Θα αρχίσω με ένα χαρακτηριστικό, νομίζω, απόσπασμα από την Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας του Καρόλου Κρουμβάχερ. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για έργο σταθμό της βυζαντινολογικής επιστήμης, το οποίο δεν έχει σχεδόν τίποτα χάσει από τη φρεσκάδα και την αξία του, έστω κι αν πέρασαν εκατό συναπτά έτη από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε στο Μόναχο. Λέει λοιπόν, ανάμεσα σε άλλα, ο Κρουμβάχερ, μέσω της αγαλμάτινης καθαρεύουσας του μεταφραστή του Γεωργίου Σωτηριάδη: “…η αξία των βυζαντηνών χρονογράφων έγκειται εν τούτω μάλιστα, ότι τους μεν απολεσθέντας ιστορικούς εν μέρει αναπληρούσι, τα δε εν τοις συγχρόνοις ιστορικοίς έργοις υπάρχοντα κενά συμπληρούσι… Οι συγγραφείς των χρονογραφιών είνε ως επί το πολύ μοναχοί, οίτινες προτίθενται να παράσχωσιν εις τους συναδέλφους αυτών και τους ευσεβείς λαικούς επίτομα εγχειρίδια της παγκοσμίου ιστορίας. Εκ τούτου δε εξηγείται, ότι εν τοις έργοις τούτοις επικρατεί το εκκλησιαστικόν και δημοτικόν πνεύμα… Οι χρονογράφοι ως επί το πολύ δεν αμόχθησαν διόλου εις το έργον των πλην ολίγων εξαιρέσεων ήντλησαν απλώς εκ των προ οφθαλμών ιστορικών έργων και αρχαιοτέρων χρονογραφιών… Τινών χρονογραφιών η εκ των πηγών εξάρτησις είνε τόσο δουλική, ώστε δεν έχουσι σχεδόν άλλην σημασίαν ή την των χειρογράφων αρχαιοτέρων συγγραμάτων”. (…)
(από το βιβλίο)