Ο «μακρύς» 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την άνοδο του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δημιουργία αυτόνομων κρατιδίων και ανεξάρτητων κρατών μέσα από απελευθερωτικά κινήματα και επαναστάσεις ανατρέπει την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Με την εμφανή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι εθνικιστικές εξεγέρσεις ενθαρρύνουν τις εδαφικές διεκδικήσεις των νεοσύστατων βαλκανικών κρατών για τα εναπομείναντα ευρωπαϊκά εδάφη στην οθωμανική επικράτεια. Παράλληλα το κίνημα των Νεότουρκων εκφράζει την αντίδραση των ευρωπαϊστών Οθωμανών στο παλαιό καθεστώς. Στις 10 Ιουλίου 1908 ο ηγέτης των Νεότουρκων Εμβέρ μπέης κήρυξε την επανάσταση. Στόχος του ήταν η επαναφορά του καταργημένου συντάγματος του 1876, η ισότητα και η ισοπολιτεία για όλους, ανεξάρτητα από γένος και θρησκεία. Εξασφαλίζοντας τον πλήρη έλεγχο της εξουσίας, οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν με τον καιρό εθνικιστική πολιτική που στόχευε στην πλήρη διάλυση των επαναστατικών ομάδων στη Μακεδονία, τον άνευ όρων αφοπλισμό των χριστιανών και την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων, την ανάκληση των εκπαιδευτικών προνομίων των χριστιανών και τη διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Η επιβολή του «σεβασμού» στα βαλκανικά κράτη με στρατιωτικά μέσα είχε ως αποτέλεσμα αυτά να συμμαχήσουν ενάντια στη νέα κυβέρνηση, με στόχο την απελευθέρωση των εδαφών με πληθυσμούς που θεωρούσαν εθνοτικά δικούς τους.
Σε ό,τι αφορά την προσέγγιση Ελλάδας και Βουλγαρίας, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1910 τα δύο κράτη ξεκινούν διαπραγματεύσεις για συνεργασία σε επίπεδο βουλευτών στο οθωμανικό κοινοβούλιο, καθώς και για κοινές ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Βουλγαρικής Εξαρχίας σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Αυτό έφερε τέλος στην ανθελληνική και αντιβουλγαρική προπαγάνδα που κυριαρχούσε στον βουλγαρικό και ελληνικό Τύπο αντίστοιχα. Ωστόσο και για τις δύο χώρες ήταν σαφές ότι οι συμφωνίες αυτές απέρρεαν από τη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία. Μια διακυβερνητική πολιτική με μακροχρόνια ισχύ θα έπρεπε ασφαλώς να βασίζεται σε προκαθορισμένες συμφωνίες για τις διεκδικήσεις εδαφών και τη μελλοντική προσάρτησή τους στα δυο κράτη.
Όταν το 1909 η Βοσνία ενσωματώνεται στην Αυστροουγγαρία, το ενδιαφέρον των Σέρβων στρέφεται στα εδάφη που της ανήκαν παλιά, στο σαντζάκι του Νόβι Παζάρ και την επαρχία του Κοσσυφοπεδίου. Μετά τη νίκη της Ιταλίας στον πόλεμο με την Τουρκία (1911–1912), οι Νεότουρκοι χάνουν την εξουσία με πραξικόπημα. Τον Μάρτιο του 1912, με την υποστήριξη της Ρωσίας, η Βουλγαρία και η Σερβία συνάπτουν, εν πλήρη μυστικότητα, συμμαχία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δυο μήνες αργότερα (Μάιος του 1912) η συμμαχία συμπληρώνεται με την υπογραφή συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών, που περιλάμβανε αμοιβαία εδαφική εγγύηση και εξασφάλιζε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, ενώ σε μυστικό παράρτημα καθορίζονταν οι εδαφικές τους διεκδικήσεις σε περίπτωση νίκης τους: Η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά της Ροδόπης και του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια και δυτικά του όρους Σκάρδου. Όσον αφορά το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας, οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν, ενώ προβλεπόταν το δικαίωμα της Ρωσίας να προβεί σε διαιτησία σε περίπτωση που οι δυο πλευρές διαφωνούσαν. Στη συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Η σερβοβουλγαρική συμμαχία θορύβησε την Ελλάδα, καθώς αποτελούσε απειλή για τα εθνικά της συμφέροντα. Στις 29 Μαΐου 1912 υπογράφεται ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία συνθήκη συμμαχίας, που προέβλεπε την αμοιβαία υποστήριξη στην περίπτωση που μία εκ των δύο χωρών δεχόταν επίθεση από την Τουρκία και την από κοινού ενέργεια για την υποστήριξη των ομοεθνών τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη συμπληρώθηκε λίγες ημέρες αργότερα με στρατιωτική σύμβαση που ανέθετε στον ελληνικό στόλο να διατηρήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο. Με αυτή τη συνθήκη η Ελλάδα εισέρχεται στον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από κοινού με τη Σερβία, τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο. Το τελευταίο μάλιστα θα κηρύξει πρώτο τον πόλεμο, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάδα.
