Αθόρυβα αποτραβηγμένη τα τελευταία χρόνια στον χώρο των οραμάτων της, η Μέλπω Μερλιέ ζούσε κλεισμένη στο εκπληκτικά υφασμένο παρελθόν της κι αναθυμόταν πως απ’ τη μουσική βρέθηκε στο βυζαντινό άσμα και το δημοτικό τραγούδι και πως απ’ αυτά πέρασε στη λαογραφική έρευνα για να στραφεί τελικά και να αφοσιωθεί οριστικά και ολοκληρωτικά στην αναστήλωση του βίου και του πολιτισμού του ρημαγμένου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Κι αποθαύμαζε το πως η ίδια είχε λιθαράκι-λιθαράκι ανασυντάξει κι ανιστορήσει τα Φάρασα, την Καππαδοκία, τον Πόντο κι ολόκληρη την απέραντη Μικρασία. Στριφογύριζε στους λογισμούς της τους πρώτους στόχους, τα σχέδια, τους προγραμματισμούς, τις χαρές και τις απογοητεύσεις της και στην ευδία του απόκοσμου ξεδιάκρινε καθαρά σαν έργο του έργου της το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, που μ’ αυτό είχε τελικά ολοκληρώσει τον κύκλο των πολύμοχθων και ακάματων αναζητήσεών της ξεκινώντας τον απ’ τα παιδικά της ερωτήματα στην Ξάνθη και απλώνοντάς τον στη σπουδή, τη μελέτη και την έρευνα στην Πόλη, τη Γενεύη, τη Δρέσδη, τη Βιέννη, τη Γαλλία και την Ελλάδα.
Συντροφιά της σε τούτη την περιδιάβαση κρατούσε πάντα όλους εκείνους που της συμπαραστάθηκαν θερμά ή και της πρόσφεραν αφοσιωμένα κι αφειδώλευτα τη συνεργασία τους. Τον δάσκαλό της Hubert Pernot, τον Δημήτρη Μητρόπουλο, την Πηνελόπη Δέλτα, τον Δημήτρη Γληνό, τον Αλέξανδρο Δελμούζο, τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον σεβαστό σε όλους Τραπεζούντος Χρύσανθο και πλήθος άλλους γνωστούς και αγνώστους, που ποτέ γι’ αυτήν δεν είχαν πάψει να είναι παρόντες, όπως ήσαν άλλοτε στο μικρό αρχοντικό της, το πολιτιστικό εκείνο θερμοκήπιο στην οδό Σίνα 31 και Αραχώβης.
Κι έκλεινε ικανοποιημένη τον απολογισμό του πολύμοχθου έργου και της ζωής της ολότελα πια αποκομμένη απ’ τη ροϊκή μεταβολή, που, το ίδιο δυσήνια, συνεχιζόταν πάντα αδιάφορα γύρω της. Κι αυτή ακόμη η αδόκητη έξοδος του πολυφίλητου συντρόφου, που μαζί είχαν σταυροβελονιά αποτυπώσει τόσο έντονη την ομόζυγη παρουσία τους στη ζωή, μόνο σε μικρά διαλείμματα προκαλούσε κάποια φευγαλέα πικρή επαφή της με τη συνέχεια.
Αλλά, κι απ’ άλλους, τους εναπομένοντες, κανένας δε θέλησε να συνειδητοποιήσει ως οριστική την αποχώρησή της. Μοναδικά έντονη η παρουσία της των περασμένων καιρών έστεκε πάντα γεμάτη ζωή, πειστική και ενεργή στην περιοχή της πνευματικής μας ζωής. […] (Γ. Π. Κουρνούτος, από την παρουσίαση της έκδοσης)