Δωρεάν μεταφορικά από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

Λιβόρνο, η πόλη των «Εθνών»

Οι δράσεις μας
Λιβόρνο, η πόλη των «Εθνών»

Με αφορμή της εορτή του Αγίου Πνεύματος θυμόμαστε την ελληνορθόδοξη παρουσία στο Λιβόρνο, όπου η ομώνυμη κοινότητα διατηρούσε ναό προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Με αντικείμενο τη συλλογή βιβλίων και αρχειακό υλικό που συνδέεται με την ελληνορθόδοξη κοινότητα του Λιβόρνου και ανακαλύφθηκε στη Biblioteca Labronica του Λιβόρνου, εκπονείται ερευνητικό πρόγραμμα σε συνεργασία με τη Biblioteca Labronica, το Κέντρο Έρευνας Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού (ΚΕΜΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών και το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Συντονίστρια του προγράμματος και συγγραφέας του κειμένου είναι η δρ Δέσποινα Βλάμη, διευθύντρια ερευνών στο ΚΕΜΝΕ.

Προοίμιο

 

Στις 4 Δεκεμβρίου 1834 ο Μιχαήλ Ροδοκανάκης γιος του Δημητρίου και της Κορνηλίας Θαλασσινού, γεννημένος στη Χίο το 1775, υπήκοος Τοσκάνης και κάτοικος Λιβόρνου, μεγαλέμπορος στο επάγγελμα, έγραφε και υπέγραφε τη διαθήκη του «in Livorno, nel mese ed anno che sopra, nel mio Banco al primo piano posto in Piazza Grande no. 724, in una stanza con due finestre che guardano detta piazza e altra simile ad uso terrazzino che guarda sotto le loggie alle ore cinque pommeridiane». Το γραφείο με τα δύο παράθυρα και το μπαλκονάκι στο οποίο αναφερόταν ο Ροδοκανάκης εντοπίζεται ακόμη σήμερα πάνω από τις τοξωτές στοές που αναπτύσσονται περιμετρικά της πλατείας και στηρίζονται σε συστοιχίες από κολόνες που στηρίζουν χώρους γραφείων και κατοικιών με παράθυρα και μικρά μπαλκόνια που κοιτούν προς το εσωτερικό της. Εκείνο το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου ο Μιχαήλ Ροδοκανάκης βρισκόταν σε ένα από αυτά τα γραφεία της Piazza Grande, έδρα του υποκαταστήματος της εμπορικής εταιρείας Rodocanachi e Fratelli, που είχε ιδρυθεί στο Λιβόρνο το 1819 από τον ίδιο και τους αδελφούς του Φραγκίσκο, Εμμανουήλ και Σταμάτη.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-2

Livorno, Piazza Grande

 

 

H εταιρεία διατηρούσε επίσης γραφεία στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Με καταγωγή από τη Χίο, οι αδελφοί Ροδοκανάκη ήταν μία από τις πολλές εμπορικές οικογένειες του νησιού που στις αρχές του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο, όπου ανέπτυξαν σημαντική εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι Ροδοκανάκη αναλάμβαναν εισαγωγές και εξαγωγές εμπορευμάτων μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διάφορων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ παράλληλα παρείχαν μεσιτικές, τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες σε άλλες εμπορικές εταιρείες ως εμπορικοί πράκτορες. Η άφιξη των Χιωτών στο Λιβόρνο σηματοδότησε το δεύτερο σημαντικό κύμα μετακίνησης Ελλήνων εμπόρων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Τοσκάνη. Είχε προηγηθεί, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ένα απροσδόκητο κύμα μετακίνησης και εγκατάστασης στο λιμάνι εμπόρων και μικρεμπόρων με καταγωγή από την Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, τη δυτική Πελοπόννησο, τα νησιά του Ιονίου πελάγους, τη Θεσσαλονίκη και νησιά του Αιγαίου. Σε διάστημα τριών ετών, μεταξύ του 1760 και του 1763, 327 ελληνικής καταγωγής άνδρες έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο. Η ιδιαίτερη αυτή συγκυρία που οδήγησε στη συγκρότηση και οργάνωση μιας ελληνικής εμπορικής κοινότητας συνδεόταν με ένα ευρύτερο φαινόμενο μετακίνησης ελληνικής καταγωγής ορθοδόξων εμπόρων από την οθωμανική επικράτεια και τις βενετικές κτήσεις της Ανατολής προς τη Δύση με σκοπό την επέκταση των επιχειρήσεών τους και την ενσωμάτωσή τους σε διεθνή εμπορικά δίκτυα.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-3

