Χαιρετισμό απηύθυνε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και πρόεδρος του ΔΣ του ΜΙΕΤ, κ.Γκίκας Χαρδούβελης
Κυρίες και κύριοι
Φίλες και φίλοι
Η έκδοση των Δημοσιευμένων έργων του Δημήτρη Καπετανάκη που έχετε στα χέρια σας, και των Αδημοσίευτων έργων, που τώρα ετοιμάζεται σε νέο, δεύτερο τόμο, είναι ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός.
Είναι σημαντικό επειδή ο Δημήτρης Καπετανάκης, αυτός ο δεινός δάσκαλος και στοχαστής, δεν έγινε ποτέ γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Και τώρα, περίπου εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, θα έχουμε την ευκαιρία, να τον γνωρίσουμε, να τον μελετήσουμε και να τον γνωστοποιήσουμε στο ευρύτερο κοινό.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο εκτιμώ, ότι η συνεργασία του Μορφωτικού
Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας σε αυτήν την συνέκδοση με την ΕΚΕΠ, την Εταιρεία
Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, είναι ιδιαίτερα σημαντική και θετική.Το προϊόν αυτής της συνεργασίας πέραν της υψηλής εκδοτικής και τυπογραφικής ποιότητας, έχει κυρίως μεγάλη πνευματική αξία για το ευρύ κοινό.
Για την ιστορία της έκδοσης μίλησαν ο κ. Μάνος Δημητρακόπουλος, ιδρυτής της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ)
Τον Καπετανάκη τον γνώρισα έφηβος ‒χάρισμα ενός μέντορά μου εκείνης της εποχής, του Φοίβου Παπαγεωργίου− από την έκδοση του Γαλαξία. Τον διάβασα προσεκτικότερα στην έκδοση της Harvey του 1988. Τακτοποιώντας τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου μετά τον θάνατό του, βρήκα διάσπαρτα τα προπολεμικά τεύχη του Αρχείου Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών, και την πρώτη έκδοση της νεανικής διατριβής του Καπετανάκη, με τίτλο Από τον Αγώνα του Ψυχικώς Μόνου (Τύποις Κ.Σ. Παπαδογιάννη, Αθήναι 1934).
Όταν πέθανε ο νονός και θείος μου, ο γιατρός Γιάννης Παπαβασιλείου, μου έφεραν λίγα βιβλία του, μεταξύ των οποίων την αγγλική έκδοση Demetrios Capetanakis, A Greek Poet in England του επιστήθιου φίλου του Καπετανάκη John Lehman, με ιδιόχειρη αφιέρωση του αδελφού του Δημητρίου, Ιωάννη. Το 2008, στα γραφεία του Κοινωφελούς Ιδρύματος Κοινωνικού και Πολιτιστικού Εργου (ΚΙΚΠΕ), ξαναβρήκα τα βιβλία του Δημητρίου Καπετανάκη στη βιβλιοθήκη του τότε προέδρου του ιδρύματος Ιωάννη Φικιώρη, ο οποίος με πληροφόρησε, ο ευγενής αυτός φίλος και συνεργάτης, ότι είχε υπάρξει στα νιάτα του ακροατής των διαλέξεων του συγγραφέα στον «Ασκραίο» και θαυμαστής του.
Ακολούθησε η κ. Εμμανουέλα Κάντζια, επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Γραμματείας (19ος – 20ος αι.) και Διαπολιτισμικών Λογοτεχνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας / Φιλολογική επιμελήτρια της έκδοσης.
