Ήδη από τον 12ο αιώνα οι ταξιδιώτες στους δρόμους και τις πόλεις της Ανατολής έβρισκαν καταφύγιο στα παραδοσιακά χάνια. Αυτά βρίσκονταν συνήθως στις παρυφές του κέντρου κάθε αγοράς ή πάνω στους μεγάλους οδικούς κόμβους και ήταν το είδος καταλύματος, που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι έμποροι. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, δεν υπήρχαν χάνια στην Αττική και στην Αθήνα, όπως μας ενημερώνουν οι ξένοι περιηγητές. Τότε κατοικούσαν 22.000 άνθρωποι στην Αττική, η οποία έμοιαζε χωρισμένη στα δύο. Στην θαλασσινή, μεσόγεια και ορεινή Αττική, που δυστυχούσε, λησμονημένη και αβοήθητη και στο δοξασμένο άστυ, την Αθήνα και τις γύρω εξοχές της, που έσφυζε από ζωή, το εμπόριο άκμαζε και έμεναν 7.000 άνθρωποι.
Ο γάλλος αρχαιολάτρης Sieur du Loir και μια μικρή συντροφιά ξένων, έχοντας για συνοδό έναν γενίτσαρο και πολλούς αγωγιάτες, ξεκίνησαν το 1639 από τη Χαλκίδα για να φτάσουν στην Αθήνα. Γράφει λοιπόν κατά την άφιξή του στην πόλη: «Η αλήθεια είναι πως μπαίνοντας στην πολιτεία συναντήσαμε ανθρώπους πιο ευπαρουσίαστους, που βλέποντας μας να αναζητούμε κατάλυμα μας οδήγησαν στην αρχιεπισκοπή. Έλειπε ο αρχιεπίσκοπος και με προθυμία μας υποδέχτηκε ένας καλόγερος[1]».
Τριάντα χρόνια αργότερα το 1670 ο Εβλιά Τσελεμπή[2], που ταξιδεύει στην Αθήνα, σημειώνει ότι η πόλη διαθέτει δύο εμπορικά χάνια[3] -αναφέροντας ως κύριο χαρακτηριστικό τους την ύπαρξη πηγαδιού μέσα στην αυλή τους- και εκατόν πέντε μαγαζιά: «Έχει εν όλω δύο ξενώνας εμπόρων»[4]. Πιθανόν αναφέρεται στο «Παλιό Χάνι» και στο «Χάνι της Χουρμαδιάς».
Ο Ζιρώ το 1674, που επισκέφτηκε την Αθήνα, αναφέρει: «Τα σπίτια που μένουμε, είναι καλοχτισμένα, λίθινα, ισόγεια ή διώροφα και στα πλουσιόσπιτα οι στοές έχουν μαρμαροκολόνες. Πολλά από τα διακοσμητικά υλικά έρχονται από τη Βενετία. Το κάθε σπιτικό έχει πηγάδι, φούρνο, ενώ υπάρχουν 14 κρήνες για την εξυπηρέτηση της αγοράς και των συνοικιών»[5]. Ωστόσο η πόλη διέθετε εκείνη την εποχή «1235 πενιχράς οικίας ασιατικού ρυθμού και κατοίκους μόλις 9000[6]». Εκατό χρόνια αργότερα η κατάσταση δεν έχει αλλάξει, καθώς το 1762, που ο μαρκήσιος de Nointel έφτασε στην Αθήνα, επειδή δεν βρήκε κατάλυμα, υποχρεώθηκε να διανυκτερεύσει σε σκηνή.
Το 1806 ο Σατωμπριάν[7] γράφει στο Οδοιπορικό του: «Στα Μέγαρα ξεπεζέψαμε στο σπίτι ενός Αλβανού. Ήταν ένα κατάλυμα καθαρό[…]. Ύστερα από ένα μεγάλο περίπατο γύρισα στο σπίτι που με φιλοξενούσε, όπου με περίμεναν μερικοί ντόπιοι για να πάω να επισκεφθώ μια άρρωστη. Ξαναγύρισα στο χάνι λυπημένος […]. Καθίσαμε στο τραπέζι, δηλαδή καθίσαμε χάμω, γύρω από το δείπνο. Η σπιτονοικοκυρά είχε ψήσει ψωμί που δεν ήταν πολύ καλό, μα ήταν μαλακό και ευωδίαζε φούρνο […]. Τι θαυμάσιο αυτό το δείπνο […]». Στο Μιστρά αναφέρει κάτι σημαντικό: «Υπάρχει μάλιστα κάποια οικία που λέγεται «Αγγλικόν ξενοδοχείον» και μπορείς να βρεις εκεί ροσμπίφ και αξιόλογο κρασί από το Πόρτο. Γι΄αυτό οι περιηγητές οφείλουν ευγνωμοσύνη στους Άγγλους[8] που έφτιαξαν σε όλη την Ευρώπη αναπαυτικά ξενοδοχεία, σε Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Ισπανία, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και ακόμα μάλιστα και εδώ πριν από την Σπάρτη σε πείσμα του ολιγαρκή Λυκούργου». Λίγες μέρες αργότερα βρίσκεται στην Αθήνα και φαντασιώνεται ότι του έχουν παραχωρήσει την ηγεμονία της Αττικής. Γράφει σχετικά: «Άνοιγα δρόμους, έχτιζα πανδοχεία, προετοίμαζα κάθε είδους ανέσεις για τους περιηγητές». Και όταν επισκέπτεται το Λαύριο: «Ξεπεζέψαμε στο σπίτι ενός Αρβανίτη […]. Πλαγιασμένοι χάμω στο μοναδικό δωμάτιο ή μάλλον στο υπόστεγο του Αρβανίτη, που μας φιλοξενούσε, στηρίζαμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Δεξιά μου ήταν ο Ιωσήφ, αριστερά μου ο Αθηναίος, κι όταν η κόρη του οικοδεσπότη, ο ίδιος ή οι υπηρέτες του ήθελαν να πάρουν κάτι από τον τοίχο ή να το ξανακρεμάσουν, μας καταπατούσαν».[9]
Έτσι λοιπόν μέχρι τότε οι ξένοι περιηγητές κατά την επίσκεψή τους στην Αττική διέμεναν ως φιλοξενούμενοι επιφανών κατοίκων της Αθήνας σε ιδιωτικές κατοικίες, σε πρόχειρα χάνια, σε ερειπωμένα σπίτια, ή προτιμούσαν τη φιλοξενία του αττικού ουρανού, που ήταν και η προτιμότερη, τις ξάστερες καλοκαιρινές νύχτες.
Τα πρώτα καλύτερα οργανωμένα χάνια εμφανίζονται στην Αθήνα το 1813. Σχηματίζονταν από ένα τετράπλευρο κτίσμα που στο κέντρο του είχε εσωτερική αυλή για το σταβλισμό των ζώων, ενώ η παρουσία πηγαδιού ήταν απαραίτητο τμήμα τους. Στον όροφο γύρω γύρω ήταν τα δωμάτια και η κατοικία του ιδιοκτήτη. Το χαγιάτι που τριγύριζε τον όροφο, με θέα στην αυλή, ήταν το σημείο, όπου οι χώροι αυτοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Σε αυτά οι ταξιδιώτες, έναντι αμοιβής, έβρισκαν κατάλυμα, τροφή και στάβλους για τα άλογά τους.
Ένα τέτοιο, ήταν το «Χάνι του Φρανσουά», ίσως το πρώτο της Αθήνας, που προσέφερε ύπνο και φαγητό όχι μόνο στους εμπόρους, αλλά και στους περιηγητές. Είναι βέβαιο ότι ολόκληρη η σημερινή πλατεία Αβησσυνίας ήταν χάνι, ενώ λίγο πιο κάτω από το Μοναστηράκι υπήρχε το χάνι «η Έλευσις».
Μετά την επανάσταση ο πληθυσμός της Αθήνας άρχισε να αυξάνεται ραγδαία κι ο εφοδιασμός της αγοράς να γίνεται με ρυθμό εντατικό. Έτσι το 1827 υπήρχαν στην Αθήνα τριάντα χάνια και πανδοχεία. Εκεί ξαποσταίνουν οι έμποροι μέχρι να τελειώσουν τις δουλειές τους και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Οι απαιτήσεις τους και οι αντίστοιχες ανέσεις[10], που τους προσφέρονταν, περιορίζονταν στο ελάχιστο.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους έχουμε τις λοκάντες, δηλαδή τα πανδοχεία, όπου οι ταξιδιώτες έφερναν κλινοσκεπάσματα μαζί τους. Το πρώτο πανδοχείο με κρεβάτια στην Ελλάδα λειτούργησε στην Κόρινθο το 1830 με βάση τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, ενώ το πρώτο ξενοδοχείο λειτούργησε φυσικά στο Ναύπλιο, στην τότε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ήταν το «Ξενοδοχείο του Λονδίνου» και σε αυτό κατέλυσαν το καλοκαίρι του 1834 ο σύμβουλος της Επικράτειας, ο βαυαρός Καβέλ και ο αρχιτέκτων Κλέντζε.
Εκείνη την εποχή η Αθήνα ήταν ακόμα ένα άθλιο χωριό γεμάτο ερείπια. Ήταν ένας αδιέξοδος λαβύρινθος με στενά δρομάκια, με γκρεμισμένα σπίτια, χωρίς στέγες και τζάμια στα παράθυρα, τρώγλες ουσιαστικά, όπου οι οικογένειες των Ελλήνων ζούσαν στοιβαγμένες και καταχωνιασμένες. Αγορά σχεδόν δεν υπήρχε, ενώ λίγα χρόνια μετά τη πυρκαγιά του 1830, που αποτέλειωσε την πόλη, οι Αθηναίοι, που είχαν γίνει πρόσφυγες στα νησιά του Σαρωνικού, άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν στην πόλη τους και να την ανοικοδομούν, ομολογουμένως με αργούς ρυθμούς, εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων, πόρων και υλικών.