Livorno, Via Grande

 

 

Το φαινόμενο περιλάμβανε το θαλάσσιο και χερσαίο εμπόριο και σχετιζόταν με την ακμή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας την ίδια περίοδο. Ήδη από το 1750 Έλληνες έμποροι παραλάμβαναν στο Λιβόρνο μεγάλα φορτία με εμπορεύματα της Ανατολής, τα οποία μετέφεραν πλοία με σημαία Greco-Ottomana ή της Ραγούζας, ακολουθώντας τις διαδρομές Μεσολόγγι–Λιβόρνο, Σμύρνη–Λιβόρνο, Θεσσαλονίκη–Λιβόρνο και Ιόνια νησιά–Λιβόρνο (με σταθμούς σε βραχονησίδες και λιμάνια της Καμπανίας, της Καλαβρίας και της Σικελίας). Τα φορτία που λάμβαναν οι Έλληνες έμποροι τα διοχέτευαν στην τοπική αγορά προς πώληση, τα διακινούσαν στην ενδοχώρα της Τοσκάνης, είτε τα μεταφόρτωναν σε πλοία με προορισμό τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Γιατί ωστόσο οι Έλληνες έμποροι επέλεξαν τον 18ο αιώνα το Λιβόρνο ως έδρα των επιχειρήσεών τους;

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-4

Χάρτης Λιβόρνου, 17ος αι.

 

 

Ήδη από τον 16ο αιώνα το λιμάνι είχε εξελιχθεί σε ένα από τα πλέον σημαντικά αποθηκευτικά λιμάνια entrepôt της Μεσογείου στο μέσο των θαλάσσιων δρόμων που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση. Προκειμένου να υποστηρίξουν την ανάδειξη του Λιβόρνου σε διεθνή και μεσογειακό εμπορικό κόμβο, οι κυβερνήτες της Τοσκάνης, η οικογένεια των Μεδίκων (1434–1737) και στη συνέχεια η δυναστεία των Λορένα Αψβούργων (1737–1797), χρηματοδότησαν την κατασκευή έργων υποδομής και εξέδωσαν σειρά διαταγμάτων που πρόσφεραν παροχές και προνόμια στις εθνικές και εθνοτικές ομάδες εμπόρων και επιχειρηματιών που θα επέλεγαν το λιμάνι ως έδρα των επιχειρήσεών τους. Το Λιβόρνο θα εξασφάλιζε στις εμπορικές κοινότητες εκτεταμένες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, μια οργανωμένη οικονομία αγοράς, ελευθερία συναλλαγών, απαλλαγή από δασμούς ως porto franco και, το κυριότερο, ανεξιθρησκία και προστασία της ζωής και της δραστηριότητάς τους. Η υλοποίηση μιας πολιτικής συνεργασιών με άλλες χώρες σε θέματα εμπορίου και ναυτιλίας συνέβαλε περαιτέρω στην ανάπτυξη του λιμανιού. Οι διμερείς συνθήκες συνεργασίας που υπογράφηκαν από την κυβέρνηση της Τοσκάνης και την Υψηλή Πύλη τη δεκαετία του 1740 είναι βέβαιο ότι υποκίνησαν το ρεύμα μετακίνησης Ελλήνων Οθωμανών εμπόρων προς το Λιβόρνο. Οι συνθήκες αφορούσαν την προστασία του εμπορίου και της ναυτιλίας σε περιοχές της Μεσογείου που λυμαίνονταν οι πειρατές της Βορείου Αφρικής και διασφάλιζαν, μεταξύ άλλων, προνόμια και απαλλαγές από δασμούς στους Οθωμανούς υπηκόους που θα εγκαθίσταντο στην Τοσκάνη. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας έλξης για τα ελληνικά εμπορικά συμφέροντα της εποχής ήταν το γεγονός ότι στο λιμάνι είχε εγκατασταθεί ήδη από τον 17ο αιώνα μια από τις πιο ισχυρές και δραστήριες αγγλικές εμπορικές κοινότητες της Μεσογείου, μια κοινότητα με κομβικό και ενδιάμεσο ρόλο στο εμπόριο μεταξύ Σμύρνης και Λονδίνου, στο οποίο συμμετείχαν πολλές οθωμανικές επιχειρήσεις. Τέλος, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η δραστηριότητα των ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων φαίνεται να ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βιομηχανία επεξεργασίας δερμάτων της Τοσκάνης, αλλά και με τη βιοτεχνία κατασκευής φεσιών στο Πράτο (beretti alla levantina): Οι Έλληνες εισήγαν στο Λιβόρνο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία διάφορες φυτικές ουσίες απαραίτητες για την επεξεργασία δερμάτων, μεταξύ αυτών την περίφημη vallonea (προερχόμενη από βαλανίδια), και παράλληλα εξήγαν φέσια, που διακινούνταν μέσω των οθωμανικών λιμανιών.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-5