Η πρώτη μου επαφή με το έργο του Καπετανάκη ήρθε αργά, και μάλιστα σε μια περίοδο όπου ήμουν και δεν ήμουν σε θέση να εκτιμήσω τη σημασία του. Βουτηγμένη στον Προυστ και τον Μπερξόν, τον Δαρβίνο και τον Φρόυντ, έγραφα τη διατριβή μου για μνημονικές εμμονές, αφηγηματικές συνήθειες και στρατηγικές επιβίωσης. Τις μέρες εκείνες έτυχε να πέσω πάνω στην Μυθολογία του Ωραίου, έκδοση Χάρβεϋ -γιατί σε αυτήν την έκδοση τον πρωτοδιάβασα και όχι στη θρυλική για τους παλιότερους σειρά του Γαλαξία– και με έκπληξη διαπίστωσα πως ένας Έλληνας, περίπου άγνωστος σε μένα, είχε κάποτε αποπειραθεί να διαβάσει τον Προυστ ως φιλόσοφο. Η πρώτη ανάγνωση –στη στάση του λεωφορείου, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, στο δρόμο για το σπίτι και τελικά στην πολυθρόνα– με οδήγησε σε μια κατάσταση πνευματικής διέγερσης. Αλλά ο δοκιμιογράφος δεν με έπειθε. Μου φαινόταν πως δεν είχε κατανοήσει την αρχιτεκτονική του έργου (παρέθετε μόνο σκόρπια χωρία), ούτε επιχειρούσε να φωτίσει πτυχές του μέσα από παράλληλες αναφορές στη φιλοσοφία της εποχής – δεν έλεγε εξάλλου σχεδόν τίποτα για τον Μπερξόν αλλά ούτε και για κανέναν άλλο φιλόσοφο πλην του Αριστοτέλη. Έκανε δε (έτσι σκεφτόμουν τότε) το παιδαριώδες λάθος να συγχέει τον συγγραφέα με τον
αφηγητή και τον ήρωα του έργου. Παρόλα αυτά, η γραφή του με κινητοποίησε:
θέλησα να μάθω ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο Έλληνας που τολμούσε να
παραβιάζει όλα τα φιλολογικά ταμπού για να μας δείξει -ήδη από τον
Μεσοπόλεμο– τον φιλόσοφο Προυστ. Κι έτσι έπεσα στην παγίδα του.
και έκλεισε με την ομιλία της κ. Λίζυ Τσιριμώκου, ομότιμης καθηγήτριας του ΑΠΘ και μεταφράστριας της έκδοσης
Στη λήξη του τρέχοντος έτους ευοδώνεται επιτέλους μια γραμματολογική οφειλή: με
την έκδοση αφενός του Β΄ τόμου των Έργων του Δημήτριου Καπετανάκη που
συγκεντρώνει τα Κατάλοιπά του (1932-1944), και αφετέρου ενός χρήσιμου
συμπληρωματικού τόμου με τις ελληνικές μεταφράσεις των ξενόγλωσσων κειμένων
του, δοκιμιακών και ποιητικών, ολοκληρώνονται πλέον, άψογα επιμελημένα, τα
Άπαντα ενός μεγάλου διανοητή των γραμμάτων μας ο οποίος, μολονότι τιμώμενος από
τους happy few, άργησε αδικαιολόγητα να τραβήξει το ενδιαφέρον της συστηματικής
έρευνας και να στρέψει το βλέμμα του μεγάλου αναγνωστικού κοινού στα πεπραγμένα
του.Θυμίζω ότι ο Α΄ τόμος, που συγκέντρωνε τα Δημοσιευμένα κείμενά του (1933-
1944) φιλοξενώντας και την πολύτιμη Εισαγωγή (ουσιαστικά, μια υποδειγματική
εργοβιογραφία του συγγραφέα) της Εμμανουέλας Κάντζια, φιλολογικής επιμελήτριας
του συνολικού εκδοτικού εγχειρήματος, κυκλοφόρησε εν μέσω της γνωστής
πανδημίας, το 2020. Θυμίζω επίσης ότι τόσο ο Α΄ όσο και ο Β΄ τόμος αποτελούνται
από δύο βιβλία έκαστος – ώστε μιλάμε στην ουσία για μια πεντάτομη έκδοση που
αντισταθμίζει εκ των υστέρων την πολύχρονη σιωπή γύρω από έναν αινιγματικό και
πολυτάλαντο νεαρό ο οποίος κατόρθωσε στο διάστημα περίπου μιας δεκαετίας να
συλλάβει και να υλοποιήσει όσα άλλοι θα χρειάζονταν δεκαετίες για να φέρουν εις
πέρας. Ο Καπετανάκης πέρασε σαν μετεωρίτης πάνω από τον μεσοπολεμικό ελληνικό
ουρανό και στα μόλις τριάντα δύο χρόνια που του δόθηκαν να ζήσει πρόλαβε να
χαράξει δική του τροχιά και να προσθέσει το όνομά του στο πνευματικό στερέωμα.