Στο πρώτο μέρος, πριν από την περιγραφή του εσωτερικού της χώρας, θεωρεί σκόπιμο να εξετάσει συνοπτικά την παράλια ζώνη ολόκληρης της Πελοποννήσου, να δώσει την ακτογραφική εικόνα που παρουσιάζει, απαριθμώντας τους κόλπους, τα λιμάνια, τα ακρωτήρια και τα νησιά, μικρά και μεγάλα, γύρω της. Το δρομολόγιο, ξεκινώντας από το ανατολικό τμήμα, συνεχίζεται στο νότιο και στο δυτικό, για να καταλήξει στο βόρειο, όπως άλλωστε και στην κυρίως περιγραφή του τρίτου μέρους. Αφετηρία της διαδρομής είναι η περιοχή του Ισθμού.
Ο συγγραφέας διαπιστώνει πως στα κείμενα των ιστορικών και των γεωγράφων επικρατεί σύγχυση για τη σωστή τοποθέτηση των δύο λιμανιών της αρχαίας Κορίνθου, δηλαδή των Κεχριών και του Λεχαίου. Μελετώντας προσεκτικά τα κείμενα οδηγείται στο συμπέρασμα πως οι Κεχριές πρέπει να τοποθετηθούν στη θάλασσα της Αίγινας, ενώ το Λέχαιο στη θάλασσα της Ναυπάκτου, και τις ταυτίζει σωστά με τον Σαρωνικό και τον Κορινθιακό κόλπο των αρχαίων πηγών. Στην ίδια περιοχή ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάσει η αναφορά του Pini στην ύπαρξη ιαματικών πηγών -που, βέβαια, πρέπει να ταυτισθούν με τις σημερινές του Λουτρακίου- τις οποίες, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, είχαν ήδη εκμεταλλευτεί οι Τούρκοι κατά την προηγούμενη περίοδο, χτίζοντας λουτρά.
(Απόσπασμα από την εισαγωγή της έκδοσης)