραγούδι είναι αφιερωμένο στην ίδια ιστορία, ψαλλόταν από κληρικούς και ψάλτες την παραμονή της γιορτής του Μεγάλου Βασιλείου. Μία ακόμη παραλλαγή του δημοσιεύει ο Dawkins το 1946 στο The Journal of Hellenic Studies.[12] Και στις δύο εκδοχές, στο τέλος γίνεται μια αναφορά και στην προσφορά δώρων και στα «κάλανδα».
Με αυτές τις δύο αναφορές, ίσως φτάνουμε στο κομβικό σημείο της συνάντησης της ιστορίας του Μεγάλου Βασιλείου με τις παραδόσεις της Πρωτοχρονιάς και ειδικά με την κοπή της πίτας που παραδοσιακά αποδίδεται ως ‘βασιλόπιτα’.
Όπως υποθέτει η Margaret M. Hasluck το 1927 σε άρθρο της στο περιοδικό Folklore, η παράδοση αυτή συσχετίζεται με τις παραδόσεις που συνδέονται με τις ρωμαϊκές εορτές των Καλένδων, δηλαδή της πρωτοχρονιάς που με τη σειρά τους σχετίζονται με τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια ή Κρόνια, που ξεκινούσαν νωρίτερα μέσα στο Δεκέμβρη και κορυφώνονταν γύρω από την αλλαγή του έτους, στην 1η Ιανουαρίου.[13]

ΙΠΑ ΜΙΕΤ, Χειρόγραφα, Συλλογή Πέζαρου 31, φ.166β (Ωρολόγιον)
Αν και ήδη από το 1917 τη συσχέτιση είχε επιχειρήσει ο Βολονάκης σε μια σχετική μελέτη του,[14] η Hasluck εμβαθύνει στην ανάλυση της παράδοσης, βρίσκοντας τη σχέση της σε ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον σημείο.

Μ. Δ. Βολονάκης, «Ιστορία του εορτασμού της πρώτης του έτους», Αθήνα 1917
Καθώς παρατηρεί ότι στο Βαλκανικό χώρο, τη Ρωσσία, αλλά και μεγάλο μέρος του Ελλαδικού χώρου, η παράδοση της πίτας δεν σχετίζεται με το Μ. Βασίλειο, αλλά με τις Χριστουγεννιάτικες παραδόσεις, ανατρέχει στην αντίστοιχη δυτική παράδοση του Άρτου των Βασιλιάδων, Pain des Rois ή Gâteau des rois.[15]
Η παράδοση αυτή που τοποθετείται στην 12η ημέρα των εορτών (12th night Cake στην Αγγλία), συμπίπτει με την ημέρα των Θεοφανείων ή τα Επιφάνεια, τα οποία στην αρχαία Εκκλησία, μέχρι τουλάχιστον τον 5ο αιώνα αποτελούσαν την μοναδική εορτή της Επιφάνειας του Θεού στην ιστορία, δηλαδή της Ενσάρκωσης.[16] Στη Δύση, επιπλέον, οι εορταστικές τελετουργίες εκείνες τις ημέρες συνδέθηκαν με την τιμή στους Τρεις Μάγους ή Βασιλείς.[17]
Οι τελετουργίες που σχετίζονται με την παράδοση αυτή, δεν αποτελούσαν παρά τον εκχριστιανισμό των ρωμαϊκών παραδόσεων κατά τις εορτές των Σατουρναλίων, οπότε μεταξύ άλλων ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό ήταν η μαντική, η μεταμφίεση, η παρενδυμασία και η αντιστροφή ρόλων, που ήθελε να δείξει την -έστω πρόσκαιρη- ισότητα μεταξύ δούλων και βασιλέων εκείνες τις ημέρες.[18]

Jakob Jordaens, The King Drinks, 1640
Ο Λιβάνιος, που περιγράφει αυτές τις γιορτές, μιλά για ανάμιξη, ισηγορία.[19] Οι παραδόσεις αυτές πολεμήθηκαν από την Εκκλησία: ο Χρυσόστομος στην Ανατολή και ο Αυγουστίνος στη Δύση αποτελούν τους σημαντικότερους πολέμιους.[20] Το αποτέλεσμα είναι η αντικατάστασή τους με αντίστοιχες χριστιανικές ιστορίες και τελετουργικά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του μετασχηματισμού των παραδόσεων αυτών, ήταν η ταύτιση των βασιλέων, με τους τρεις μάγους, οι οποίοι αποδίδονται ως ‘βασιλείς’ στην χριστιανική παράδοση.[21]

ΙΠΑ ΜΙΕΤ, χειρογραφο 38, φ.107β (Μάγοι Περσών βασιλείς…)
Η Hasluck υποθέτει βάσιμα ότι η ετυμολογική συσχέτιση των δύο λέξεων βασιλέυς-Βασίλειος, επέφερε την ένωση των παραδόσεων που συναντώνται στη σύνθετη λέξη ‘βασιλο-πιτα’. Τοποθετεί μάλιστα με βάση τις μαρτυρίες αυτές την συσχέτιση αυτή στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπου συναντάται η πρώτη σχετική μαρτυρία.[22]
Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι η σχέση του Μ. Βασιλείου με τις πρωτοχρονιάτικες παραδόσεις παρατηρείται σε δύο κυρίως σημεία: τα τραγούδια και την πίτα που σχετίζονται με τις ρωμαϊκές καλένδες, δηλαδή την αλλαγή του χρόνου την 1η Ιανουαρίου. Αυτή η ημέρα είναι ημέρα της τιμής του στην Ανατολή (σε αντίθεση με τη Δύση που τον τιμά στις 14 Ιουνίου). Οι ιστορίες που σχηματίζουν τις παραδόσεις γύρω από την τιμή του Μ. Βασιλείου, σχετίζονται με τη σειρά τους με τις παραδόσεις των ημερών αυτών. Πρώτα, με την ανταλλαγή των δώρων και πολύ αργότερα με την πίτα μέσω μιας ετυμολογικής σχέσης.