Ο αυστηρός Edmond About γράφει για εκείνη την περίοδο: «Τα ξενοδοχεία της Αθήνας είναι ακριβά και κακά γιατί έχουν λίγους ταξιδιώτες. Ξεπέφτουν εκεί μερικοί τουρίστες την άνοιξη και το φθινόπωρο. Αυτό είναι το εισόδημα όλου του χρόνου. Όταν η Αθήνα γίνει ένα πέρασμα συχναζόμενο όλες τις εποχές, οι ξενοδόχοι θα τακτοποιήσουν τις δουλειές τους και οι ταξιδιώτες θα κερδίσουν. Εν τω μεταξύ τα δωμάτια είναι ελάχιστα επιπλωμένα, η καθαριότητα αμφίβολη, η εξυπηρέτηση κακή, η τροφή μετριώτατη».[11]
Παρόλα αυτά, ο Alphonse de Lamartine, το καλοκαίρι του 1832, που ήταν στην Αθήνα, αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ελληνικής φιλοξενίας, αυτό της ένθερμης υποδοχής: «Από αυτά τα χαμόσπιτα, εδώ και εκεί μερικές γυναίκες με μαύρα μάτια και με το χαριτωμένο στόμα των Ατθιδών, στο άκουσμα των πατημάτων των αλόγων μας έβγαιναν στο κατώφλι της πόρτας τους, μας χαμογελούσαν με καλοσύνη και έκπληξη και μας έστελναν το χαριτωμένο χαιρετισμό της Αττικής: “Καλώς ορίσατε, ξένοι αφέντες, στην Αθήνα!”».[12]
Έτσι μέχρι τότε τα χάνια, τα πανδοχεία και οι λοκάντες της Αθήνας, που εξυπηρετούσαν τους ξένους περιηγητές, ταξιδιώτες και εμπόρους προσέφεραν «υποτυπώδες φαγητό, χώρο για ύπνο, χώρο για τα ζωντανά και την πραμάτειά τους σε πολύ οικονομικές τιμές. Κι εδώ οι ταξιδιώται έφερον μεθ’ εαυτών τον κραββάτον των»[13]. Με άλλα λόγια κουρελούδες και κουβέρτες για στρωματσάδα στο πάτωμα.
Πάντως την ίδια περίοδο στη δυτική Ευρώπη, πόλεις πολύ μεγαλύτερες από την Αθήνα δεν διέθεταν καλύτερα και περισσότερα ξενοδοχεία. Τουλάχιστον έτσι μας πληροφορεί με πολλές λεπτομέρειες, η κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, Ιουλία φον Νόρντενφλυχτ[14], που το 1838 τη συνόδευσε από την Ελλάδα στην Ελβετία. Γράφει, λοιπόν, στο ημερολόγιό της, για την άθλια κατάσταση πολλών ξενοδοχείων, στα οποία είχαν μείνει διασχίζοντας με άμαξα την Ιταλία, συγκρίνοντάς τα, ότι ήταν πολύ χειρότερα με αυτά της Αθήνας.
Το 1833 η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους και ο ελληνικός λαός υποδέχεται τον βασιλιά Όθωνα στο Θησείο, όπου τότε βρισκόταν ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Ο Όθωνας φέρνει μαζί του πολλούς ξένους: συνοδοί, αρχιτέκτονες, ιστορικοί, περιηγητές. Ταυτόχρονα καταφθάνουν στην πόλη ομογενείς από το εξωτερικό κάνοντας έργα στη χώρα και επαρχιώτες αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στη νεοσύστατη πρωτεύουσα. Λέγεται ότι οι επισκέπτες στην Αθήνα ξεπερνούσαν τους επισκέπτες της Ρώμης και όλοι αυτοί έπρεπε να στεγαστούν.
Τα πρώτα ξενοδοχεία της Αθήνας ιδρύονται από ξένους των οποίων είναι γνωστά είτε τα ονόματα είτε η εθνική τους προέλευση (Βιτάλι, Ολιβιέ, Μαστροφίτς, Μαλτέζος, Βιεννέζα) και οι οποίοι προσπαθούν να προσφέρουν στους πελάτες τους υπηρεσίες ευρωπαϊκών προδιαγραφών, όχι πάντα επιτυχημένα. Πάντως το επίπεδο χαρακτηρίζεται υψηλό από τους ξένους περιηγητές που είχαν τη δυνατότητα να τα συγκρίνουν με αντίστοιχα ξένα. Ακόμα και ο About αποκτά θετική άποψη κατά τη δεύτερη επίσκεψη του στην Αθήνα. Τα ξενοδοχεία είναι η νέα μόδα στην αγορά του καταλύματος. Σε μια ημέρα τα “χάνια” αναβαθμίζονται σε ξενοδοχεία αλλάζοντας την επιγραφή στην πρόσοψη του κτηρίου. Οι υπηρεσίες όμως παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, οι τιμές ανεβαίνουν, κοριοί και ψύλλοι εξακολουθούν να υπάρχουν στα περισσότερα από αυτά.
Τα περισσότερα ξενοδοχεία βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, στην Πλάκα[15], στην πλατεία Δημοπρατηρίου και στην οδό Αιόλου. Αργότερα επεκτάθηκαν στην πλατεία Λουδοβίκου, στη Σταδίου και τελικά κάνουν την εμφάνισή τους στο Σύνταγμα, ενώ στις συνοικίες δεν υπάρχουν ούτε πανδοχεία, ούτε ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού. Υπάρχουν όμως ενοικιαζόμενες κατοικίες για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πληροφορίες βρίσκουν οι ενδιαφερόμενοι στα βιβλιοπωλεία, ενώ το καλοκαίρι «μια κουνουπιέρα για το κρεβάτι είναι απολύτως απαραίτητη», συμβουλεύουν οι κάτοικοι τους επισκέπτες τους.
Έτσι στην Αθήνα την εποχή αυτή (1835-1840) χτίζονται ή ξεκινούν τη λειτουργία τους αρκετά ξενοδοχεία. Χτίζεται το ξενοδοχείο «Αίολος», λειτουργούσε ήδη το «Albergo Nuovo» του Ιταλού ιδιοκτήτη και διευθυντή ονόματι Καζάλι, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «Hotel de l’ Εurope» και στη συνέχεια σε «Ηotel Royal». Επίσης το ξενοδοχείο «Ελπίς», το οποίο μετονομάστηκε σε «Απόλλων», καθώς και το ξενοδοχείο «Λέων». Το 1836 ο G. Cochane αναφέρει σαν καλύτερο ξενοδοχείο της Αθήνας το «Royal Hotel» και ακολουθούν τα ξενοδοχεία «Hotel de France», «Ηotel de Munich» και «Brunot’s Hotel», ενώ το 1839 σε πάροδο της οδού Ερμού αρχίζει να λειτουργεί το «Hotel de Londres». Γύρω στο 1840 εκτός από το «Hotel d’ Europe» πολύ καλά ξενοδοχεία θεωρούνται το «Ξενοδοχείο της Αγγλίας» στην πλατεία Λουδοβίκου, το «Ξενοδοχείο της Ανατολής» και αμέσως μετά ακολουθούν τα ξενοδοχεία «Αμερική», «Βόσπορος» και «Βυζάντιο». Το τελευταίο δεν ήταν άλλο από το εκσυγχρονισμένο τότε παλαιό «Χάνι του Φρανσουά».[16] Το 1842 υπήρχε ένα ξενοδοχείο με την επωνυμία «Βύρων» στην οδό Αιόλου κοντά στην Αγία Ειρήνη. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1847, γίνεται αναφορά σε ξενοδοχείο με το όνομα «Ρουπ» στην Αιόλου απέναντι από την Αγία Ειρήνη. Μήπως πρόκειται για το ίδιο κτήριο; Πάντως μεταξύ των πελατών του αναφέρεται ο βαρόνος Ρότσιλντ του γνωστού τραπεζικού οίκου.
Μετά το 1835 στα λιγοστά ξενοδοχεία που λειτουργούσαν στην αθηναϊκή πρωτεύουσα, οι υπηρεσίες φαγητού και ύπνου ήταν καλύτερες, ενώ βελτιώθηκαν η επίπλωση, η καθαριότητα και η υγιεινή.
Ας σημειωθεί ότι μέχρι το 1840 περίπου κανένα εστιατόριο δεν λειτουργούσε αυτόνομα, χωρίς δηλαδή να είναι ενταγμένο στη λειτουργία ενός ξενοδοχείου. Αυτά τα ξενοδοχεία εξυπηρετούσαν κυρίως τα ανώτερα στρώματα και κατά δεύτερο λόγο τους υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς και τους φοιτητές. Εκεί τα βράδια η συζήτηση άναβε γύρω από την πολιτική και οι νεότεροι συγκεντρώνονταν γύρω από τους ήρωες του ΄21 και άκουγαν με θαυμασμό τις ιστορίες τους. Η συζήτηση δεν τέλειωνε εύκολα και γι’ αυτό ο ξενοδόχος, για να τους θυμίσει ότι πέρασε η ώρα, έσβηνε τη λάμπα του λαδιού. Αντί για ηλεκτρικό ρεύμα χρησιμοποιούσαν καντήλια του λαδιού, ακόμα και το πετρέλαιο ήταν άγνωστο μέχρι τότε.
Ο Βλαδίμηρος Δάβιδοβ επισκέφτηκε την Αθήνα το 1849 περίπου, και λέει ότι η πόλη έχει άσχημα φτωχικά κτήρια, δεν υπάρχουν λεωφόροι, φανοί, ούτε άμαξες. Τις νύχτες περπατούσαν κρατώντας λύχνους. Έβρισκαν όμως καλό λευκό ψωμί, καλό κρασί και κρεβάτι. Ζούσαν επίσης πολλοί Ευρωπαίοι.
Ο Μάξιμος Ντικάν και ο Γουσταύος Φλωμπέρ, που επισκέφτηκαν την Ελλάδα και την Αθήνα το 1850, παραθέτουν μια χαρακτηριστική περιγραφή ενός από τα χάνια που κατέλυσαν: «Το πανδοχείον αποτελείτο από εν μόνον ευρύχωρον δωμάτιον, διηρημένον εις δύο διαμερίσματα. Το εν ήτο προωρισμένον διά τους ίππους, τα κτήνη, τας όρνιθας. Εις το άλλο, το οποίον ήτο κατά τι υψηλότερον, με το έδαφος χωματόστρωτον ως αλώνιον, διέμενον οι οικοδεσπόται και οι φιλοξενούμενοι αυτών, τρεις φαυλόβιοι παλληκαράδες ρακένδυτοι. Εις το μέσον δε του χώρου εκείνου ευρίσκετο αναμμένη, χωρίς εστίαν ή περιορισμόν κανένα, πυρά, της οποίας ο καπνός εξήρχετο, Κύριος οίδε πως και πόθεν. Μία γραία μας ετηγάνισεν αυγά. Εκίνει το σκεύος άνωθεν της πυράς, τινάσσουσα ταυτοχρόνως τα φουστάνια της, τα οποία απέπνεον οσμήν κνίσσας. Ο Φλωμπέρ εμειδίασε, βλέπων το θέαμα, και μου εψιθύρισεν: «Ενθυμείσαι τον «Χρυσούν όνον» του Απουληίου; Πόσον ωραία, πόσο κομψά, Φωτίς μου, θα περιστρέφεις με τα οπίσθια αυτή τη μικρή χύτρα!» Εφάγαμεν με μεγάλην όρεξιν τα αυγά, μαζί με ένα κομμάτι μαύρου ψωμιού και ένα ποτήριον ρακής. Αι αποσκευαί μας είχαν μείνει εις το δρόμον, είμεθα δε διάβροχοι μέχρι μυελού των οστέων. Εξηπλώσαμε τα ενδύματά μας ολόγυρα εις την πυράν και σκεπασμένοι με μίαν μάλλινην κουβέρταν διάτρητον, κατεκλίθημεν εις μερικάς ψάθας δια να κοιμηθώμεν. Εκ διαλειμμάτων αφυπνιζόμεθα. Ερρίπτομεν μερικούς κλάδους ξηρούς δρυός εις το πυρ, οι οποίοι εφλέγοντο τάχιστα σπινθηρίζοντες, και εξηπλωνόμεθα πάλιν, δια να συνεχίσωμεν τον διακοπέντα ύπνον. Το πρωί ο Φλωμπέρ παρετήρησεν ότι είχον καή τα υποδήματά του, εγώ δε εύρηκα το επανωφόριον μου τρυπημένον από τα καύματα, τα προξενηθέντα εις αυτό εκ των κυλισθέντων από της πυράς ανθράκων».[17]
Την ίδια περίοδο δημοσιεύονται και τέτοιου είδους αγγελίες στις εφημερίδες: «Προς χρήσιν των περιηγητών και των εν Αθήναις προσεχομένων ξένων θέλει ενοικιάζονται κάμεραι καθαρώς και κομψώς διακοσμημέναι προς 1 και ½ δραχμάς την ημέραν και 30 δραχμάς τον μήνα. Κειμένης δε της οικίας εις θέσιν άλλως κεντρικώτατην, ήσυχον και ευαεροτάτην, δροσεράν μεν το θέρος, ζεστήν δε τον χειμώνα, είμαι εύελπις ότι τόσον το ευγενές κοινόν όσον και οι φιλόμουσοι κύριοι φοιτηταί θέλουν μας προτιμήσει»[18].
Το 1860 στην αγγλική εφημερίδα «Θεατής» αναφέρεται ότι η Αθήνα είναι πολύ μικρή και φτωχή. Ο αριθμός των ξένων περιηγητών στην επαρχία έχει μειωθεί καθώς οι συνθήκες δεν είναι καλές και δεν υπάρχει ούτε ένα καλό ξενοδοχείο με αποτέλεσμα οι ταξιδιώτες να ταλαιπωρούνται.
Την ίδια περίοδο οι επωνυμίες των ξενοδοχείων είναι γραμμένες απαραίτητα στα γαλλικά και συχνότατα και στα ελληνικά. Ειδικότερες πληροφορίες για την εσωτερική επίπλωση και τον εξοπλισμό των ξενοδοχείων δεν υπάρχουν, παρά μόνο ελάχιστες. Στα δωμάτια της πρώτης τάξης υπήρχαν έπιπλα ευρωπαϊκά, ενώ σε εκείνα της κατώτερης σανιδένιο τραπέζι και ψάθινες καρέκλες, αποκτήματα ωστόσο υπολογίσιμα, αφού στα πρώτα χρόνια ακόμη και η ύπαρξη τζαμιών θεωρείται πολυτέλεια.
Ένα διάσημο χάνι, εκείνη την περίοδο, ήταν το «Χάνι του Σκορδά» που βρισκόταν στο δρόμο των Μεσογείων, στο Πικέρμι, στο ίδιο σημείο που βρίσκεται και σήμερα.
Στα 1869 το πρόγευμα στα καλά ξενοδοχεία κοστίζει 1,5 – 3,5 δραχμές ημερησίως και η τιμή δωματίου με δείπνο που συμπεριλάμβανε κρασί 2,5 – 6 δραχμές ημερησίως. Συνεπώς η μηνιαία διαμονή σε ξενοδοχείο με ένα γεύμα και πρωινό στοίχιζε περίπου 300 δρχ. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα οι τιμές αυξάνονται κατά 50 τις εκατό, αλλά και πάλι δεν θεωρούνται ακριβές για τους ξένους, ενώ οι συναλλαγές με αυτούς γίνονται με νόμισμα το φράγκο.
Η Άγκνες Σμιθ, που βρέθηκε στην Ελλάδα το 1869, περιγράφει ότι τα χάνια είναι πολύ μακριά μεταξύ τους. Οι αγωγιάτες και οι ξεναγοί δεν είναι συνεργάσιμοι και δεν θέλουν να ξεκινούν νωρίς το πρωί τα ταξίδια τους, ενώ δεν φροντίζουν καλά τα άλογά τους. «Έχει όμως κάποιους λαμπρούς αμαξιτούς δρόμους και υπάρχει ασφάλεια στα ταξίδια. Η φιλοξενία είναι υποδειγματική και οι ξεναγοί στηρίζονται στις γνωριμίες τους με τους ανθρώπους της επαρχίας για να λύσουν τα προβλήματα των ταξιδιωτών κυρίως της εύρεσης καταλύματοs»[19]. Τέλος κατηγορεί τον Μαρκ Τουαίην ότι ήταν υπερβολικός και άδικος απέναντι στους Έλληνες, όταν ο ίδιος βρέθηκε στην Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο ο Henri Bell γυρίζει όλη την Ελλάδα και γράφει χαρακτηριστικά: «Η φιλοξενία είναι πατροπαράδοτο χάρισμα και δεν θα λησμονήσω ποτέ τη θερμή και ευγενική υποδοχή που μου επιφύλαξε για δυο μέρες μια σχεδόν άγνωστη σε μένα οικογένεια».[20]
Στα 1872 ο P. Eudel ταξιδεύει από τη Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη στην Αθήνα και περιγράφει την περιπλάνησή του σε όλα τα καλής κατηγορίας ξενοδοχεία της Αθήνας, όπως «Μεγάλη Βρετανία», «Ανατολή», «Στέμμα», «Παρισίων», «Αιγύπτου», «Κωνσταντινούπολις», «Ευρώπη», «Ξένων», «Αγγλία», τα οποία βρίσκει όλα γεμάτα. Οι αναφορές των εφημερίδων της εποχής το επιβεβαιώνουν:
Από τα 24 ξενοδοχεία που σημειώνονται μεταξύ του 1860-1880, τα 13 βρίσκονται στην Ερμού, 3 στην πλατεία Συντάγματος, 2 στην πλατεία Λουδοβίκου, 1 στη Σταδίου και Κοραή και τα υπόλοιπα στην οδό Αιόλου. Την επόμενη περίοδο 1880-1900 τα ξενοδοχεία έχουν ανέβει σε 86: 14 στην Ερμού, 4 στο Σύνταγμα, 2 στην πλατεία Λουδοβίκου, 6 στην Ομόνοια[21], 10 στην Σταδίου, γύρω στα 25 στις οδούς Αθηνάς, Αιόλου και τις παρόδους και τα υπόλοιπα μοιρασμένα σε διάφορα σημεία της πόλης. Αρκετά εξακολουθούν να στεγάζονται σε μεγαλοαστικές κατοικίες ή μέγαρα μετασκευασμένα σε ξενοδοχεία, αλλά πια μεγάλος αριθμός στεγάζεται σε ειδικά κτήρια βασισμένα στα ξένα πρότυπα. Όταν λοιπόν λειτουργούν σε κτίσματα φτιαγμένα αποκλειστικά για ξενοδοχεία, αποτελεί γεγονός για διαφήμιση: «Βασιλικόν: ξενοδοχείον εγκατασταθέν εν οικία επίτηδες διά ξενοδοχείον ιδρυθείση»[22].
Το«Χάνι» του Δρούγκα ήταν ένα διάσημο χάνι που λειτουργούσε εκείνη την περίοδο στην Βαρυμπόπη.
Η πόλη επεκτείνεται, αλλάζει στέκια και διαθέσεις και τα ξενοδοχεία ακολουθούν. Πολλά παλιά ξενοδοχεία σταματούν τη λειτουργία τους, νέα εμφανίζονται και η κατάσταση βελτιώνεται διαρκώς.
Τα ξενοδοχεία που βρίσκονται στις οδούς Ερμού, Αθηνάς και Αιόλου περιορίζουν τη λειτουργία τους στους ορόφους των κτηρίων ενώ τα ισόγεια χρησιμοποιούνται για μαγαζιά. Οι κατασκευές είναι λίθινες, σε ρυθμό νεοκλασικό ή συνθέτουν ένα σύνολο με στοιχεία από διάφορους ρυθμούς του παρελθόντος. Χαρακτηριστικές είναι οι επωνυμίες των ξενοδοχείων με ονόματα ξένων χωρών ή πόλεων, πράγμα που αποτυπώνει τη διεθνή προέλευση της πελατείας τους, και που τα κάνει ελκυστικά για τη χρήση του εστιατορίου τους από τα ανώτερα και μεσαία στρώματα.
