Στους κύκλους των μελετητών της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης, η διαπίστωση ότι σημαντικές πτυχές της καλλιτεχνικής δραστηριότητας των δεκαετιών του ’80 και του ’90 -και της υποδοχής της- δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς καθορίζει πολλές από τις πρόσφατες πρωτοβουλίες για σταχυολόγηση ενός corpus πρακτικών και θεωρητικών θέσεων. Αναφέρομαι για παράδειγμα στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης και στις δράσεις του γύρω από την καταγραφή και ερμηνεία της τέχνης πρόσφατων δεκαετιών, σε ομαδικές ή ατομικές εκθέσεις αναθεωρητικού χαρακτήρα, όπως η έκθεση “Τα χρόνια της αμφισβήτησης – Η τέχνη του ’70 στην Ελλάδα” που διοργάνωσε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το 2005-2006, στην πιο πρόσφατη έκθεση “GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη” στο Γκάζι, ή ακόμα στην κυρίαρχη θέση ατομικών κυρίως παρουσιάσεων καλλιτεχνών που έφτασαν στην ωριμότητα τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στο εκθεσιακό πρόγραμμα του Μουσείου Μπενάκη. Τέτοιες αναδρομές και αναθεωρήσεις, εκτός από το να αποκαλύψουν άγνωστες προσωπικότητες ή έργα στο ευρύ κοινό, έχουν συμβάλει στο να εμπλουτιστούν με εγχώρια παραδείγματα τα σημεία αναφοράς νεότερων καλλιτεχνών (αλλά και θεωρητικών, κριτικών τέχνης, επιμελητών) που δουλεύουν στην Ελλάδα και διεκδικούν πλέον συστηματικά και συνειδητά συνδέσμους με το “σύγχρονο” παρελθόν.
Σε αυτή την κατηγορία δράσεων ανήκει και η πρώτη αναδρομική έκθεση του Χρήστου Τζίβελου, το 2017, ενός δημιουργού με εξαιρετικής σημασίας έργο τόσο σε εύρος όσο και σε δυναμική, στο οποίο δεν είχε μέχρι σήμερα αποδοθεί η δέουσα σημασία στις ιστορικές καταγραφές της πρόσφατης καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η διοργάνωση της έκθεσης ανταποκρίνεται στο επείγον αίτημα ανάδειξης και αναθεώρησης των τάσεων και των διακυβευμάτων του πρόσφατου (τοπικού) παρελθόντος, επανιεράρχησης του καταγεγραμμένου υλικού από την καλλιτεχνική δραστηριότητα της εποχής (έργα, συνεντεύξεις, κείμενα, εκθέσεις κτλ.), εμβάθυνσης σε άγνωστες πτυχές του και συσχετισμού του με επίκαιρα ερωτήματα. Πόσω μάλλον που το πλούσιο -και ριζοσπαστικό για την εποχή του- έργο του Τζίβελου θέτει από πολύ νωρίς ζητήματα όπως η σχεσιακότητα, ο ρόλος του θεατή ως ενεργού υποκειμένου, η πολυ-χρονικότητα, η τέχνη στον δημόσιο χώρο, οι συνεργατικές πρακτικές, η σχέση με τη φύση, η μεταφυσική της τεχνολογίας, η συνάντηση τέχνης-αρχιτεκτονικής, θέματα δηλαδή που απασχολούν σήμερα πολλές από τις πρακτικές της σύγχρονης τέχνης. Επιστρατεύοντας το φως, τη φωτιά, την κίνηση, το σώμα, διάφορες οργανικές ύλες αλλά και αντικείμενα, ο Τζίβελος επανοικειοποιείται τη φύση με έντονο το ποιητικό και το υπερβατικό στοιχείο σε μια σειρά έργων που αποτελεί ωδή στις απαρχές, στο πρωταρχικό, στο ανέγγιχτο. Ανασυστήνει μια εξιδανικευτική, ουτοπική προσέγγιση του σύμπαντος που μας περιβάλλει, η οποία ήταν επικρατούσα κατά τη δεκαετία του ’80. Μέσα από το έργο του ανανεώνεται η σημασία του τρίπτυχου φύση-τεχνική-τεχνολογία και επαναπροσδιορίζεται η σχέση τους μέσα από την αναζήτηση υβριδικών μορφών μεταξύ καλλιτεχνικού αντικειμένου και εφήμερης δράσης.
Στην προσεκτικά επιμελημένη έκθεση από τον Χριστόφορο Μαρίνο και την Μπία Παπαδοπούλου, με την πολύτιμη συμβολή του ανιψιού του καλλιτέχνη, Γιάννη Τζίβελου, συναντάμε έργα από διάφορες περιόδους της καλλιτεχνικής πορείας του: τη συμμετοχική εγκατάσταση στην έκθεση “Mito e Realta” (Μύθος και πραγματικότητα) το 1977, τις προβολές εντόμων με φακό, που στήνει από το 1986 και εκθέτει στην πρώτη ατομική του έκθεση στο Παρίσι το 1989, γλυπτά από την εγκατάσταση Δωμάτιο της πυρκαγιάς (1993) και τη σειρά σχεδίων “Φώτα-Απολιθώματα” (1993-1995). […] (Από τον πρόλογο της Πολύνας Κοσμαδάκη)
Συνέκδοση: Μουσείο Μπενάκη - Big black mountain the darkness never ever comes