Η ιδέα της μελέτης που ακολουθεί γεννήθηκε κάτω από την επίδρασι δύο συναισθημάτων. Το πρώτο ήταν το συναίσθημα ότι στην Ίμβρο κάτι χανόταν. Κάτι πολύτιμο, που έπρεπε με κάθε θυσία να διασωθή. Κατά τις αλλεπάλληλες επισκέψεις μου στο νησί ανάμεσα στα κακόγουστα κτίσματα της σύγχρονης εποχής ανακάλυπτα παραμορφωμένα ή εγκαταλελειμμένα παλιά σπίτια, όπου μια εύστοχη λύσι κάποιου τεχνικού προβλήματος ή κάποια αισθητικά άψογη μορφή με σταματούσε και μ’ έβαζε σε σκέψεις.
Σιγά σιγά εγκαθιδρύθηκε στην ψυχή μου έμμονα η ιδέα ότι, σαν άνθρωπος πνευματικός, ήμουνα κ’ εγώ ένας απ’ εκείνους που ευθυνόταν για την απώλεια τέτοιων επιτευγμάτων της λαϊκής ψυχής, που μπορούσαν ν’ αποτελέσουν πολύτιμα διδάγματα, και ότι καθήκον μου επιβεβλημένο ήταν να συμβάλω, όσο μου το επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, στην κατά ένα οποιονδήποτε τρόπο διάσωσί τους.
Στο να μετατρέψω τη σκέψι αυτή σε πράξι, τουλάχιστον με μια μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Ίμβρου, συνέβαλε πολύ το δεύτερο συναίσθημα, η αγάπη μου προς το νησί και τους κατοίκους του.
(από τον πρόλογο του βιβλίου)