Λιβόρνο, ο Ελληνορθόδοξος Ναός της Αγίας Τριάδος

 

 

Η ελληνική ορθόδοξη Συναδελφότητα της Αγίας Τριάδος (1773–1873)

 

Η ιστορία της ελληνικής εμπορικής κοινότητας στο Λιβόρνο από τον 18ο αιώνα συνδέθηκε άρρηκτα με την οικοδόμηση ορθόδοξου ναού αφιερωμένου στην Αγία Τριάδα το 1760 και την ίδρυση μιας ελληνικής ορθόδοξης Συναδελφότητας το 1773. Η οργάνωση ωστόσο των Ελλήνων της Τοσκάνης και η διασφάλιση του δικαιώματός τους να πρεσβεύουν το ορθόδοξο δόγμα και να συμμετέχουν σε θρησκευτικές τελετές ήταν μια μακρά διαδικασία, που είχε ξεκινήσει πολύ πριν, με την άφιξη των πρώτων ελληνικής καταγωγής επαγγελματιών στην περιοχή. Ήδη από τον 16ο αιώνα Έλληνες μισθοφόροι είχαν προσληφθεί στο Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, που ιδρύθηκε από τον Cosimo I των Μεδίκων για να αντιμετωπίσει τους πειρατές στη Μεσόγειο. Οι μισθοφόροι, μαζί με ναυτικούς, βιοτέχνες και μικρέμπορους, αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα ελληνικής παρουσίας στο λιμάνι και εγκαταστάθηκαν αρχικά, μαζί με τις οικογένειές τους, στην περιοχή S. Iacopo in Acquaviva. Η εκκλησία του S. Iacopo, παλαιό μοναστήρι των Αυγουστίνων, τους παραχωρήθηκε για να τελούν λειτουργίες. Αργότερα οι ελληνικές οικογένειες μεταφέρθηκαν στην περιοχή Borgo dei Greci, που χτίστηκε με εντολή του Φερδινάνδου Α΄ των Μεδίκων. Ο Μέγας Δούκας έδωσε επίσης άδεια για την κατασκευή ορθόδοξου ναού αφιερωμένου στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (SS. Annunziata), που εγκαινιάστηκε στις 25 Μαρτίου 1606. Ο ναός της SS. Annunziata μετατράπηκε τα επόμενα χρόνια σε πεδίο θρησκευτικής έριδας για θέματα δογματικά και εκκλησιαστικά, η οποία οδήγησε εντέλει στην απόσχιση του μεγαλύτερου μέρους των μελών της ελληνικής κοινότητας — η SS. Annunziata παρέμεινε έκτοτε τόπος λατρείας των ουνιτών.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-6

Λιβόρνο, SS. Annunziata, ο Ναός των Ελληνοκαθολικών

 

 

