Η οδός Παπαμάρκου είναι ένας μικρός δρόμος στην καρδιά της περιοχής που παλαιότερα ήταν γνωστή με το όνομα Μπαζάρ και σήμερα ως Πλατεία ‘Αθωνος, με τα διώροφα κτίσματα της δεκαετίας του ’20. Η σχέση του Γεωργίου με την Παπαμάρκου και τα πέριξ ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια, όταν σε ηλικία δώδεκα χρονών μετακόμισε με την οικογένειά του στην οδό Ερμού 69. Ο ίδιος αναφέρει σχετικά, σε κείμενό του στην ομότιτλη έκδοση, “Η πραγματική μου εξοικείωση επήλθε εξαιτίας της φωτογραφίας. […] Οι επισκέψεις μου στην Παπαμάρκου και στα πέριξ δεν μπορούν καν να θεωρηθούν επισκέψεις. Ο βαθμός της γειτονίας ήταν τέτοιος που δεν απαιτούσε μετακίνηση. Δεν ήταν προορισμός, ήταν καθημερινότητα”.
O Ηρακλής Παπαϊωάννου γράφει για τη σειρά αυτή φωτογραφιών του ‘Αρι Γεωργίου: “Το Φεβρουάριο του 1979 ο Γεωργίου κάνει την πρώτη φωτογράφηση δημιουργώντας είκοσι επτά ασπρόμαυρα πορτραίτα από τεχνίτες και εμπόρους των πέριξ της πλατείας δρόμων. Στα πορτραίτα αυτά, που ενσωμάτωναν χαρακτηριστικά της περιόδου όπως ο ευρυγώνιος φακός και ο εμφανής σχετικά κόκκος των φιλμ μεσαίας ευαισθησίας, προστέθηκαν μερικά ακόμη από την εγγύς γειτονιά: ο θυρωρός της Ερμού, ο τρικυκλάς από την πιάτσα της πλατείας, το συνεργείο σοβατζήδων που ανακαίνιζε το μέγαρο Χατζηδημούλα. […] Μετά από μια παύση έντεκα χρόνων ο Γεωργίου επέστρεψε τον Απρίλιο του 1990 για μια δεύτερη φωτογράφηση των ίδιων ανθρώπων, σε έγχρωμο πλέον φιλμ. Τον συνόδευε ο δημοσιογράφος Τόλης Βεϊζαδές που σταχυολογούσε από αυτούς προφορικές μαρτυρίες. [… Η επιστροφή αυτή επαναπροσδιόρισε τη σημασία της σειράς για τον Γεωργίου: συγκρότησε τα πορτραίτα σε δίπτυχα ενώ συνέταξε έναν αυτοσχέδιο χάρτη όπου σημείωσε επιμελώς τη θέση και τη χρήση κάθε μαγαζιού, το όνομα κάθε ιδιοκτήτη. Κατά τον ίδιο, άλλωστε, η εργασία στην ‘Αθωνος υπήρξε σταθμός στη φωτογραφική του πορεία· μέχρι τότε, με την επιρροή δημιουργών όπως οι Henri Cartier- Bresson και Ralph Gibson, χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία ως ένα μέσο που ακόνιζε την ελεύθερη περιπλάνηση του βλέμματος στην περιπέτεια των μορφών και των νοημάτων του κόσμου. Στην ‘Αθωνος, όμως, λειτούργησε για πρώτη φορά μέσα από ένα πλαίσιο με συντεταγμένες χωρικές και μορφολογικές ορίζουσες. […] Το 1996, έξι χρόνια μετά τη δεύτερη σειρά πορτραίτων, επιστρέφει για να εικονίσει το χώρο με διάθεση σχεδόν τοπογραφική: αποσπώντας το βλέμμα από τις επίπεδες επιφάνειες περιγράφει πλέον την ατμόσφαιρα των δρόμων, τα στενά και τις διασταυρώσεις, ενόσω τα κατεβασμένα ρολά και το χειμωνιάτικο κλίμα αναδίδουν μια αίσθηση τέλους εποχής. […] Η τελευταία φωτογραφική επίσκεψη στην πλατεία είναι μια έγχρωμη περιήγηση το 2009-10, στην οποία ο Γεωργίου ανιχνεύει τα στοιχεία της σύγχρονης εξέλιξης.
»Το σύνολο του έργου ανακαλεί ένα κερματισμένο οδοιπορικό τριών δεκαετιών· ένα περίπλοκο σταυρόλεξο αφαιρέσεων, πορτραίτων, εσωτερικών χώρων, αστικών τοπίων, που φανερώνει κάτι από το μυστήριο της τέχνης: πώς δηλαδή η ίδια πρώτη ύλη επιτρέπει την αιώρηση από την εικαστική διαπραγμάτευση στην τεκμηρίωση και τη μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας. Παρά τον μεγάλο πλούτο χρήσεων και αναγνώσεων, όμως, η τριβή με τη μνήμη και η ζεστασιά που αυτή η τριβή δημιουργεί μοιάζει να αποτελεί ακόμη τον ισχυρότερο πόλο έλξης της φωτογραφίας.
»Η πρόσφατη περιήγηση εγγράφει ευκρινώς, πέρα από την πεζοδρόμηση της περιοχής, την αλλαγή χρήσης των μαγαζιών και επικυρώνει τη νέα, διεθνή συνθήκη της αγοράς στην οποία οι χειρώνακτες τεχνίτες πιέζονται ασφυκτικά από τη θηλιά της μαζικής, βιομηχανικής παραγωγής που απειλεί τα παραδοσιακά, “παλιομοδίτικα” εργαστήρι”.
Η καθηγήτρια Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου στην ίδια έκδοση γράφει για τους “πρωταγωνιστές” της Παπαμάρκου: “Στις φωτογραφίες των επαγγελματιών της οδού Παπαμάρκου, οι φιγούρες των ανθρώπων μετρούν τον χρόνο που περνάει, και υπαινίσσονται τις δικές τους ιστορίες. […] Οι ασάλευτες μορφές των επαγγελματιών της οδού Παπαμάρκου που γερνούν μαζί με το άμεσο περιβάλλον τους αλλά και αυτών που εξαφανίζονται πίσω από τα κλεισμένα μαγαζιά τους, καταθέτουν την μαρτυρία τους για τις εποχές και τους χρόνους, θρέφουν την κρυμμένη μνήμη της πόλης και μεταγγίζουν στον 21ο αιώνα την μακραίωνη αστική παράδοση των μικροεπαγγελμάτων, την αρχαία εικόνα της “κοιλιάς της πόλης”, καθημερινής αρένας των βιοπαλαιστών και των λαϊκών στρωμάτων”.