Κι έτσι, ενώ στην αρχή, από το 1800 ως το 1830, τα ξενοδοχεία προσέφεραν μόνο στέγη ή μόνο σίτιση, αργότερα και ως το 1860 άρχισαν να επιπλώνονται καλύτερα, ενώ ο εμπλουτισμός των παροχών τους διαμορφώθηκε το διάστημα μεταξύ 1860 και 1890. Μάλιστα, μετά το 1880 άρχισαν να ικανοποιούν κοινωνικές και ψυχαγωγικές ανάγκες, έκαναν δηλαδή, χορούς, συγκεντρώσεις, γιορτές, δεξιώσεις κτλ. Στα ισόγειά τους λειτουργούσαν τα εστιατόριά τους ή ιδιόκτητα ζαχαροπλαστεία που η λειτουργία τους ήταν συνυφασμένη με αυτά.
Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή η διαρρύθμιση των ξενοδοχείων ακολουθεί το παρακάτω μοτίβο: η είσοδος των ξενοδοχείων ήταν εντυπωσιακή για να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα καταστήματα. Ακολουθούσε ένας ευρύχωρος διάδρομος που οδηγούσε στο κλιμακοστάσιο και στο χώρο υποδοχής, σε βοηθητικούς χώρους (χώρος αποσκευών) ή σε κάποια γραφεία. Όταν το ξενοδοχείο δεν διέθετε εστιατόριο ή σαλόνι στο ισόγειο, υπήρχε πάντα στον πρώτο όροφο σαλόνι για το πρωινό και όχι μόνο και ο χώρος προετοιμασίας του. Καμιά φορά υπήρχε και δεύτερο μικρότερο σαλόνι. Τα δωμάτια ήταν κατά το 80% μονόκλινα και τα υπόλοιπα δίκλινα, ενώ οι σουίτες ήταν περιορισμένες και σπάνια διέθεταν τουαλέτες. Ωστόσο, ήταν αρκετά ευρύχωρες ενώ κατά μέσο όρο οι διαστάσεις ενός μονόκλινου κυμαίνονταν στα 2,5 x 4 και ενός δίκλινου στα 4 x 5 μέτρα. Το παράθυρο ή η μπαλκονόπορτα τοποθετείται έκκεντρα δίπλα στον τοίχο, απέναντι από την πόρτα για να μένει χώρος για το κρεβάτι και το λαβομάνο. Τα υπνοδωμάτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερικές πόρτες, συνήθεια που παρέμεινε μάλλον από το hotels prive της Ευρώπης. Σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές υπολογιζόταν ένας χώρος υγιεινής ανά δέκα κρεβάτια και ένα office ανά 20-30 δωμάτια ή ανά όροφο, εφόσον ο όροφος είχε λιγότερα από 25 δωμάτια. Λουτρό δεν ήταν υποχρεωτικό να διαθέτει το ξενοδοχείο και σίγουρα όχι πάνω από ένα στον όροφο. Διέθεταν πολύ λίγα λουτρά, που οι πελάτες μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν επί πληρωμή ή χρησιμοποιούσαν τα δημόσια λουτρά ή τα χαμάμ.
Το εστιατόριο βρίσκεται τις περισσότερες φορές στο ισόγειο, για την διευκόλυνση των εξωτερικών πελατών, αλλά και τη διασφάλιση της ησυχίας των πελατών που διαμένουν στο ξενοδοχείο. Στα εστιατόρια των μεγάλων ξενοδοχείων τρώει κανείς a la carte ή με talble d’ hote και υπάρχει συγκεκριμένο ωράριο. Σερβίρουν πρωινό νωρίς, γεύμα 11:00-13:00 και δείπνο 18:00-20:00. Στα μικρότερα ξενοδοχεία τα ωράρια διευρύνονται. Η κουζίνα είναι ευρωπαϊκή και ύστερα ελληνική και τουρκική. Πιάτα ντόπια ή τουρκικά προτείνονται: σούπα με λεμόνι, πιλάφι, κεμπάπ, ντολμάδες, κεφτέδες, μουσακάς, γιουβαρλάκια, μπάμιες, ντομάτες γεμιστές, αρνί αλά παλικάρι (ψητό στη σούβλα), αυγοτάραχο. Συμπλήρωμα του φαγητού είναι κυρίως ο καφές και έπειτα το τσάι. Τα ποτά είναι εμφιαλωμένα, ντόπια, κυρίως κρασιά Σαντορίνης και Πάτρας ή εισαγόμενα όπως μπύρες Porter and ale. Όπως αναφέρει ο Τάκερμαν το 1877 «η οινοποιία διά την εσωτερικήν κατανάλωσιν είναι αρκούντως ανεπτυγμένη»[23], όμως οι ξενοδόχοι της Αθήνας πλήρωναν το κρασί χωριστά και ακριβά. Οι εγγλέζικες μπύρες που έρχονταν από τη Μάλτα στοίχιζαν 3 δραχμές ή 3,5 το μπουκάλι. Η αγγλογαλλική κατοχή ακρίβυνε όλα τα είδη και οι σπάνιοι τουρίστες που επιχειρούσαν το ταξίδι στην Ελλάδα δεν θα μπορούσαν να ζήσουν στο ξενοδοχείο με λιγότερο από 300 φράγκα το μήνα.
Στο ημερολόγιο του Ραμπαγά του 1879 αναφέρεται το εξής: «Επικρατούντα κτίρια δημόσια εν Αθήναις είναι τα τροφεία ή ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ. Διά τούτο εν Αθήναις ευρίσκεις τέλειον τον τύπο του Ξενοδόχου περισσότερον παρά του πολιτικού».[24]
Ωστόσο οι ξένοι περιηγητές εξακολουθούν να μην είναι ικανοποιημένοι από τις παροχές των καταλυμάτων της πόλης της Αθήνας. Το 1885 ο Karl Krumbacher επισκέφτηκε την Ελλάδα και γράφει χαρακτηριστικά: «Ο ταξιδιώτης κοίταζε γύρω να βρει ένα κατοικήσιμο ιδιωτικό οίκημα, δηλαδή ένα δωμάτιο που να διαθέτει τουλάχιστον μια ξύλινη οροφή και παράθυρο με τζάμια […]»[25]. Στα 1890 ο G. Deschamps αναφέρει «για τις υπερβολές των τουριστών για ύπουλους ξενοδόχους, ότι πρόκειται για μνησικακία και εκδικητικότητα»[26], προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες και να είναι δίκαιος. Από την άλλη η Ίζαμπελ Άρμστρονγκ, που ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1892 με τη φίλη της Ήντιθ Πέιν, γκρινιάζει εξίσου για τα νέα ξενοδοχεία που χτίζονται στην Ολυμπία για να εξυπηρετήσουν τους τουρίστες και για τις πρωτόγονες συνθήκες διαμονής στα χωριατόσπιτα της Πελοποννήσου. Από την άλλη στο βιβλίο του Γ.Π. Παρασκευόπουλου Ταξείδια ανά την Ελλάδα[27] το 1895, ο Πειραιάς περιγράφεται ως ένα πολύβουο λιμάνι, ενώ ο σταθμός του ΣΑΠ «μεγάλος, αλλά θα μπορούσε να ήτο και πολυτελέστερος και πολυφωτότερος κι ευμαρέστερος διά τους ταξιδιώτες». Ο σταθμός του Φαλήρου από την άλλη περιγράφεται ως «ο πιο στολισμένος και όμορφος με δενδρύλια και άνθη και κιόσκια και πρασινάδα […]».
Στα τέλη του 19ου αιώνα η κοσμική ζωή στην Αθήνα αρχίζει να αλλάζει. Στις αίθουσες των ξενοδοχείων, που είναι συχνά διακοσμημένες με ειδικές χάρτινες ταινίες και ζωγραφισμένα πανό, οργανώνονται συνεστιάσεις σε γιορτές και επετείους, αλλά και συμπόσια για τη διοργάνωση διαδηλώσεων ή άλλων κινητοποιήσεων, όταν ο αριθμός των ενδιαφερομένων είναι τέτοιος που να απαιτεί μεγάλο χώρο. Ας σημειωθεί ότι ο τρόπος ζωής στα χρόνια μετά την επανάσταση δεν επέτρεπε κοινωνικές εκδηλώσεις σε δημόσιους χώρους. Τα ξενοδοχεία, που τότε απέκτησε η Αθήνα, φιλοξενούσαν ξένους στρατιωτικούς και περιηγητές. Οι Έλληνες οργάνωναν κοινωνικές εκδηλώσεις στα σπίτια τους.
Η διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 φέρνει στην Αθήνα περισσότερους ξένους από ποτέ, από νωρίς την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι. Τα καραβάνια φτάνουν στον Πειραιά με τα ατμόπλοια. Και από εκεί με το σιδηρόδρομο ή με άμαξες έρχονται στην Αθήνα. Όλα τα κεντρικά ξενοδοχεία είναι γεμάτα. Μεγάλη ζήτηση έχουν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Σε πολλά σπίτια οι Αθηναίοι φιλοξενούν τους ξένους και μάλιστα αντί μικρού ενοικίου. Η φιλοξενία είναι πολύ θερμή και οι ξένοι έχουν να το λένε. Ενθουσιάζονται από τη διαμονή τους στην ελληνική πρωτεύουσα. Έχουν να δουν πολλά. Αυτό που τους ενθουσιάζει περισσότερο είναι το κλίμα και εκείνο που τους δυσαρεστεί είναι η σκόνη. Όταν φυσάει αέρας, κι αυτό γίνεται συχνά στην Αθήνα, σηκώνονται σύννεφα σκόνης, γιατί οι δρόμοι και οι πλατείες δεν έχουν άσφαλτο. Είναι μόνο στα κεντρικά σημεία σκυροστρωμένες. Την κατάσταση σώζουν τα καταβρεχτήρια του δήμου, που τους καλοκαιρινούς μήνες γυρίζουν στο κέντρο της πόλης και καταβρέχουν τους δρόμους. Έτσι η κατάσταση γίνεται κάπως υποφερτή.
