Ο νους μου και ο λογισμός συγχύζεται να γράψη
να στιχοπλέξη αστοχεί την άλωσιν της Πόλης.
Εσείς βουνά, θρηνήσετε και πέτραι ραγισθήτε,
και ποταμοί φυράσετε και βρύσες ξεραθήτε,
διατί εχάθη το κλειδί όλης της οικουμένης,
το μάτι της Ανατολής και της χριστιανοσύνης.
Και συ σελήνη του ουρανού, την γην μην την φωτίσης,
και σεις νερά τρεχάμενα, σταθήτε μην κινούσθε,
και θάλασσα βρυχίσθητι την συμφοράν της Πόλης.
Και μείς πολλά εχάσαμεν οι άθλιοι Ρωμαίοι
αυτήν την πάλιν χάνοντες, την πολυφημισμένην,
οπού την ευλογήσασι τόσοι θείοι πατέρες.
Σε εκαταπολέμησαν, Επτάλοφε Κυρία,
και σε εκαταδίκασαν τα άγρια θηρία,
απάνω σου επέσασιν αμέτρητα φουσσάτα,
ωσάν ακρίδες άγριοι, σφήκες φαρμακεμένες.
Εσκότωσαν τον βασιλέ οι σκύλλοι γιανιτζάροι,
ανεκατώθη το αίμα του με των πολλών το αίμα.
Εφόνευσαν τους άρχοντας, τους βαρυρογεμένους,
και τους απομονάμενους να πορπατούν ως ξένοι,
να έχουν πολύ όνειδος, αποκρουσμούς μεγάλους,
να χύνουν πολλά δάκρυα εις αλλοτρίους τόπους.
[…]
[Από την έκδοση]