Η Βουλγαρία στρέφεται προς τη Θράκη, αφήνοντας το πεδίο στη Μακεδονία ελεύθερο για τους Σέρβους και, κυρίως, για τους Έλληνες. Οι επιτυχίες των Βαλκάνιων συμμάχων προκάλεσαν την έκπληξη των Μεγάλων Δυνάμεων, σε βαθμό που τις ανάγκασαν να επέμβουν, η καθεμιά για να προστατεύσει τα συμφέροντά της. Η Ρωσία ενδιαφερόταν για την Κωνσταντινούπολη, ενώ η Αυστρία και η Ιταλία για το μέλλον της Αλβανίας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 οι τρεις χώρες συνάπτουν ανακωχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, χωρίς όμως η Βουλγαρία να σταματήσει να πολιορκεί την Αδριανούπολη, και η Σερβία και το Μαυροβούνιο τη Σκόδρα, ενώ η Ελλάδα συνέχισε τον ναυτικό αποκλεισμό της Ηπείρου και του Αιγαίου.
Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη διεξήχθησαν στο Λονδίνο, με τη συμμετοχή της Ελλάδας, από τις 17 Δεκεμβρίου 1912. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε ανακωχή με τη Σερβία και τη Βουλγαρία, αλλά όχι με την Ελλάδα, που συνέχιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις, όπως αναφέραμε παραπάνω. Με τον κίνδυνο ενός νέου πολέμου εξαιτίας της απαίτησης της Σερβίας για έξοδό της στην Αδριατική, οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν να επιτύχουν ένα συμβιβασμό των βαλκανικών χωρών ως προς τις αξιώσεις τους. Η Ελλάδα και η Σερβία προσπαθούσαν να διασφαλίσουν τα κέρδη τους από τον πόλεμο, σε αντίθεση με τη Βουλγαρία, που εμφανίστηκε ανένδοτη στις απαιτήσεις της, έχοντας την προστασία της Αυστρίας. Τον Ιανουάριο του 1912 οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν λόγω νέας επανάστασης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με επικεφαλής τον Εμβέρ πασά, και οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν με νέες ήττες των Οθωμανών. Τον Μάρτιο παρέδωσαν στους Έλληνες την Ήπειρο· στους Βούλγαρους παρέδωσαν την Αδριανούπολη και τον Απρίλιο την Σκόδρα. Στις 30 Μαΐου 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η συνθήκη ειρήνης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τα ευρωπαϊκά της εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου–Μηδείας, ενώ στις 29 Ιουλίου 1913 η Αλβανία θα αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το μέλλον των νησιών του Αιγαίου και της μοναστηριακής κοινότητας του Άθω. Ο ελληνικός στόλος, με επικεφαλής τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ανάγκασε τον οθωμανικό στόλο να κλειστεί στα Στενά και έθεσε υπό ελληνικό έλεγχο τα νησιά του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Λέσβος, Χίος, Λήμνος, Τένεδος, Ίμβρος, Σάμος, Ικαρία). Τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό ιταλική κατοχή και διοίκηση.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος είχε αφήσει πολλές εκκρεμότητες. Αυτές αφορούσαν κυρίως τη Μακεδονία, που ελεγχόταν από τον ελληνικό στρατό, αλλά τμήματά της διεκδικούνταν τόσο από τη Βουλγαρία όσο και από τη Σερβία. Η προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Βουλγάρων και των Σέρβων. Οι Βούλγαροι, επικεντρωμένοι στην Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη, ανησύχησαν από τη γρήγορη προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων στην κεντρική Μακεδονία, με στόχο τη Θεσσαλονίκη. Ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου και αντιστράτηγος Κωνσταντίνος προχώρησε ταχύτατα, με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, προς τη Θεσσαλονίκη, κατόπιν προτροπής του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου, και απαίτησε από τον Οθωμανό διοικητή Χασάν Ταχσίν πασά την παράδοσή της στις 27 Οκτωβρίου 1912. Ισχυρές βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις που έσπευσαν στην πόλη ζήτησαν από τον Ταχσίν πασά να παραδοθεί και σε αυτούς η πόλη, απαντώντας ότι η πόλη είχε αλλάξει κυρίαρχο. Ήταν φανερό ότι οι Βούλγαροι δεν ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες και, με την άδεια του Έλληνα διοικητή πρίγκιπα Νικολάου, ορισμένες μονάδες τους στρατοπεδεύσαν στην πόλη, αυξάνοντας σταδιακά τη δύναμή τους και προβαίνοντας σε προκλήσεις εναντίον της ελληνικής διοίκησης.
Παρά την επικρατούσα καχυποψία, οι συνεννοήσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία οδήγησαν σε πρωτόκολλο συνεργασίας στις 5 Μαΐου 1913, ενώ την 1 Ιουνίου υπεγράφη η συνθήκη φιλίας και αμυντικής συμμαχίας, που έκρινε τις διαφορές μεταξύ των Βαλκάνιων συμμάχων. Σε μια προσπάθεια αποφυγής του πολέμου, η Ελλάδα και η Σερβία πρόσφεραν στη Βουλγαρία όλη την ανατολική Μακεδονία και τμήμα της κεντρικής που από δυτικά εκτεινόταν μέχρι την ανατολική όχθη του Αξιού. Η Βουλγαρία απορρίπτει την πρόταση αυτή, και στις 30 Ιουνίου 1913 ο βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε ταυτόχρονα εναντίον των ελληνικών και των σερβικών θέσεων. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Στη διάρκειά του ο ελληνικός στρατός κατέλαβε ολόκληρη την ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη, φτάνοντας έως την Αλεξανδρούπολη. Επιτυχίες σημείωσαν και οι Σέρβοι στη δυτική Μακεδονία. Παράλληλα οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία, φτάνοντας τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Σόφια, ενώ οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη. Έτσι οι Βούλγαροι θα υποστούν μεγάλη ήττα, ενώ το όραμά τους για βουλγαρική ηγεμονία στη Μακεδονία κατέρρευσε.
Μέσα στο κλίμα των συνεχιζόμενων επιτυχιών του ελληνικού στρατού, οι διαφορετικές απόψεις του διαδόχου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου εμποδίζουν τη διπλωματική λύση για τη λήξη του πολέμου. Τελικά η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη στο Βουκουρέστι στις 10 Αυγούστου 1913. Το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου βρίσκει την Ελλάδα νικήτρια, με απρόσμενες προσαρτήσεις στην επικράτειά της και αύξηση του πληθυσμού της, έχοντας καταβάλει ένα σχετικά μικρό στρατιωτικό κόστος. Το εθνικό όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» έπαιρνε σάρκα και οστά.
Μαρία Αρβανιτάκη, ΕΛΙΑ / Μαρία Λίτινα, ΙΠΑ
ΠΗΓΕΣ:
• Θάνος Βερέμης / Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2006
• Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770–1923, Αθήνα: MIET, 1998
• Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της Μεγάλης Ελλάδας. Γεγονότα και επανεκτιμήσεις, τ. 1: Διπλασιασμός / Διχασμός / Διεκδικήσεις 1912–1918, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2021