Στον Οδηγό Χωροφύλακος του 1896 αναφέρονται οι εξής οδηγίες που αφορούν τα ξενοδοχεία και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας: «Εκτός των οικείων […] τα ξενοδοχεία […] και άλλα μέρη, εις τα οποία η είσοδος είναι εις πάντα επιτετραμμένη, δύναται να ενεργηθή σύλληψις εν παντί καιρώ, ήτοι καθ΄ όλην της διάρκειαν της νυκτός. Προκειμένου περί Ξενοδοχείου, το δωμάτιον, το οποίον ενοικίασε τις διά να διαμένη εν αυτώ διαρκώς ή προσκαίρως είτε μόνος είτε μετά της οικογενείας του, θεωρείται ως κατοικία και η εις αυτό είσοδος δεν επιτρέπεται χωρίς να εκπληρωθώσι τα κατωτέρω περί οικιών οριζόμενα».[28] Ενώ στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουν οι αρχές και ποιες είναι οι υποχρεώσεις των ξενοδόχων:
Την ίδια περίοδο το πρώτο ταξιδιωτικό γραφείο της εταιρείας Τhomas Cook[29] λειτούργησε στην Ελλάδα. Το γραφείο στεγάστηκε στην Πλατεία Συντάγματος, στην οδό Ερμού και στον αριθμό 2, κάτω από το «Ξενοδοχείο της Αγγλίας» και παρέμεινε εκεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε το κτήριο κατεδαφίστηκε. Ωστόσο ο Thomas Cook είχε ασχοληθεί με την Ελλάδα από το 1869 , με αφορμή τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ οργανώνοντας ατομικά και ομαδικά ταξίδια στην Αίγυπτο. Μέσα στο πρόγραμμα αυτό ο Thomas Cook[30] —που ο ίδιος συνόδευε τους ταξιδιώτες του— συμπεριέλαβε και την Ελλάδα, στέλνοντας για πρώτη φορά πελάτες του στη χώρα μας και μάλιστα οργανωμένα. Αργότερα, το 1882, οργάνωσε ταξίδια στην Ελλάδα με τιμή εισιτηρίου και ξενοδοχείου μαζί —τα λεγόμενα «πακέτα»—, στέλνοντας ακόμα περισσότερους περιηγητές στην Ελλάδα που κατέλυσαν στα αθηναϊκά ξενοδοχεία. Μάλιστα o G. Deschamps, μεγάλος φίλος της Ελλάδας και της Αθήνας περισσότερο, αναφέρει στο «Οδοιπορικό» του, το 1890, την μεγάλη ανάγκη να ασχοληθεί το πρακτορείο Cook περισσότερο με την Ελλάδα και να οργανώνει καλύτερα τα ταξίδια του σε αυτήν. Eξαίρει δε, την πρωτοβουλία του Thomas Cook, παρόλη την μεγάλη του ηλικία, να επισκεφτεί την Ελλάδα ο ίδιος και να επιθεωρήσει την κατάσταση, ώστε να θέσει σε εφαρμογή «το τεράστιο πρόγραμμά του: σκέφτεται να εγκαταστήσει άνετα ξενοδοχεία στα γραφικότερα μέρη της Ελλάδας και να τα συνδέσει με τακτικές υπηρεσίες, καθώς υπάρχουν ακόμα χάνια όπου σβέλτοι νεαροί με φουστανέλα […], υπέροχοι και φιλοπόλεμοι σαν τον Μπότσαρη αυτοπροσώπως, σας σερβίρουν τούρκικό καφέ με ένα κούνημα των ώμων και μια νόστιμα αυθάδικη, φιλόφρονα και ιδιοτελή ευγένεια […]. Το πρακτικό πνεύμα του Κουκ θα τα αλλάξει όλα αυτά […]. Ο άψογος κοιλαράς ξενοδόχος […] θα μπορεί να γράψει στο διαφημιστικό του φυλλάδιο […]: Υγιεινή ατμόσφαιρα και ωραία θέα στην πύλη των Λεόντων. Τιμές λογικές. Φωτογραφίες. Αστική κουζίνα. Δυνατές συγκινήσεις και καλή όρεξη».[31]
Στις αρχές του 20ού αιώνα στην ελληνική επαρχία τα πράγματα παραμένουν δύσκολα για τους επισκέπτες, όπως μας πληροφορεί αγανακτισμένος ο Αλμπέρ Τιμπωντέ: «Αν με διαβάζει κανείς επαγγελματίας τουρίστας θα αγανακτήσει: η ελληνική φιλοξενία, θα φωνάξει, α, ναι! Σε όποιον γνωρίζει την Ελλάδα, πίσω από τις διαχύσεις μιας γενναιόδωρης καρδιάς κρύβεται η εκμετάλλευση του ξενοδόχου. Ένας φίλος μου πλήρωσε είκοσι δραχμές για ένα κρεβάτι γεμάτο έντομα σε χάνι […]. Δεν είχε μυηθεί ο δύστυχος, σε εκείνο το ωραίο δημιούργημα της ελληνικής ή καλύτερα της ανατολίτικης ιδιοφυίας, που λέγεται συμφωνία […].[32] Βυθισμένος σε θλιβερές σκέψεις, φτάνω στο κατάλυμα μου, το «Ξενοδοχείον η Παλίρροια», όνομα καθαρά τοπικό, σαφής υπαινιγμός στο ρεύμα του Ευρίπου. Είναι 4 η ώρα. Όλος ο κόσμος κατακλύζει τη βεράντα του ξενοδοχείου που δεσπόζει στο στενό κανάλι»[33].
Ο οδηγός Ελλάς ήτοι ιστορική, γεωγραφική και τοπογραφική περιγραφή της Ελλάδος και οδηγός των ταξειδιωτών και περιηγητών υπό Ευαγγελίδου και Μαυρογένη (κατά τον Μπέντεκερ), που εκδόθηκε από το βιβλιοπωλείο του Κ. Ελευθερουδάκη το 1901, πληροφορεί τους ταξιδιώτες ότι μπορούν να φτάσουν στην Αθήνα μέσω δύο σταθμών: του Πειραιά και της Κέρκυρας. Στον Πειραιά η αποβίβαση των επιβατών (ουδεμίαν ανάγκη διαβατηρίου) γίνεται στο τελωνείο και μετά από επιθεώρηση των αποσκευών, μπορούν να ανέβουν στην Αθήνα είτε με τον σιδηρόδρομο Αθηνών-Πειραιώς, είτε με άμαξα. Για όσους έχουν πολλές αποσκευές προτείνεται η χρήση άμαξας. Οι ταξιδιώτες, που φτάνουν στην Κέρκυρα, μπορούν από εκεί να πάρουν το πλοίο για την Πάτρα και με το σιδηρόδρομο μετά από 7 ώρες να φτάσουν στην Αθήνα. Δίνονται ακόμα αναλυτικές λεπτομέρειες για το πώς οι ταξιδιώτες μπορούν να ταξιδέψουν από διάφορα μέρη του κόσμου στην Αθήνα.
Εντωμεταξύ στην Αθήνα όλα βελτιώνονται. Η πόλη άρχισε πια να διαθέτει και ξενοδοχεία για τον απλό λαό, δηλαδή για τους εκατοντάδες επαρχιώτες, που επισκέπτονταν την Αθήνα. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονταν γύρω από την Ομόνοια. Τα πολυτελείας βρίσκονταν στην περιοχή του Συντάγματος. Σχεδόν όλα έχουν κεντρική θέρμανση, τρεχούμενο νερό, ζεστό και κρύο, πολυτελείς αίθουσες, αναγνωστήρια, βεράντες, κοινόχρηστα λουτρά ανά όροφο, αλλά και δωμάτια με δικό τους λουτρό, αναβατήρα και υπηρεσία που γνωρίζει ξένες γλώσσες. Οι ισόγειοι χώροι γίνονται εστιατόρια ή καφέ, ενώ ορισμένα μετατρέπουν σε κήπο τα αίθριά τους για καλοκαιρινή χρήση. Φανάρια στα δέντρα, γλάστρες με λουλούδια, συντριβάνια, και κεριά στα τραπέζια προστατευμένα από γυαλί δίνουν έναν ρομαντικό τόνο. Στους πρώτους ορόφους δημιουργούνται ειδικοί χώροι για εκδηλώσεις, γιορτές, και γεύματα, που δίνονται κατά παραγγελία, ώστε να διασφαλίζεται η ιδιωτικότητα και η ήρεμη παραμονή.
Η κοσμική κίνηση στα ξενοδοχεία της Αθήνας αυξάνεται, όταν ξεκινά η περίοδος της Μπελ Επόκ[34]. Άμαξες περίμεναν τους πελάτες που γευμάτιζαν στις μεγάλες αίθουσες των εστιατορίων σε όλα τα ξενοδοχεία της Αθήνας, ενώ την περίοδο του μεσοπολέμου γινόντουσαν εκδηλώσεις στα μεγαλύτερα από αυτά. Στους ορόφους ο φωτισμός είναι φυσικός και άπλετος από τα μεγάλα ανοίγματα. Τα πατώματα είναι επενδυμένα με πολυτελή πλακάκια, ή πολύ καλό παρκέ, βαριά χαλιά, καθρέφτες, ταπετσαρίες στους τοίχους, ζωγραφιστά ταβάνια. «Γενικά μπορούν να καυχώνται οι Αθηναίοι για τα ξενοδοχεία των και αυτά, όπου συχνάζουν οι ξένοι, μπορούν σίγουρα να συναγωνιστούν τα αντίστοιχα της Ευρώπης από άποψη κατασκευής, διακόσμου και εξυπηρέτησης»[35]. Το μπάνιο χρεωνόταν 20-30 δρχ., ενώ η πιο σπουδαία παροχή φαίνεται να ήταν το τηλέφωνο, καθώς τα περισσότερα ξενοδοχεία διαφήμιζαν ότι διέθεταν τουλάχιστον δύο γραμμές, ενώ κάποια έλεγαν ότι διέθεταν και δωμάτια με τηλέφωνο. Ωστόσο μόνο δύο από τα μεγάλα ξενοδοχεία διαθέτουν σίγουρα τηλέφωνο. Η “Μεγάλη Βρετάνια” το 148 και το “Μινέρβα” το 151.
