Κατάλογος ομότιτλης έκθεσης που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 7ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 2019.
“Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Μαρίας Χουλάκη απεικονίζουν συνθέσεις φόρμας, γραμμής και φωτός και είναι λεπτομέρειες από εγκαταλελειμμένα οικοδομήματα. Οι λεπτομέρειες των συγκεκριμένων κτισμάτων, αποδυναμωμένων χωρίς τη ζωηρότητα της ανθρώπινης παρουσίας, μοιάζουν με χαμηλόφωνες φράσεις μιας συμπτωματικής συνομιλίας με την προ εκατονταετίας δυναμική αισθητική της ρωσικής πρωτοπορίας. Ο τίτλος After the Avant-garde μπορεί να ερμηνευτεί ως αυτό που μας θυμίζει τις τεχνικές και θεωρίες για την τέχνη και τη ζωή όπως προέκυψαν από το έργο και τα κείμενα μιας πλειάδας σπουδαίων δημιουργών που χαρακτήρισαν την ιστορική αυτή αισθητική περίοδο, η οποία έχει παρέλθει εδώ και δεκαετίες αλλά, μέσα από μια πιο διαλεκτική προσέγγιση, μπορεί να σημαίνει και το καλλιτεχνικό έργο που φιλοτεχνείται «ακολουθώντας» ή λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αισθητική της ρωσικής πρωτοπορίας και δηλώνοντας με τον τρόπο αυτόν μια δημιουργική συνέχεια καθώς παρουσιάζεται ανοικτή κάθε δυνατότητα για διάλογο.
Ωστόσο, η πρόθεση της δημιουργού να παρουσιάσει τα έργα της σε αντιπαράθεση με εκείνα της ρωσικής πρωτοπορίας κάθε άλλο παρά αισιοδοξία εμπεριέχει. Όπως αναφέρει η ίδια για την δουλειά της: «Πρόκειται για μια μάλλον απαισιόδοξη προσέγγιση που ενώ παρέχει τη δυνατότητα της καθαρής συνομιλίας, καθώς δηλώνει μια δημιουργική συνέχεια στην αισθητική της ρωσικής πρωτοπορίας, αποτυπώνει παράλληλα τη μετέωρη θέση του σύγχρονου δημιουργού. Οι συνθέσεις πάνω στις προσόψεις των κτιρίων δεν αποτελούνται μόνον από γραμμές και σχήματα. Ενσωματώνουν το κενό αυτών των σπιτιών. Το κενό παραπέμπει στην απώλεια, τον φόβο και την απειλή. Μια απειλή που προέρχεται από τη βεβαιότητα ότι 100 χρόνια μετά τη ρωσική πρωτοπορία η τέχνη όσο πνευματική κι αν είναι, δεν αρκεί για να αλλάξει τον κόσμο».
Η Μαρία Χουλάκη αναζήτησε γεωμετρίες που περνούν στην οπτική αντίληψη μέσα από την ανάδειξη της λεπτομέρειας που συνήθως περνά απαρατήρητη. Τα ημιθανή κτίρια γίνονται μια υπενθύμιση της ανάγκης της τέχνης για κατασκευαστικότητα, μόνο που εδώ το κονστρουκτιβιστικό στοιχείο και η ανάδειξη της φόρμας δεν γεννήθηκαν από τον ίδιο τον δημιουργό. Αντίθετα, η φωτογράφος, ακολουθώντας μια διαφορετική οδό που ξεκινά από την αποδόμηση, τα εντόπισε τυχαία, τα περιέθαλψε και μας οδήγησε σε αυτά.
Η πρόσληψη των ασπρόμαυρων αυτών εικόνων σε αντιπαραβολή με έργα ρωσικής πρωτοπορίας από τη συλλογή Κωστάκη –στα οποία συνήθως έχει γίνει χρήση έντονου χρώματος– είναι ανοικτή και πολυδιάστατη καθώς η επιλογή της αισθητικής στάσης προσδιορίζει και την τελική άποψη του θεατή για παρακμή ή για αναγέννηση.”
Μαρία Τσαντσάνογλου (επιμελήτρια έκθεσης)