Στις εκκλησίες, τα μοναστήρια, τα μουσεία και τα αρχοντικά της Κέρκυρας έχει διασωθεί ένα αξιολογότατο σύνολο μεταβυζαντινών φορητών εικόνων, που κατά το μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ατελέστατα γνωστό. Η Κέρκυρα, τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του κράτους των Κομνηνών- Δουκάδων του Δεσποτάτου της Ηπείρου μέχρι το 1283, κτήση ύστερα των Ανδηγαυών ηγεμόνων της Νεαπόλεως, περιήλθε στη Βενετία από το 1386 μέχρι το 1797. Δεν ήταν σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο πριν από την υποταγή της Κρήτης στους Τούρκους. Λίγες είναι οι βυζαντινές και πρώιμες μεταβυζαντινές εικόνες που έχουν σωθεί στις εκκλησίες και τα μοναστήρια της. Από τον 15ο όμως μέχρι τον 17ο αιώνα, η Κέρκυρα βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με την Κρήτη, τη σημαντικότερη βενετική κτήση και το σπουδαιότερο τότε πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο του Ελληνισμού. Οι περισσότερες και καλύτερες εικόνες αυτής της περιόδου στην Κέρκυρα είναι κρητικές.
Το βιβλίο αυτό είναι καρπός γνώσης και αγάπης του σημερινού καθηγητή Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Λ. Βοκοτόπουλου, ο οποίος πρωτογνώρισε τις εικόνες της Κέρκυρας το 1962, όταν, τριτοετής φοιτητής στην ίδια σχολή, κατέγραψε πεντακόσιες περίπου εικόνες ναών και μονών. Αργότερα, από το 1965-1976, ως επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, συνέχισε την καταγραφή και επέβλεψε τη συντήρηση διακοσίων περίπου εικόνων. Επιστέγασμα των εργασιών του είναι η έκδοση του λευκώματος, με λεπτομερείς περιγραφές και εκτεταμένη βιβλιογραφία για τις εικόνες που παρουσιάζονται.