Η πελατεία των μεγάλων ξενοδοχείων προερχόταν από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και αποτελείται από ντόπιους και ξένους. Στις διαφημίσεις της εποχής προβάλλονται ως μεγαλύτερα πλεονεκτήματά τους η πολυτέλεια και η ήσυχη διαμονή. Αναφέρεται πάντα το όνομα του ιδιοκτήτη ή του διευθυντή, ώστε να δημιουργείται προσωπική σχέση με τον πελάτη και οποιοδήποτε πρόβλημα να έχει προσωπικό αποδέκτη. Η αναφορά ότι κατοικούσαν σε αυτό ξένοι πελάτες, σήμαινε ότι οι παροχές του ξενοδοχείου ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου. Από την άλλη ολόκληρες οικογένειες διέμεναν στις πολλές πανσιόν που διέθετε η Αθήνα. Για παράδειγμα η πανσιόν Μέρλιν στη γωνία Κανάρη και Σέκερη, κατάλληλη για αρκετό χρόνο, όπως και το σπίτι του καθηγητή Χρ. Πούλιου στην οδό Δημοκρίτου 25, που παρέχει επιπλέον και διδασκαλία Νέων Ελληνικών. Γενικότερα υπήρχαν στην Αθήνα πολλές κατοικίες για μακροχρόνια ενοικίαση.
Παρόλη την πολυτέλειά τους, τα ξενοδοχεία που στέγαζαν περιηγητές, κυρίως διακεκριμένους και πλούσιους, αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα. Η μεγάλη λειψυδρία, που μάστιζε τότε την Αθήνα, δημιουργούσε μια κακή κατάσταση στα ξενοδοχεία, που έπρεπε να ήταν υποδειγματικά, αφού αποτελούσαν τη βιτρίνα του πολιτισμού μας. Δημιουργούνταν προβλήματα στην καθαριότητα που καμιά φορά ήταν στοιχειώδης και επιφανειακή. Τα χονδροειδή σανιδένια πατώματα δεν ήταν εύκολο να σφουγγαρίζονται τακτικά, γιατί εκτός από κόπο απαιτούσαν και πολύ νερό, το οποίο οι καμαριέρηδες αντλούσαν από πηγάδια που στέρευαν. Οι λεκάνες των αποχωρητηρίων ήταν συχνά γεμάτες. Το ένα ή δύο μπάνια, που βρίσκονταν σε κάθε όροφο, πεπαλαιωμένα και κακοπλυμένα, έμεναν κι αυτά σχεδόν αχρησιμοποίητα. Βρύσες δεν υπήρχαν στα δωμάτια. Μια λεκάνη και μια κανάτα από πορσελάνη βρίσκονταν επάνω σε ένα νιπτήρα, ο οποίος ήταν σκεπασμένος με μαρμάρινη πλάκα. Δίπλα στο νιπτήρα, στο πάτωμα, μια άλλη μακρουλή κανάτα εμαγιέ, το μπροκ, ήταν γεμάτη με νερό για ρεζέρβα. Ο πελάτης σαπουνιζόταν μέσα στο ίδιο νερό της λεκάνης και μετά ξέπλενε τις σαπουνάδες με το ένα χέρι, γιατί με το άλλο κρατούσε τη βαριά κανάτα. Όταν το νερό της κανάτας τελείωνε για να τη γεμίσει πάλι ο πελάτης, με κλειστά τα μάτια από τις σαπουνάδες, έψαχνε ψηλαφητά να βρει το μπροκ. Κάποτε η κανάτα γλιστρούσε από το χέρι του πελάτη και έπεφτε, σπάζοντας λεκάνες και μάρμαρα. Γι’ αυτό σπανίως έβλεπε κανείς στα ξενοδοχεία, αυτά τα δοχεία και τα έπιπλα ακέραια.
Σε όλα τα ξενοδοχεία Α’ κατηγορίας μιλούν γαλλικά, αγγλικά και λίγα ιταλικά. Στα υπόλοιπα μιλούν αγγλικά. Οι τιμές στα Α’ κατηγορίας, που οι οδηγοί τα ονομάζουν «διεθνή», υπολογίζονται σε χρυσά γαλλικά φράγκα και όχι σε δραχμές. Στα ξενοδοχεία που διαθέτουν εστιατόρια, αναφέρονται και τιμές για πλήρη διατροφή (φουλ πανσιόν) που κοστίζει από 15 γαλλικά φράγκα και πάνω. Το κρασί και μερικές φορές ο φωτισμός είναι επιπλέον.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 όλα τα αθηναϊκά ξενοδοχεία διαθέτουν ανελκυστήρα, θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα και λουτρά. Πολλά ξενοδοχεία διαφημίζουν την θαυμάσια θέα που έχουν προς την Ακρόπολη, το Λυκαβηττό, τον Υμηττό και το Φάληρο. Ένα ξενοδοχείο αναφέρεται ότι έχει προσανατολισμό μεσημβρινό. Απευθύνονταν κυρίως στους ξένους περιηγητές και παρουσίαζαν επαρκή ποσοστά πληρότητας ουσιαστικά για λιγότερο από ένα εξάμηνο. Η έναρξη της τουριστικής περιόδου ως τότε οριζόταν από τα μέσα της άνοιξης – αρχές Απριλίου ως το τέλος Ιουνίου. Το καλοκαίρι εξαιτίας της ζέστης οι διαμονές των ξενοδοχείων της πρωτεύουσας σημείωναν κάθετη πτώση. Από τα μέσα του Σεπτέμβρη ως τις παραμονές των Χριστουγέννων τον τόνο έδινε η πληθωρική παρουσία των εύπορων ομογενών από την Αίγυπτο και φυσικά από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μαζί με αυτούς συνωστίζονταν και εκδρομείς, που επέστρεφαν στην Ευρώπη προερχόμενοι από το δημοφιλές τότε ταξίδι στη Μικρά Ασία ή στη Μέση Ανατολή. Στα ξενοδοχεία «Μεγάλη Βρετάνια» και «Αγγλία» υπάρχει κίνηση το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι μετατοπίζεται στο Νέο Φάληρο και στο «Ακταίον» και αργότερα στο «Σεσίλ» της Κηφισιάς.
Μετά το 1918 τα πράγματα άλλαξαν πάλι. Σε ευρωπαϊκή κλίμακα ανακαλύφθηκε η διπλή εποχικότητα του τουρισμού (καλοκαίρι-χειμώνας), ενώ διευρύνθηκε η συμμετοχή νέων κοινωνικοοικονομικών ομάδων στο αναδυόμενο τουριστικό φαινόμενο. Κοντά στα 1920 πια ο περιηγητής των προηγούμενων δεκαετιών έδωσε τη θέση του στους αντιπροσώπους μεγάλων ξένων εταιριών και εμπορικών οίκων με αισθητά διαφοροποιημένους στόχους μετακίνησης, αλλά και διευρυμένη διάρκεια διαμονής στην ελληνική πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα εξαιτίας των καταστροφών του πολέμου, γίνεται αισθητή μια τάση που θα κυριαρχήσει αργότερα: η αύξηση του αριθμού των εύπορων φιλοξενούμενων οικογενειών σε μεγάλα ξενοδοχεία, χώρους ως τότε παραδοσιακά ανδροκρατούμενους.
Μέχρι το 1920 δεν υπήρχαν προδιαγραφές στην Ελλάδα για τα ξενοδοχεία. Χρησιμοποιούσαν τις ξένες και ήταν οι εξής: 1 τουαλέτα ανά 10 κρεβάτια, 1 όροφος εφόσον το ξενοδοχείο είχε λιγότερο από 25 δωμάτια. Με τους νόμους του 1921 «περί παροχής ατελειών τινών εις τα ανεγειρόμενα νέα ξενοδοχεία» 5189 «αδεία του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας διά την λειτουργίαν ξενοδοχείων και πανσιόν (οικοτροφείων)» και 5205 «περί ευθύνης και προστασίας των ξενοδόχων» καθιερώνονται προδιαγραφές και τα ξενοδοχεία διαιρούνται σε Α΄, Β΄, Γ΄ τάξη[36]. Έτσι είναι απαραίτητο να υπάρχει θέρμανση, ανελκυστήρες, τηλέφωνο, λουτρό, ζεστό νερό και νιπτήρες αντί για το παραδοσιακό λαβομάνο. Σαν αποτέλεσμα μειώνονται οι κοινόχρηστοι χώροι, αυξάνονται τα σαλόνια, ενώ συνενώνονται δωμάτια για να δημιουργηθούν οι τουαλέτες. Όσα ξενοδοχεία δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις προδιαγραφές οδηγούνται σε κλείσιμο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, σύμφωνα με το επίσημο μητρώο της Υπηρεσίας Ξένων, τα ξενοδοχεία της χώρας έχουν φτάσει τα 1090, από τα οποία τα 140 βρίσκονται στην Αθήνα, 58 στον Πειραιά, 25 στα προάστεια (Κηφισιά, Μαρούσι, Φάληρο) και 867 στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα ξενοδοχεία όμως που μπορούν να δεχθούν ευπρόσωπα τους ξένους είναι πολύ λιγότερα. Στην Αθήνα σημειώνονται 16 με 880 δωμάτια και 1773 κλίνες και απασχολούνται 720 άτομα από τα οποία 166 είναι γυναίκες. Αυτή τη δεκαετία παρατηρείται ότι πολλοί δικηγόροι, γιατροί και πολιτικοί διατηρούσαν τα γραφεία τους σε ξενοδοχεία.
Τη δεκαετία του 1930 τα ξενοδοχεία στην Αθήνα υπερβαίνουν τα 195. 8 θεωρούνται λουξ, 27 Α΄ κατηγορίας και τα υπόλοιπα Β΄ κατηγορίας. Το 1935 οι υφιστάμενες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις διαθέτουν 20.000 κλίνες σε όλη τη χώρα, αλλά οι ανάγκες ξεπερνούν τις 35.000. Ο Κώστας Χατζιώτης αναφέρει στο βιβλίο του Παλιά γειτονιά: Πλατεία Βάθης – Άγιος Παύλος -Σιδηροδρομικοί σταθμοί[37] ότι το 1939 τα ξενοδοχεία της Αθήνας ήταν 216.
Το 1947, με το σχέδιο Μάρσαλ, κάποια ξενοδοχεία εκσυχρονίζονται, ενώ τα περισσότερα διακόπτουν τη λειτουργία τους ή αλλάζουν χρήση.
Τα ονόματα που έδιναν οι ιδιοκτήτες στα ξενοδοχεία τους μας δείχνουν τις επιδιώξεις τους και το πώς έβλεπαν τον εαυτό τους μέσα στο μικρόκοσμο της Αθήνας, αλλά και στο τουριστικό στερέωμα, που ως το 1960 ήταν εκτός μαζικών ρευμάτων. Τα ονόματα είναι συγκινητικά, ίσως λίγο υπερβολικά, άλλοτε ακαδημαϊκά, μερικές φορές πολύ ταπεινά. Μπορούμε να τα χωρίσουμε σε κάποιες γενικές κατηγορίες:
α) το όραμα της δύσης, που φανερώνουν τον πόθο για διαφοροποίηση από την Ανατολή όπως «Μεγάλη Βρετανία», «Κάρλτον», «Λωζάννη»
β) η μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας, που παραπέμπουν στην ελληνική επαρχία όπως «Αργολίς», «Θεσσαλία», «Κρήτη»
γ) το ένδοξο παρελθόν, που είναι η συνηθέστερη περίπτωση, όπως «Δελφοί», «Μινέρβα», «Μέγας Αλέξανδρος», «Παρθενών»
δ) η υπερβολή ως εξουσία, κι αυτή η περίπτωση πολύ δημοφιλής όπως «Παλλάδιον», «Ματζέστικ», «Εξέλσιορ»
ε) ο καημός του παλινοστούντος, δηλαδή πλούσιοι ομογενείς ιδρύουν ξενοδοχειακές μονάδες, όταν επιστρέφουν στην Αθήνα όπως «Σουδάν», «Κάιρο», «Αλεξάνδρεια»
στ) ονόματα προσφιλών δημόσιων προσώπων ή ιδιοκτητών όπως «Όλγα», «Αμαλία», «Σοφία».[38]
Το επίσημο κράτος στην πατρίδα μας, κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα καταβάλει πολλές και επίπονες προσπάθειες, προκειμένου να οργανώσει τον κόσμο του καταλύματος. Θα δημιουργηθεί, έτσι, η σύγχρονη Ελληνική Ξενοδοχειακή Βιομηχανία, η οποία με την πάροδο των ετών οφείλει να γίνεται ανταγωνιστικότερη, προσαρμοζόμενη στα πρότυπα των διεθνών εξελίξεων, που φυσικά επηρεάζουν με τη σειρά τους την οικονομία του τουρισμού γενικότερα. Στη δύσκολη τουριστική αγορά των υπηρεσιών, “αιχμή του δόρατος” θα αποτελέσει το ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο με την εκπαίδευσή του θα δημιουργήσει τη σημαντικότερη αιτία διαφοροποίησης του εθνικού τουριστικού προϊόντος, σε διεθνές επίπεδο.
Κάποια από τα ξενοδοχεία της Αθήνας που άρχισαν να λειτουργούν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, υπάρχουν ακόμα. Άλλα δεν υπάρχουν πια ή τα κτήρια, που τα φιλοξένησαν, άλλαξαν χρήση. Όλα όμως τα ξενοδοχεία, σε όποια κατηγορία και αν ανήκουν, τα έχτισαν κάποιοι, για κάποιο λόγο και κάποιοι άλλοι αποζήτησαν τις υπηρεσίες τους. Έχουν τις δικές τους ιστορίες να διηγηθούν και αναμφισβήτητα αποτελούν όλα πτυχές της αθηναϊκής ιστορίας. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, θα προσπαθήσουμε να τα γνωρίσουμε με νοσταλγία και ρεαλισμό διασχίζοντας τους δρόμους της Αθήνας.
Πηγές
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
• Αι Αθήναι του 1850: εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών / Μπάμπης Άννινος. Αθήνα: Γαλαξίας, 1971
• Ταξίδια στην Ελλάδα / Εβλιά Τσελέμπι. Αθήνα: Εκάτη, 1991
• Η Αθήνα των ανωνύμων: περιήγηση στα πλατώματα, τους μαχαλάδες και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας / Λίζα Μιχελή. Αθήνα: Δρώμενα, 1990
• Ελληνικό ταξίδι: φύλλα από το ημερολόγιο ενός ταξιδιού στην Ελλάδα και στην Τουρκία / Karl Krumbacher, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Γ. Θανόπουλος. Αθήνα: Ιστορητής, 1994.
• Οδοιπορικό στην Ελλάδα / Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μετάφραση από τα δανέζικα, εισαγωγή και σχόλια Allan Lund, συνεργάτης για την απόδοση στα ελληνικά Λουκία Θεοδώρου. Αθήνα: Εστία, 19;;
• Οδοιπορικό, η Ελλάδα του 1806 / Σατωμπριάν, μετάφραση Α. Καραντώνης. Αθήνα: Δωδώνη, 1979
• Εντυπώσεις ξένων περιηγητών από την Αθήνα 1830-1834 / Ευγενία Κεφαλληναίου. Αθήνα: [χ.ό.], 1984
• Οδοιπορικόν εκ Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και εξ Ιεροσολύμων εις Παρισίους Α΄ και Β΄τόμος / Σατωβριάνδος, μεταφρασθέν υπό Εμμ. Δ. Ροϊδου. Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου της Αυγής, 1860
• A short visit to the Ionian islands, Athens and the Morea / Edward Giffard. London: John Murray, Albemarle, 1837, 1885
• Η Αθήνα του περασμένου αιώνα (1830-1900) / Ε.Στασινοπούλος. Αθήνα: [χ.ό.], 1963
• Ernst Ziller: Αναμνήσεις: περικοπαί-σημειώματα υπό κ. Ι. Τσίλλερ-Δήμα / Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, Α. Παπανικολάου-Κρίστενσεν. Αθήνα: Libro, 1997
• Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά γεύεται 1834-1938 / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011
• Η αθηναϊκή περιπέτεια: Σαράντα αιώνες αθηναϊκής ζωής: Δεύτερος τόμος / Γιώργος Κορομηλάς, Λάμπρος Γ. Κορομηλάς. Αθήνα: [χ.ό.], 1981
• «Αθηναϊκά σημειώματα» / Κ. Καιροφύλλας. Αθηναϊκά, τεύχ. 7.
• «Αι Αθήναι προ τεσσαράκοντα ετών υπό Βλαδιμήρου Δάβιδοβ». Αττικόν ημερολόγιον 1879 / Ειρηναίος Ασωπίος
• Η Ξενοδοχία παρ’ Έλλησιν / Ν. Λέκκας. Αθήνα: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, 1924.
• Programme of Cook’ s tours in Greece including excursions in and around Athens. Αθήνα: Cook and Son, 19;;.
• Η ζωή μου: Όσα είδα, όσα έμαθα, όσα έπραξα / Θεόδωρος Π. Πετρακόπουλος. Αθήναι: [χ.ό.], 1961.
• Τυπική μορφή και λειτουργία ξενοδοχείων / Μελέτης Γκιόκας. Ψηφιακό αρχείο.
• Ο περιηγητισμός εν Ελλάδι / Νικ. Λέκκας. Αθήνα: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, 1925
• Ταξίδι στην Ελλάδα: τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων: μέρος πρώτο / Henri Belle, μετάφραση Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή-σχόλια Γιάννης Γρυντάκης. Αθήνα: Ιστορητής, 1993
• Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα / Χένρυ Μίλλερ, μετάφραση Βασίλης Βασικεχαγιόγλου. Αθήνα: Νεφέλη, 1985.
• Οι Έλληνες της σήμερον / Καρόλου Τάκερμαν. Αθήνησι: εκ του τυπογραφείου της Φιλοκαλίας, 1877
• Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση, μετάφραση Σοφία Αυγερινού. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου, 2005
• Βλέμματα επί του ελληνικού βίου και της ελληνικής τοπιογραφίας: μετάφρασις εκ του αγγλικού / Αγνή Σμιθ. Εν Λειψία: εκ της τυπογραφίας και του στοιχειοχυτηρίου Γ. Δρουγγουλίνου, 1885.
• Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890: ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη / G. Deschamps, μετάφραση: Α. Δαούτη, Αθήνα: Τροχαλία, 1992.
• Ταξείδια ανά την Ελλάδα: τόμος Α΄. Π. Παρασκευοπούλος. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της “Κορίννης”, 1895.
• Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα: διδακτορική διατριβή / Ματούλα Χ. Σκαλτσά. Θεσσαλονίκη: [χ.ό.], 1983
• Η Αθήνα του 1900 / Αντώνιος Σπ. Βερβενιώτης. Αθήνα: Βερβενιώτειος Σχολή, 1963
• Η Αθήνα και τα περίχωρα: ένας οδηγός για ταξιδιώτες στις αρχές του αιώνα / Ισίδωρος Σαπήρας. Αθήνα: Συλλογές, 1994
• Οι συνοικίες των Αθηνών: η πρώτη επίσημη διαίρεση (1908): ονομασία, αρίθμηση και πινακίδες οδών / Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς. Αθήναι: Μένανδρος, 2018
• Μεγάλη Βρετάννια: ένα ξενοδοχείο σύμβολο / Άγγελος Βλάχος. Αθήνα: Κέρκυρα, 2003
• Ο τουρισμός εν Ελλάδι: συστηματική εξέτασις του τουριστικού προβλήματος / Αθαν. Δημ. Μάνου. Εν Αθήναις: τύποις: Πυρσού, 1935
• «Αι Αθήναι προ της συστάσεως του βασιλείου: απογραφικά σημειώματα» / Ημερολόγιον Εστίας 1887.