Οι Έλληνες ορθόδοξοι, αναφερόμενοι πλέον ως Greci schismatici, σύμφωνα με την ονομασία που τους απέδιδε σχετικό διάταγμα του Αρχιεπισκόπου της Πίζας του 1743, διαπραγματεύθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν το δικαίωμά τους να πρεσβεύουν το ορθόδοξο δόγμα και να τελούν λειτουργίες σύμφωνα με το τελετουργικό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Τη δεκαετία του 1750 εξασφάλισαν, με την υποστήριξη της κυβέρνησης της Τοσκάνης, την άδεια ανέγερσης ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας αφιερωμένης στην Αγία Τριάδα. Η εκκλησία εγκαινιάστηκε το 1760.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-7

Λιβόρνο, το εσωτερικό του ελληνορθόδοξου ναού της Αγίας Τριάδος

 

 

Το 1773 ιδρύθηκε η Συναδελφότητα της Αγίας Τριάδος, οργάνωση που ανέλαβε τη διοίκηση και διαχείριση του ναού και την εκπροσώπηση των Ελλήνων ορθοδόξων στις αρχές της Τοσκάνης. Η Συναδελφότητα αποτέλεσε ένα θεσμό που είχε ταυτόχρονα θρησκευτικό και κοσμικό χαρακτήρα, θύμιζε θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης σε ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίες, αλλά και ανάλογες οργανώσεις-αδελφότητες που είχαν ιδρυθεί ή επρόκειτο να ιδρυθούν από Έλληνες ορθοδόξους σε άλλα κέντρα του ελληνισμού της διασποράς. Η Συναδελφότητα είχε μια πολυσχιδή κοινωνική, εκπαιδευτική και φιλανθρωπική δραστηριότητα και εξασφάλιζε χρηματοδότηση από τα μέλη της, κυρίως τους Έλληνες εμπόρους της πόλης, οι οποίοι συμμετείχαν στη διοίκησή της. Πρόσφερε επιδόματα σε απόρους, κάλυπτε τα έξοδα της λειτουργίας του ορθόδοξου ναού και είχε εξασφαλίσει την οργάνωση και λειτουργία ελληνικού νοσοκομείου.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-8

Λιβόρνο, η ελληνική συνοικία

 

 

Παράλληλα είχε φροντίσει να αγοραστεί έκταση και να δοθεί άδεια για τη δημιουργία ελληνικού ορθόδοξου κοιμητηρίου. Ωστόσο η πιο σημαντική και πολυδάπανη δραστηριότητα της Συναδελφότητας αφορούσε την προώθηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού μέσω μιας οργανωμένης και μεθοδικής δράσης στους τομείς της εκπαίδευσης και των εκδόσεων. Από τα τέλη του 18ου αιώνα η Συναδελφότητα χρηματοδότησε τη διεξαγωγή ελληνικών μαθημάτων για τα παιδιά της κοινότητας και αργότερα ίδρυσε ελληνικό σχολείο, όπου δίδαξαν γνωστοί Έλληνες δάσκαλοι της εποχής, όπως οι Παναγιώτης Θωμάς, Καλλίνικος Κρεατσούλας, Γρηγόριος Παλιουρίτης, Ιωάννης Ανδρεάδης και Νικόλαος Σαριωάννης. Μία ακόμη πολύ σημαντική πρωτοβουλία της ήταν η θεσμοθέτηση τριών υποτροφιών για ελληνικής καταγωγής νέους που προέρχονταν από την οθωμανική επικράτεια και επιθυμούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε κάποιο πανεπιστήμιο της Ιταλίας. Το πρόγραμμα αυτό συζητήθηκε το 1775 στην ολομέλεια και υλοποιήθηκε από το 1792, στη συνέχεια καταργήθηκε για ένα χρονικό διάστημα και αναβίωσε το 1816. Η Συναδελφότητα χρηματοδότησε επίσης την έκδοση ελληνικών βιβλίων και ελληνικών μεταφράσεων και είχε συγκροτήσει σημαντική βιβλιοθήκη, η οποία βρισκόταν στα γραφεία της στην Οδό του Κήπου ή Via del Giardino, στο κέντρο του Λιβόρνου.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-9

Λιβόρνο, Via del Giardino

 

 

Ο 19ος αιώνας

 

