«Ο άνθρωπος που αγαπά ζει το χρόνο με την καρδιά του. Δεν τον νιώθει σαν κάτι που βρίσκεται έξω από την πιο βαθιά και πιο προσωπική ουσία της ύπαρξής του —δεν τον νιώθει σαν μια αντικειμενική και γενική πραγματικότητα που σαν τέτοια δεν μπορεί να θίξει την απόλυτη ατομικότητά του—, μα τον νιώθει σαν κάτι που είναι ο ίδιος ο εαυτός του, η ουσία της ίδιας της ύπαρξης. Κι όμως πρέπει να τον πολεμήσει. Για να πραγματοποιήσομε τον εαυτό μας, πρέπει κάποτε να του αντιταχθούμε. Ο ερωτευμένος ζει το χρόνο όχι μόνο σαν κάτι από τον πυρήνα του είναι του, μα και σαν έναν εχθρό που απειλεί το είναι του με τον έσχατο κίνδυνο».
«Θυμόμαστε την ερωτική εξομολόγηση του Φάουστ:
Ω, μη φοβάσαι! Αυτό το βλέμμα
Κι αυτό το σφίξιμο του χεριού ας σου πει
Το ανέκφραστο:
Να δίνεσαι ολόκληρος και να νιώθεις
Μιαν ηδονή που πρέπει να ’ναι αιώνια!
Αιώνια! – Το τέλος της θα ’ταν απελπισία.
Αχ, όχι τέλος! Όχι τέλος!
Η ανάγκη της αιωνιότητος, που οι στίχοι αυτοί εκφράζουν με τέτοιο πάθος, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα στον γνήσιο έρωτα, ώστε κι αυτός ακόμη που ζητά να τον ορίσει εννοιολογικά δεν μπορεί να την αγνοήσει. Χωρίς την ανάγκη της αιωνιότητος ο έρως δεν είναι γνήσιος. Έτσι κι ο Σωκράτης του Συμποσίου του Πλάτωνος, στην προσπάθειά του να συλλάβει εννοιολογικά την ουσία του, τονίζει μ’ επιμονή πως ο Έρως δε θέλει να έχει απλώς δικό του το ερώμενο αντικείμενο, μα να το έχει δικό του για πάντα».
«Αν ο έρως δεν ήταν παρά μια μέθη, θα ’ταν από τη φύση του παροδικός και καμιά ανώτερη επιταγή δε θα ’χε τη δύναμη να του δώσει διάρκεια. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ’πρεπε να ευχόμαστε τη λύτρωσή μας από την πλάνη του.
Ο γνήσιος έρως δεν είναι ένα απλό αίσθημα. Το απλό αίσθημα είναι μια αδυναμία της φύσης μας, που μας κάμνει να ξεπέσομε, ενώ ο έρως είναι μια δύναμη που μας ανυψώνει».