Ο Κωστής Τσικλητήρας προερχόταν από επιφανή οικογένεια της Πύλου. Μετακόμισε στην Αθήνα για να ακολουθήσει σπουδές λογιστικής. Το 1906 γράφηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και αφιερώθηκε με πάθος στον αθλητισμό. Είχε λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908, όπου είχε κατακτήσει αργυρό μετάλλιο στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς και ένα ακόμη αργυρό στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς. Είχε αναδειχθεί επίσης πρωταθλητής στους Πανελλήνιους Αγώνες από το 1909 ως το 1912, αλλά και στους Πανιώνιους και Παναιγυπτιακούς Αγώνες. Στους Πανελλήνιους Αγώνες του 1912 σχεδόν άγγιξε, στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς, το ρεκόρ του Αμερικανού Ολυμπιονίκη Ρέι Γιούρι. Αναχωρούσε λοιπόν για την Ολυμπιάδα της Στοκχόλμης με πολύ καλά προγνωστικά και σε κλίμα αισιοδοξίας.
Ήδη από τις προηγούμενες Ολυμπιάδες οι Αμερικανοί αθλητές εντυπωσίαζαν με τις επιδόσεις και τα ρεκόρ τους, αλλά ταυτόχρονα προκαλούσαν προβληματισμό για το παρόν και το μέλλον του αθλητισμού στην Ευρώπη. Ο Τσικλητήρας κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς (3,37 μ.) και το χάλκινο στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς. Η νίκη του Τσικλητήρα θεωρήθηκε νίκη του ευρωπαϊκού αθλητισμού έναντι του πανίσχυρου αμερικανικού και προκάλεσε ενθουσιασμό και συγκίνηση.

«Ελλάς» αρ. 349 (28.6.1912)