Από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, ιδίως μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την οριστική αναχώρηση από το λιμάνι της βρετανικής εμπορικής κοινότητας, η ελληνική εμπορική δραστηριότητα παρουσίασε μεγάλη ανάπτυξη, καλύπτοντας εν μέρει το μεγάλο κενό που προξένησε στην οικονομία της πόλης η απουσία των βρετανικών επιχειρήσεων: Εντός ενός έτους, το 1815, ιδρύθηκαν στο Λιβόρνο 14 νέοι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι. Έως τα τέλη του 19ου αιώνα 85 ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν στην πόλη, 47 εκ των οποίων οργανωμένες σε οικογενειακή βάση, με διάρκεια ζωής από 4 έως 22 χρόνια. Από τα μέσα του 19ου αιώνα ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις εισήλθαν δυναμικά στον τομέα του εμπορίου του σιταριού με λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, έναν τομέα της οικονομίας της Τοσκάνης που γνώρισε τεράστια άνοδο: Υποκαταστήματα ελληνικών εταιρειών του Λιβόρνου ιδρύθηκαν στην Οδησσό, το Ταγκανρόγκ και το Ροστόβ. Παράλληλα αυξήθηκαν οι αφίξεις ελληνικών πλοίων με προέλευση από την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ τη δεκαετία του 1850 υπογράφηκε συνθήκη εμπορίου και ναυτιλίας μεταξύ της Τοσκάνης και του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Σταδιακά από την εποχή αυτή ελληνικές επιχειρήσεις εισήλθαν στους τομείς των ασφαλιστικών και τραπεζικών υπηρεσιών, και Έλληνες έμποροι έγιναν βασικοί μέτοχοι σε επιχειρήσεις εκμετάλλευσης των παραγωγικών πόρων της Τοσκάνης (εξόρυξη μεταλλευμάτων), σε βιομηχανίες (ζυθοποιία), σε κατασκευαστικές εταιρείες (κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών) και σε τράπεζες (Cassa di Sconto, Cassa di Risparmio, Banca di Livorno, Banca Generale, Banca Popolare).

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-10

Cassa di Risparmi di Livorno, σήμερα Fondazione di Livorno

 

 

Παρά το γεγονός ότι η σχέση της Συναδελφότητας της Αγίας Τριάδος και της ελληνικής εμπορικής κοινότητας με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα θερμή, τo 1843 το Λιβόρνο γίνεται ένα από τα πρώτα λιμάνια στην Ευρώπη όπου εγκαθίσταται ελληνική προξενική αρχή. Στη σχετική εισήγησή του προς τον Βασιλιά Όθωνα ο υπουργός εξωτερικών Σπυρίδωνας Τρικούπης ανέφερε χαρακτηριστικά: «Livourne compte plus des negociants que toute autre ville d’Europe».

 

Η οικονομική ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας τον 19ο αιώνα είχε ως συνέπεια την ενσωμάτωση των μελών της στην τοπική κοινωνία και την ανάληψη εκ μέρους τους διοικητικών θέσεων και δημόσιων αξιωμάτων. Ορισμένοι απέκτησαν τίτλους ευγενείας, εκπροσώπησαν την εμπορική κοινότητα ως Πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λιβόρνου, συμμετείχαν σε ad hoc συμβουλευτικές επιτροπές που σύστησε η κυβέρνηση της Τοσκάνης για το σχεδιασμό της εμπορικής πολιτικής, εκπροσώπησαν την Τοσκάνη ως πρόξενοι σε διάφορες χώρες. Οι πιο εύπορες οικογένειες αγόρασαν ιδιόκτητα κτίρια και αποθήκες στο κέντρο της πόλης, αλλά και εξοχικές βίλες στο δημοφιλές προάστιο του Monterotondo.

