Οι ποιητές περιγράφουν την ωραία γυναίκα με τρία χρώματα συν ένα τέταρτο. Αυτό το σχήμα, μεταξύ τριάδας και τετράδας, διαμορφώνεται στην ελληνιστική περίοδο, εξαπλώνεται με κάποιες εδώ κι εκεί παρεκκλίσεις στον χριστιανικό Μεσαίωνα (αλλά δεν αποκλείεται να ενοχλεί και τα όνειρα του Montezuma) και καταρρέει με τον Don Giovanni και τη γένεση της νεότερης επιστήμης τον 17ο-18ο αιώνα, οπότε η έδρα της ψυχής μετατίθεται από την καρδιά στον εγκέφαλο.
Οι βασικοί άξονες της πραγμάτευσης είναι δύο. Ο πρώτος αφορά τον διεπιστημονικό χαρακτήρα του συστήματος του τόπου. Ο τόπος είναι κοινός, καθώς σ’ αυτόν συμβάλλονται τρόποι σκέψης που κατά κανόνα είναι διαχωρισμένοι στη σημερινή παιδεία, και γι’ αυτό δεν μπορεί να τον συλλάβει το εξειδικευμένο μάτι. Μόνο μια δημοκρατική οπτική, που είναι σε θέση να αντικαταστήσει την αρχή της υπαγωγής με εκείνη της ασυμμετρίας, μπορεί να κατανοήσει τη σημειολογική οργάνωση του τόπου, τη στερεοτυπία του, την αδιόρατη κι ωστόσο μακραίωνη ζωντάνια του. Ο άλλος άξονας αφορά τον αρχετυπικό χαρακτήρα του συστήματος, δηλαδή ουσιαστικά τις σχέσεις που ο τόπος της καλλονής διατηρεί με το δόγμα της Τριάδας. Vocatus atque non vocatus Deus aderit [Καλούμενος ή όχι, ο Θεός έρχεται], γράφει η επιγραφή που ο Jung θέλησε να χαραχτεί πάνω στην πόρτα του σπιτιού του. Και όποιος ασχολείται με τα στερεότυπα ανακαλύπτει κάποια στιγμή πως κάθε στοχασμός πάνω στην ομορφιά δεν μπορεί παρά να είναι, τελικά, θεολογικός, δηλαδή καταδικασμένος στην αποτυχία και προορισμένος για τη σιωπή.
Αυτή η έρευνα γεννήθηκε στο Πανεπιστήμιο, αλλά δεν απευθύνεται στους ειδικούς αυτού ή εκείνου του γνωστικού αντικειμένου. Απευθύνεται σε όλους εκείνους που, θλιμμένοι από τις ξέρες της εξειδικευμένης σκέψης, δεν αποποιούνται τη χαρά του στραβισμού: να κοιτάζουν αλλού ή, καλύτερα, τριγύρω.
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου