Το βιβλίο αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία τόσο για τις προσκυνηματικές πρακτικές των χριστιανών στους Αγίους Τόπους όσο και για το ενδιαφέρον του Πατριαρχείου για την καλλιέργεια, την καθοδήγηση, αλλά και τον έλεγχο των πρακτικών αυτών μέσω της δύναμης του έντυπου βιβλίου και της διάδοσής του.
Ο πατριάρχης Κύριλλος Β΄ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την παιδεία, αλλά και για την κοινωνική πρόνοια στην Παλαιστίνη. Είναι εκείνος που ίδρυσε τη Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου και το τυπογραφείο του Κοινού του Παναγίου Τάφου (1853), για ελληνικά και αραβικά βιβλία, με σκοπό την αντιμετώπιση της ετερόδοξης προπαγάνδας, η οποία την περίοδο αυτή γνωρίζει έξαρση. Παύθηκε λόγω εκκλησιαστικής έριδας (Βουλγαρικό σχίσμα) το 1872, αν και υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο διάδοχός του, κατά την πατριαρχία του οποίου εκδόθηκε για τρίτη φορά το βιβλίο, αντιμετώπισε προβλήματα αναγνώρισης από το ποίμνιό του και παύθηκε τελικά το 1875.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πρέπει να τοποθετηθεί και η έκδοση του βιβλίου. Το κείμενο αποτελείται από ομάδες ύμνων που ψάλλονται από τους προσκυνητές κατά τη διάρκεια της μετακίνησης και των επισκέψεών τους σε ιερούς χώρους που σχετίζονται με γεγονότα των τελευταίων ημερών της ζωής του Χριστού και την Ανάστασή Του.
Οι ύμνοι δεν αποτελούν μέρος ακολουθιών, αλλά συγκροτούν οι ίδιοι μια ιδιαίτερη ακολουθία προσκυνηματικής λιτανείας στους ιερούς τόπους του Πάθους και της Ανάστασης. Η λιτανεία ξεκινά μπροστά στον Άγιο Τάφο και καταλήγει πάλι εκεί. Η ακολουθία, που αποτελείται από τροπάρια (κυρίως κατά το πρότυπο της Θ΄ ωδής του Παρακλητικού Κανόνα), αιτήσεις, αναγνώσματα και ευχές, απαιτεί τη συμμετοχή κλήρου και λαού. Στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται κοντάκιο και παρακλητικός κανόνας στον «Πανάγιον και Ζωοδόχον Τάφον».
Οι οδηγίες που παρεμβάλλονται δίνουν πληροφορίες για το πού και πότε ψάλλεται από τους προσκυνητές κάθε ομάδα ύμνων, π.χ. «Ψαλλόμενα ἐν τῷ πορεύεσθαι λιτανεύοντας εἰς τὸ Παρεκκλήσιον τῆς μαστιγώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (σελ. 11).
Οι πιστοί, με επικεφαλής κληρικούς και χορούς ψαλτών, περιφέρονται στους χώρους των προσκυνημάτων. Με αυτές τις οδηγίες το βιβλίο δημιουργεί ένα πλαίσιο που δίνει συγκεκριμένη φόρμα στο προσκύνημα και στην κίνηση των προσκυνητών, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει (έντυπα) την οργανωμένη παρουσία των ορθοδόξων στους χώρους των προσκυνημάτων, όπου οι διεκδικήσεις των διαφόρων δογμάτων ήταν ζωηρές και κρίσιμες για τις δικαιοδοσίες των πατριαρχείων.
Η έκδοση συνοδεύεται από σειρά χαρακτικών που ζωντανεύουν το κείμενο και συγκροτούν μια συνεχή εικονογράφηση της ιστορίας του Πάθους και της Ανάστασης, αλλά και του τρόπου με τον οποίο τίμησαν κατόπιν οι πιστοί αυτά τα γεγονότα.
Είναι προφανές ότι ο δημιουργός του «Ὑμνῳδοῦ» προσέβλεπε σε έναν υποβλητικό και εποπτικό τρόπο προσέγγισης της διαδικασίας μέσω του ήχου, της μελωδίας, της εικόνας (38 χαρακτικά στην έκδοση του 1873), αλλά και της βιωμένης, σωματικής εμπειρίας κατά την επιτόπου ομαδική κίνηση και στάση των πιστών στα ιερά σημεία, με τη χρήση αρωματικών θυμιαμάτων, λαμπάδων, ύμνων, αγιογραφικών αναγνωσμάτων και ευχών.
Σταύρος Γριμάνης, ΙΠΑ/ΜΙΕΤ