 

Η μεταβολή στο επιχειρηματικό και κοινωνικό προφίλ των Ελλήνων εμπόρων που δρομολογήθηκε σταδιακά απαντούσε στις διαρθρωτικές αλλαγές που επήλθαν στην οικονομία της Τοσκάνης και ολοκληρώθηκαν μετά την ενοποίηση της Ιταλίας το 1860 και την κατάργηση του καθεστώτος του ελεύθερου λιμανιού. Οι νέες συνθήκες που δημιούργησε η ενσωμάτωση των οικονομικών πόρων της περιοχής στην εθνική οικονομία της Ιταλίας επέφεραν τη συρρίκνωση των εμπορικών κοινοτήτων της πόλης, μεταξύ αυτών και της ελληνικής, που στα τέλη του 19ου αιώνα αριθμούσε πλέον μερικές μόνο οικογένειες.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-11

Χάρτης του Λιβόρνου

 

 

Αρχεία    

 

Η ιστορία της ελληνικής εμπορικής κοινότητας του Λιβόρνου και η ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με το λιμάνι της Τοσκάνης αναδεικνύονται με έναν γοητευτικό τρόπο μέσα από αρχειακά τεκμήρια και μνημεία της πόλης. Ένας φανταστικός ιστός συνδέει την άφιξη των πρώτων ναυτών, μικροβιοτεχνών και μικρεμπόρων στο λιμάνι, σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, με την οικοδόμηση ορθόδοξου ναού, τη διαμόρφωση ενός διεθνούς δικτύου εμπορικών συναλλαγών με κέντρο το λιμάνι, την ενσωμάτωση στην τοπική κοινωνία και τη διατύπωση των τελευταίων τους επιθυμιών σε σωζόμενες διαθήκες ή στις επιτύμβιες στήλες που κοσμούν την τελευταία κατοικία τους στο ελληνικό ορθόδοξο κοιμητήριο. Πλούσιο αρχειακό υλικό που αφορά την κοινότητα και τα μέλη της φυλάσσεται στα τοπικά αρχεία της πόλης. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο Λιβόρνο διατηρείται το αρχείο της Συναδελφότητας της Αγίας Τριάδος (1773–1873), ενώ πληροφορίες για την επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα των μελών της ελληνικής εμπορικής κοινότητας μπορεί κανείς να ανασύρει από το Αρχείο του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λιβόρνου (Circolari), το αρχείο της Biblioteca Labronica του Λιβόρνου, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στη Φλωρεντία (Catasto Fabbricati, Censimenti 1841–1861, Archivio Notarile, Testamenti), το αρχείο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στη Βενετία (Ληξιαρχικές Πράξεις Γάμων, Βαπτίσεων και Κηδειών από την Αγία Τριάδα του Λιβόρνου). Στο Ιστορικό Αρχείο του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών βρίσκεται επίσης κατατεθειμένο το αρχείο του ελληνικού προξενείου στο Λιβόρνο. Πρόσφατα εντοπίστηκαν στην Biblioteca Labronica αρχειακό υλικό (φάκελος με τίτλο «Insurrezione Greca») και εκδόσεις μεγάλης αξίας («Fondo Greco») που αφορούν την ιστορία της ελληνικής κοινότητας. Τα πολύτιμα τεκμήρια πλουτίζουν τις γνώσεις μας σχετικά με μια σειρά θεμάτων μεγάλου ενδιαφέροντος που συνδέονται με την ιστορία της Ελλάδας και του Λιβόρνου.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-12

Έντυπο της συλλογής «Fondo Greco» της Biblioteca Labronica του Λιβόρνου

 

 

Το «Fondo Greco», η συλλογή των εκδόσεων που ανήκαν στην ελληνική Συναδελφότητα, αναδεικνύει το θέμα της διαμόρφωσης και διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας εκτός οθωμανικής επικράτειας — μιας ταυτότητας που περιλάμβανε το ζήλο για την προστασία της ελληνικής γλώσσας, της ιστορικής μνήμης, των δεσμών με το ελληνικό πνεύμα και την παιδεία και που στο Λιβόρνο εκδηλώθηκε μέσω της χρηματοδότησης και οργάνωσης ελληνικού σχολείου, της συγκρότησης βιβλιοθηκών, της αγοράς και χρηματοδότησης ελληνικών βιβλίων. Το σπουδαίο αρχειακό υλικό που περιέχεται στο φάκελο «Insurrezione Greca» προβάλλει το Λιβόρνο ως κόμβο ενός συστήματος διακίνησης μυστικών και άλλων πληροφοριών που αφορούσαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τα πρόσωπα που συμμετείχαν στο σύστημα αυτό και το ρόλο τους στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Οι πληροφορίες διακινούνταν μέσω του Λιβορνέζου εμπορικού πράκτορα Tommaso Petrini, που βρισκόταν σε εντεταλμένη υπηρεσία υπό τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Jean Gabriel Eynard, καθώς και άλλων Ιταλών και Ελλήνων στο Λιβόρνο, στη Φλωρεντία, στην Ευρώπη και την Ελλάδα, που τον εξυπηρετούσαν ή συνεργάζονταν συστηματικά μαζί του. Τέλος, μέσα από το αρχειακό υλικό αναδεικνύεται η προσωπικότητα και η δραστηριότητα της σπουδαίας Ελληνοϊταλίδας ποιήτριας και συγγραφέα Αγγελικής Πάλλη Bartolommei, θυγατέρας του σημαντικού μέλους της ελληνικής εμπορικής κοινότητας και διακεκριμένου στελέχους της τοπικής κοινωνίας της Τοσκάνης Παναγιώτη Πάλλη.

 

 

livorno-i-poli-ton-ethnon-13

Έντυπο της συλλογής «Fondo Greco» της Biblioteca Labronica του Λιβόρνου

 

 

Το πολύτιμο υλικό της Biblioteca Labronica, η αξιοποίηση του οποίου αποτελεί αντικείμενο και στόχο του προγράμματος συνεργασίας μεταξύ της Biblioteca, της Ακαδημίας Αθηνών και του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, μας προσανατολίζει προς νέες ερευνητικές κατευθύνσεις και αναδεικνύει νέους συσχετισμούς και σχέσεις που υπερβαίνουν γεωγραφικά και θεματικά τα όρια του Λιβόρνου ως κέντρου του ελληνικού εμπορίου του 18ου και του 19ου αιώνα. Το Λιβόρνο, η Πίζα και η Φλωρεντία εμφανίζονται να συνδέονται με πνευματικές και πολιτικές διεργασίες στις οποίες μετέχουν Έλληνες και ξένοι, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας, στην εξέλιξη της Επανάστασης και στην οικοδόμηση του ελληνικού κράτους.

 

 

Δέσποινα Βλάμη
Διευθύντρια Ερευνών στο ΚΕΜΝΕ / Ακαδημία Αθηνών

 

 

 

• Addobbadi, A. / Aglietti, M. (επιμ.), La città delle nazioni. Livorno e I limiti del cosmopolitismo (1566–1834), Πίζα 2016.

• Agata dell’Popova, D., «Greci e Slavi in alcuni tentative popolazionistici dei primi Granduchi di Toscana», Europa Orientalis 9 (1989), 105–115.

• Biagi, M. G., «Le comunità eterodosse di Livorno e di Trieste nel secolo XVIII», Quaderni Stefaniani 5 (1986), 95–128.

• Bonifacio, G., «Il primo governatore di Livorno: Giovanni Volterra (1586–1595)», Bollettino Storico Livornese 3 (1939), 343–359.

• Camerani, S., «Contributo alla storia dei trattati commerciali fra la Toscana e I Turchi», Archivio Storico Italiano 97 (1939), 83–101.

• Capuano, C., «L’attivitá culturale e politica di Angelica Palli Bartolommei a Livorno negli anni 1830–1870», διδ. διατρ., Università di Pisa, Facoltà di Lettere, 1980–1981.

• Carpinato, C., «Appunti su Angelica Palli (1798–1875). La presenza femminile nella letteratura neogreca», στο Atti del VI Convegno Nazionale di Studi Neogreci, 19–21 Novembre 2001, Ρώμη 2003, 63–90.

• Castignoli, P., «Aspetti istituzionali della nazione inglese a Livorno», στο Atti del Convegno: Gli Inglesi a Livorno e all’isola d’Elba, Λιβόρνο 1980, 102–115.

• Ceccuti, C., «Il risorgimento greco e il filoellenismo nel mondo dell’Antologia», στο Indipendenza e unità nazionale in Italia ed in Grecia. convegno di studio, Atene, 2–7 ottobre 1985, Φλωρεντία 1987, 79–131.

