Η μελέτη αυτή συντάχθηκε πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, με σκοπό να προσφέρει μια συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση στην τότε κυρίαρχη άποψη για την ευρωπαϊκή και την αιγαιακή προϊστορία, ότι δηλαδή ήταν η ιστορία του «καταυγασμού της ευρωπαϊκής βαρβαρότητας από τον πολιτισμό της Ανατολής» (Γκόρντον Τσάιλντ). Ο Κόλιν Ρένφριου αμφισβητεί το δόγμα ex oriente lux, που προτάθηκε από τον Όσκαρ Μοντέλιους και αναπτύχθηκε από τον Γκόρντον Τσάιλντ (ενώ αργότερα αναδιατυπώθηκε από τον Μάρτιν Μπέρναλ), σύμφωνα με το οποίο καθετί σημαντικό στην ευρωπαϊκή προϊστορία έλκει την καταγωγή του από αλλού, από την αρχαία Αίγυπτο ή από την πρώιμη Εγγύς Ανατολή και ειδικότερα από την Σουμερία. Ο Ρένφριου καταδεικνύει ότι οι επαφές ανάμεσα στο Αιγαίο και στον κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες ήταν δυνατόν να τεκμηριωθούν για την 3η χιλιετία π.Χ., στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε τόσο πολλές ούτε τόσο καταλυτικές ώστε να εξηγούν τις εντυπωσιακές αλλαγές που παρατηρούνται και οι οποίες οδηγούν, στο τέλος της χιλιετίας, στην ανάπτυξη των ανακτορικών κοινωνιών της Κρήτης. Αντικρούοντας τη θεωρία της διάδοσης, προτείνει ταυτόχρονα στη θέση της μια εξήγηση της ευρωπαϊκής προϊστορίας που δίνει έμφαση στις οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες. Αναλύοντας τα συστήματα πληθυσμού, επιβίωσης, μεταλλουργίας, τεχνολογίας, κοινωνικής οργάνωσης και εμπορίου, αλλά και τα γνωστικά συστήματα της περιόδου, ερμηνεύει την εμφάνιση της πολυπλοκότητας μέσω του φαινομένου της πολλαπλασιαζόμενης επίδρασης (multiplier effect) και συμπεραίνει ότι τα αναδυόμενα γνωρίσματα του πρώτου αιγαιακού πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό ως ενδογενή μάλλον – δηλαδή ως προϊόντα διεργασιών που συνέβαιναν εντός της περιοχής του Αιγαίου – παρά ως εξωγενή. Η Ανάδυση του Πολιτισμού υπήρξε η πρώτη σοβαρή απόπειρα σε επίπεδο μονογραφίας να εφαρμοστούν οι αρχές της «Νέας Αρχαιολογίας» (ή διαδικαστικής αρχαιολογίας, όπως επικράτησε να λέγεται) στη γένεση ενός από τους πρωιμότερους πολιτισμούς στον κόσμο, του κρητομυκηναϊκού, που άνθησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., ύστερα από μια περίοδο σημαντικών μεταβολών. Η ελληνική μετάφραση αυτής της κλασικής πλέον μελέτης συνοδεύεται από νέο σχολιασμό, στον οποίο συνοψίζονται οι εξελίξεις της έρευνας ως το τέλος του 20ού αιώνα. Το βιβλίο παραμένει βασικό εργαλείο για όσους προσπαθούν να κατανοήσουν σήμερα την αιγαιακή προϊστορία, ενώ πολλά από τα ερωτήματα που εγείρει δεν έχουν ακόμη απαντηθεί πειστικά.