• Σελίδες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα: Κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών / Επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Βάσω Μέντζου Αθήνα: Ολκός, 1995
• Προφητικόν ημερολόγιον: του έτους 1883 υπό του διασήμου αστρονόμου Καζαμία. Εν Αθήναις: Εκ των καταστημάτων Ανδρέου Κορομηλά, 1882
• Τριφυλιακόν ημερολόγιον: 1908 / Νίκου Λαμπροπούλου. – Έκδοσις Β-. Εν Γαργαλιάνοις της Τριφυλίας. Αθήναι: Τύποις “Αυγής” Αθανασίου Α. Παπασπύρου, χ.χ.
• Καζαμίας του Κορομηλά: διά το βίσεκτον έτος 1872: έτος τριακοστόν τέταρτον. Αθήνησιν: Καταστήματα των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, 1872
• Ημερολόγιον Ραμπαγά: του 1879 επί Αλεξάνδρου του μικρού: έτος πρώτον. Αθήνησι: Τύποις Ανδρέου Κορομηλά, 1878.
• Οδηγός του χωροφύλακος / υπό Νικολάου Τρουπάκη – 2η εκδ.- Αθήνησι: τύποις Υπουργείου Στρατιωτικών, 1896.
• «Ελλάς ήτοι ιστορική, γεωγραφική και τοπογραφική περιγραφή της Ελλάδος και οδηγός των ταξειδιωτών και περιηγητών υπό Ευαγγελίδου και Μαυρογένη (κατά τον Μπέντεκερ)», που εκδόθηκε από το βιβλιοπωλείο του Κ. Ελευθερουδάκη το 1901).
• Καθημερινή: Επτά ημέρες, 8.10.2000
• «Ονομασίες ξενοδοχείων» / Νίκος Βατόπουλος. Καθημερινή, Επτά ημέρες, 8.10.2020, σελ.31
• «Ο Παρθενών μεταβάλλει όψιν» / Α.Η. Γέροντας. Αθηναϊκά, 1958, τ.10 σελ.14-16.
• Αθήνα, εφημερίς πολιτική και φιλολογική 30.3.1838
• Αλήθεια, 26.11.1871, 14.3.1872, 7.4.1872, 11.4.1872, 29.5.1872, 19.8.1872
• Αυγή, 1.10.1865, 26.9.1868
• Ασμοδαίος, 6.8.1875, 14.12.1875, 21.12.1875, 22.2.1876, 31.8.1880, 8.11.1881, 20.12.1881, 11.6.1882, 24.4.1883
• Εσπερινή, 30.3.1906
• Νέα Εφημερίς, «Δια την υγείαν των κατοίκων», 1.7.1894
Άλλες πηγές
• Ξενοδοχειακό Επιμελητηρίο της Ελλάδας
• Athensopenmuseum
• androni.blogspot.gr
• Αρχείο Μαρίας Αρβανιτάκη
• Ταξιδιώτες και ξενοδοχεία της παλιάς Αθήνας/Μαρία Δανιήλ (αρχιτέκτονας-διδάκτωρ ΕΜΠ)- Διάλεξη στο Μουσείο Ιστορίας του Παλιού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θόλου 5, Αθήνα – 17.2.2020
Σημειώσεις
[1]Η αθηναϊκή περιπέτεια: Σαράντα αιώνες αθηναϊκής ζωής: Δεύτερος τόμος / Γιώργος Κορομηλάς, Λάμπρος Γ. Κορομηλάς. Αθήνα: [χ.ο.], 1981, σελ. 267.
[2] Ή Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1682).
[3] Ταξίδι στην Ελλάδα / Εβλια Τσελέμπι, [Αθήνα]: Εκάτη, 1991, σελ. 179-180.
[4] Η Αθήνα των ανωνύμων: περιήγηση στα πλατώματα, τους μαχαλάδες και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας / Λίζα Μιχελή. Αθήνα: Δρώμενα, 1990, σελ.67.
[5] Η αθηναϊκή περιπέτεια: Σαράντα αιώνες αθηναϊκής ζωής: Δεύτερος τόμος / Γιώργος Κορομηλάς, Λάμπρος Γ. Κορομηλάς. Αθήνα: [χ.ό.], 1981, σελ. 278.
[6] «Αθήναι προ της συστάσεως του βασιλείου: απογραφικά σημειώματα» / Ημερολόγιον Εστίας 1887.
[7] Βρέθηκε στην Αττική και την Αθήνα την ίδια περίοδο με τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
[8] Αναφέρεται στους Άγγλους επιστήμονες που, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, είχαν αυξήσει την ταξιδιωτική τους δραστηριότητα, κυρίως στην Ευρώπη.
[9] Οδοιπορικό, η Ελλάδα του 1806 / Σατωμπριάν, μετάφραση Α. Καραντώνης. Αθήνα: Δωδώνη, 1979 σελ. 94,95,96,100, 134-136.
[10]Χώρος στο πάτωμα για να κοιμηθούν.
[11] Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά γεύεται 1834-1938 / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011, σελ. 63.
[12] Εντυπώσεις ξένων περιηγητών από την Αθήνα 1830-1834/Ευγενία Κεφαλληναίου. Αθήνα: [χ.ο.], 1984, σελ. 473.
[13] Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα / Ματούλα Χ. Σκαλτσά, 1983, σελ.125.
[14] παιδαγωγός της βασίλισσας Αμαλίας και η πιο έμπιστη και αγαπημένη της από τις Κυρίες των Τιμών.
[15] Για την οικία Ράδου, στην Πλάκα, υπάρχει η αναφορά για τη λειτουργία ενός ξενοδοχείου-εστιατορίου.
[16] «Ο Παρθενών μεταβάλλει όψιν» / Α.Η. Γέροντας. Αθηναϊκά, 1958, τ. 10, σελ. 14-16.
[17] Αι Αθήναι του 1850: εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών / Μπάμπης Άννινος. Αθήνα: Γαλαξίας, 1971, σελ.104.
[18] «Αθηναϊκά σημειώματα» / Κώστα Καιροφύλλας. Τα Αθηναϊκά, 1957, τεύχ. 7, σελ. 23.
[19] Βλέμματα επί του ελληνικού βίου και της ελληνικής τοπιογραφίας: μετάφρασις εκ του αγγλικού / Αγνή Σμιθ. Εν Λειψία: εκ της τυπογραφίας και του στοιχειοχυτηρίου Γ. Δρουγγουλίνου , 1885, σελ.212-214 (σε ελεύθερη απόδοση).
[20] Ταξίδι στην Ελλάδα: τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων: μέρος πρώτο / Henri Belle, μετάφραση Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή-σχόλια Γιάννης Γρυντάκης. Αθήνα: Ιστορητής, 1993, σελ.53.
[21] Τότε χτίζονται το «Μπαγκείον» και το «Μέγας Αλέξανδρος».
[22] Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα: διδακτορική διατριβή/ Ματούλα Χ. Σκαλτσά. Θεσσαλονίκη :[χ.ό.], 1983, σελ.474.
[23] Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα: διδακτορική διατριβή / Ματούλα Χ. Σκαλτσά. Θεσσαλονίκη: [χ.ό.], 1983, σελ.280.
[24] Ημερολόγιον Ραμπαγά του 1879 επί Αλεξάνδρου του μικρού: έτος πρώτον. Αθήνησι: Τύποις Ανδρέου Κορομηλά, 1878, σελ.14.
[25] Ελληνικό ταξίδι: φύλλα από το ημερολόγιο ενός ταξιδιού στην Ελλάδα και στην Τουρκία / Karl Krumbacher, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Γ. Θανόπουλος. Αθήνα: Ιστορητής, 1994, σελ.131.
[26] Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890: ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη / G. Deschamps, μετάφραση: Α. Δαούτη. Αθήνα: Τροχαλία, 1992, σελ. 28.
[27] Ταξείδια ανά την Ελλάδα: τόμος Α΄. Π. Παρασκευοπούλου. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της “Κορίννης”, 1895, σελ. 550-551.
[28] Οδηγός του χωροφύλακος / υπό Νικολάου Τρουπάκη – 2η εκδ.-. Αθήνησι: τύποις Υπουργείου Στρατιωτικών, 1896, σελ. 36, 103-106.
[29] Ο ταξιδιωτικός οίκος Thomas Cook είχε ιδρυθεί το 1845 στο Λονδίνο.
[30] Το 1919, ο Θεόδωρος Π. Πετρακόπουλος, γαμπρός και συνεργάτης του Ευστάθιου Λάμψα, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, επισκέπτεται στο Λονδίνο τον John Maison Cook, που είχε διαδεχθεί τον αποθανόντα πατέρα του Thomas Cook. Όταν τον παρακάλεσε να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, εκείνος απάντησε: «Για να δείξω ενδιαφέρον για την Ελλάδα πρέπει να κάμετε δρόμους από τας Αθήνας στους αρχαιολογικούς τόπους και να μην ταξιδεύουν τα αιγοπρόβατα μαζί με τους ανθρώπους στα πλοία σας!». Η ζωή μου : Όσα είδα, όσα έμαθα, όσα έπραξα / Θεόδωρου Π. Πετρακόπουλου. Αθήναι :[χ. ό.], 1961, σελ.122.
[31] Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890: ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη / G. Deschamps, μετάφραση: Α. Δαούτη, Αθήνα: Τροχαλία, 1992, σελ.212-214.
[32] Σελίδες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα: Κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών / Επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Βάσω Μέντζου Αθήνα: Ολκός, 1995, σελ.45.
[33] Σελίδες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα: Κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών / Επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Βάσω Μέντζου Αθήνα: Ολκός, 1995, σελ.53.
[34] Επίσης η κοσμική ζωή στα ξενοδοχεία γνώρισε μεγάλη άνθιση και τη δεκαετία του 1950.
[35] Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα: διδακτορική διατριβή/ Ματούλα Χ. Σκαλτσά. Θεσσαλονίκη: [χ.ό.], 1983, σελ. 477.
[36] Καθημερινή: Επτά ημέρες, 8.10.2000, σελ.10.
[37] Σελ.84.
[38] «Ονομασίες ξενοδοχείων» / Νίκος Βατόπουλος. Καθημερινή, Επτά ημέρες, 8.10.2020, σελ. 31.