ΙΠΑ ΜΙΕΤ, Χειρόγραφο 43, φ.27 (Λειτουργία του Μ. Βασιλείου)
Βλέπουμε τελικά, πώς ένα ακόμη κοινό σημαίνον, η λέξη βασιλεύς/βασίλειος, συνδέει διαφορετικά σημαινόμενα. Αυτό που είναι σημαντικό να κατανοηθεί ως συμπέρασμα είναι το πώς οι ανθρώπινες κοινωνίες μέσα από ιστορίες και τελετουργικά νοηματοδοτούν τους ρυθμούς τους, εξυπηρετούν τις ανάγκες τους, κατανοούν τη θέση τους στο χώρο και τον χρόνο. Οι ιστορίες δημιουργούνται από και για τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι για τις ιστορίες θα λέγαμε. Οι συνεχείς μετασχηματισμοί μέχρι και σήμερα, όπως στην περίπτωση του Σάντα Κλάους – Άγιου Βασίλη, μας το θυμίζουν πολύ γλαφυρά. Αν γεννιέται ένα συμπέρασμα από αυτήν την εξιστόρηση, το γεννούν οι ίδιες ιστορίες: αποτελούν σημάδι ζωής, όσο μετασχηματίζονται ακολουθώντας τις διαδρομές της ανθρώπινης ιστορίας όπως προκύπτει από τις ανάγκες των κοινοτήτων και των κοινωνιών. Ο χριστιανισμός όσο επιχείρησε θεσμικά τη συμμόρφωση, άλλο τόσο άφηνε χαραμάδες, ρωγμές στις κοινωνίες για να προσαρμόζουν τις ιστορίες τους και τις ανάγκες τους που ξεπηδούσαν ζωντανές μέσα σε αυτά τα πλαίσια.
Φωτογραφία εξωφύλλου: ΙΠΑ/ ΜΙΕΤ, Συλλογή Παπακώστα 82 (πρωτοσέλιδο εφημερίδας «Η Ελληνικη», 1 Ιανουαρίου 1927)
* Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στην εκδήλωση «Στο Εργαστήρι μας». «Κτυπώμεν το βούτυρον…» Η βασιλόπιτα από το χθες στο σήμερα
Σταύρος Γριμάνης, ΙΠΑ/ ΜΙΕΤ
[1] Βίοι αγίων εκ της ελληνικής γλώττης, ήτοι εκ των Συναξαρίων μεταφρασθέντες, παρά Μαξίμου Επισκόπου Κυθήρων εις κοινήν ωφέλειαν. Παρά Νικολάω Γλυκεί ᾳχπε΄. [ΙΠΑ/ΜΙΕΤ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 268], 317.
[2] Βλ. «Άγιος Νικόλαος – Santa Claus – Αϊ-Βασίλης», https://mietbookstore.gr/agios-nikolaos-santa-claus-ai-vasilis/
[3] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Βρυξέλλες 1902, 365-366.
[4] Γρηγορίου Νύσσης, Επιτάφιος Λόγος είς τον ίδιον αδελφόν Μ. Βασίλειον, PG 46, 769.
[5] F. Combefis (εκδ.), Tῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου, Μεθοδίου Πατάρων καί Ἀνδρέου Κρήτης τὰ εὑρισκόμενα / SS. Patrum Amphilochii Iconiensis, Methodii Patarensis, et Andreae Cretensis opera omnia quae reperiri potuerunt, Παρίσι 1644, 155 κ.εξ. Για την κριτική του βίου βλ. J. Wortley, «The Pseudo-Amphilochian Vita Basilii: An apocryphal Life of Saint Basil The Great», Florilegium 2 (1980), 217-239.
[6] F. Combefis (εκδ.), ό.π., 179.
[7] Norman H. Baynes , «The Death of Julian the Apostate in a Christian Legend», The Journal of Roman Studies, 27 / 1 (1937), 22-29, ιδ. 26-29. Για την ιστορία και τις πηγές της βλ. και P. Peeters, «Un miracle des SS. Serge et Theodore et la Vie de S. Basile dans Fauste de Byzance», Analecta Bollandiana 39 (1921), 65-88, ιδ.69 κ.εξ.
[8] Γρηγορίου Θεολόγου, Είς τον μέγαν Βασίλειον, επίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, επιτάφιος, PG 36, 493 κ.εξ., ιδίως 553-557.
[9] Ν. Σ. Ρίζος, Καππαδοκία ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας, και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου, Κωνσταντινούπολη 1856, 138. E. H. Carnoy / J. Nicolaides, Traditions populaires de l’ Asie Mineure, Παρίσι 1889,187-190. Α. Λεβίδου, Αι εν μονολίθοις μοναί της Καππαδοκίας και Λυκαονίας, Κωνσταντινούπολη 1899, 54-55.
[10] Φ. Κουκουλές, «Διατί θέτομεν εντός της βασιλόπηττας νομίσματα», Ξενοφάνης 4/3 (1906), 155-156.
[11] Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, «Δύο Βυζαντινά Κάλανδα», Λαογραφία 1 (1909), 564-567.
[12] R. M. Dawkins, «A Byzantine Carol in Honour of St. Basil», The Journal of Hellenic Studies 66 (1946), 43-47.
[13] Margaret M. Hasluck, «The Basil-Cake of the Greek New Year», Folklore 38/2 (1927), 143-177, ιδίως 168 κ.εξ. Για τις γιορτές και τις τελετουργίες βλ. Michel Meslin, La fête des calendes de janvier sous l’Empire romain, Βρυξέλες 1970, Angela Standhartinger, «The Saturnalia in Greco-Roman Culture», στο D.E.Smith / H.E. Taussig (επιμ.), Meals in the Early Christian World Social Formation, Experimentation, and Conflict at the Table, Νέα Υόρκη 2012, 179–89. Και Fritz Graf, Roman Festivals in the Greek East. From the Early Empire to the Middle Byzantine Era, Cambridge 2015, 72 κ.εξ.
[14] Μ. Δ. Βολονάκης, Ιστορία του εορτασμού της πρώτης του έτους, Αθήνα 1917.
[15] Margaret M. Hasluck, ό.π., 159-167. Πρβλ. L. Bonnemere, «Le jour des rois en Normandie», Revue des Traditions Populaires 2 (1887), 55-56. Anne Lawrence, «The Twelfth Cake», https://unireadinghistory.com/2016/12/09/christmas-2016-2/ . Alexia MacClain, «Twelfth Night Traditions: A Cake, a Bean, and a King», https://blog.library.si.edu/blog/2013/01/04/twelfth-night-traditions-a-cake-a-bean-and-a-king/#.WG2ZgvkrJPY .
[16] B. Botte, Les origines de la Noel et de l’ Epiphanie, Louvain 1932.
[17] Anke A. van Wagenberg-ter Hoeven, « The Celebration of Twelfth Night in Netherlandish Art», Simiolus: Netherlands Quarterly for the History of Art 22 (1993 – 1994), 65-96.
[18] Για τη σημασία της αντιστροφής ρόλων στη λαϊκή κουλτούρα κατά το Μεσαίωνα βλ. Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, Ηράκλειο 2017, 230-231. Πρβλ. J.G. Frazer, Early History of the Kingship, Λονδίνο 1905, 265 κ.εξ. όπου αναλύεται ο θάνατος του βασιλιά στις σχετικές εορταστικές τελετουργίες. Για τις μιμήσεις, μεταμφιέσεις και τα σκώμματα βλ. και Ν. Πολίτης, Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Γ΄, Αθήνα 1931, 198-201.
[19] Λιβανίου, Έκφρασις Καλάνδων, εκδ. I. Reiske, Libanii Sophistae Orationes et Declamationes, Άλτενμπουργκ 1797, 1053-1056: «καὶ πρὸς κύβοις εἰσὶ δεσπόται τὸ ἀναμίξ και οικέται και ραθυμῆσαι τότε οἰκέτην οὐδὲν δεινόν. ἀλλὰ καὶ μεθύων τὶς αἰτίαν διέφυγε, τῆς ἑορτῆς παραιτουμένης. ἐπεὶ καὶ παιδαγωγός τις ἄγριος , τότε οὐκ ἄγριος· καὶ διδάσκαλός ὅστις χαλεπός, τότε οὐ χαλεπός. ἀλλ᾿ ἰσηγορίαν ὁ καιρὸς ποιεί».
[20] Fritz Graf, Roman Festivals in the Greek East. From the Early Empire to the Middle Byzantine Era, Cambridge 2015, 128 κ.εξ. πρβλ. Ο ίδιος, «Fights about Festivals: Libanius and John Chrysostom on the Kalendae Ianuariae in Antioch», Archiv für Religionsgeschichte 13/1 (2012), 175-186.
[21] Hasluck, ό.π., 168-169.
[22] Για τις λαογραφικές σχετικές παραδόσεις βλ Δ. Λουκάτος, «Το έθιμο της βασιλόπιτας», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1962), 104-143.