• Coppini, P. R., Storia d’Italia, τ. 13/3: Il Granducato di Toscana. Dagli “Anni Francesi” all’Unità, Τορίνο 1993.

• Fratarelli Fischer, L., «Lo sviluppo di una città portuale: Livorno, 1575–1720», στο M. Folin (επιμ.), Sistole/Diastole. Episodi di trasformazione urbana nell’Italia delle città, Βενετία 2006, 271–333.

• Frattarelli Fischer, L., «Alle radici di una identità composita. La “nazione” greca di Livorno», στο G. Passarelli (επιμ.), Le Iconostasi di Livorno. Patrimonio iconografico post-bizantino, Λιβόρνο / Πίζα 2001, 47–62.

• Guarnieri, G., Cavalieri di Santo Stefano. Contributo alla storia della marina militare italiane 1562–1859, Πίζα 1928.

• Herlihy, P., «Russian wheat and the port of Livorno (1794–1865)», Journal of European Economic History 5/1 (1976), 46–68.

• Kuttufa, V., Discorso istorico-critico intorno all’origine e al possesso della venerabile chiesa nazionale della SS. Anunziata dei Greci della città di Livorno, Λιβόρνο 1856.

• Loromer, D., Merchants and Reform in Livorno (1814–1868), Berkeley 1987.

• Maitte, C., «Fabriquer des bérets à la levantine à Prato et à Orléans au XVIII siècle», στο J. Bottin / N. Pellegrin (επιμ.), Échanges et cultures textiles dans l’Europe préindustrielle. Actes du colloque de Rouen, 17–19 mai 1993 (Revue du Nord, no. 12, Hors-série, Collection Histoire), Lille 1996, 193–213.

• Marzagalli, S., «I negozianti delle città portuali in età napoleonica. Amburgo, Bordeaux e Livorno di fronte al blocco continentale (1806–1813)», διδ. διατρ., Istituto Universitario Europeo, Firenze, 1993.

• Panessa, G. G. / Lazzarini, M. T., La Livorno delle Nazioni. I luoghi di preghiera, Λιβόρνο 2006.

• Panessa, G. G., Le comunità greche à Livorno. Vicende fin integrazione e chiusura nazionale, Λιβόρνο 1991.

• Tazzara, C., The Free Port of Livorno and the Transformation of the Mediterranean World, 1574–1790, Οξφόρδη 2017.

• Vlami, D., Mercanti Greci a Livorno 1750–1868. Commercio, nazione, famiglia, Αθήνα 2021.

• Vlami, D. / Grimanis, St., «I greci a Livorno. Nuove informazioni dalle collezioni e dagli archivi della Biblioteca Labronica di Livorno», Nuovi Studi Livornesi XXXI/ 1 (2024), 91-126.

• Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η Οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο, 1750–1868, Αθήνα 2000.

• Βλάμη, Δ., «Δεσμοί αγάπης και πνευματικές συγγένειες. Η οικογένεια Παναγιώτη Πάλλη στο Λιβόρνο (αρχές 19ου αι.), Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 13 (2019), σ. 245–276.

• Βλάμη, Δ. / Γριμάνης, Σ., «Οι Έλληνες στο Λιβόρνο: Νέα στοιχεία από τις Συλλογές και το Αρχείο της Biblioteca Labronica», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 15 (2023–2024), 269–298.

• Ζερλέντης, Π., «Περί της εν Λιβόρνω Σχολής 1805–1837», Παρνασσός 1889, 324–325.

• Παναγιωτόπουλος, Β., «Κάτι έγινε στην Πίζα το 1821», Ιστορικά 3/5 (1986), σ. 177–183.

• Σιδέρη, Α., Έλληνες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, 1806–1861, Αθήνα 1989.

• Τωμαδάκης, Ν., «Ναοί και θεσμοί της ελληνικής κοινότητας του Λιβόρνου», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 16 (1940), 81–127.

• Τωμαδάκης, Ν., «Έγγραφα του Λιβόρνου σχετικά με την Ελληνικήν Επανάστασιν», Ο Εικοστός Αιών 1/1–2 (1942), 78–82.