Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της στη θέση της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, η Νέα Ρώμη μοιάζει να τα έχει όλα: τείχη πολύ μεγάλα για τα λιγοστά της σπίτια, μια σύγκλητο από την οποία θα προέλθει πρωθύστερα η συγκλητική τάξη, μια δημοτική αρχή που προϋπάρχει και προετοιμάζει την αστική ανάπτυξη, έναν ιππόδρομο που μεταμορφώνει τον πληθυσμό μιας πόλης της Ανατολής σε populus romanus. Μελετώντας τους θεσμούς της Βασιλεύουσας, βλέπει κανείς πόσο δύσκολα μεταφυτεύτηκε το ρωμαϊκό πρότυπο, πόσες φορές κινδύνευσε να απορριφθεί προτού ευδοκιμήσει, πόσες φάσεις πέρασε επί ενάμιση αιώνα ωσότου διαμορφωθεί μια νέα κοινωνία σ’ αυτή την πρώτη μεγαλόπολη του Μεσαίωνα. Η κοινωνία αυτή είναι χριστιανική, όπως και η πόλη, και αυτό το στοιχείο τις κάνει να ξεχωρίζουν, κατά τη νοοτροπία όπως και κατά την τοπογραφία, μέσα σε μια επικράτεια που δεν είναι πλέον η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, χωρίς να είναι ακόμα η Βυζαντινή.