Το βιβλίο δεν φιλοδοξεί να είναι μια συστηματική εισαγωγή στη Βυζαντινολογία, ούτε να δώσει μια συνολική εικόνα του φαινομένου που λέγεται Βυζάντιο. Η επιλογή της ύλης ανταποκρίνεται σε πολύ προσωπικές προτιμήσεις του συγγραφέα, αλλά κάπως και στην ανάγκη να καλυφθούν ορισμένα κενά της Βυζαντινολογίας που ο συγγραφέας τα θεωρεί δεδομένα. Έτσι, το βιβλίο ίσως μπορέσει να δώσει μερικά ερεθίσματα σε εκείνους πού, χωρίς να είναι βυζαντινολόγοι, ενδιαφέρονται αρκετά για το Βυζάντιο και δεν ικανοποιούνται, μακροπρόθεσμα, με περιγραφές που εξαντλούνται στη μεγαλοπρέπεια του αυλικού τελετουργικού, στις φαντασμαγορικές ιεροτελεστίες ή στις ακροβασίες μιας πολιτικής «μεταφυσικής». Ο μέσος Βυζαντινός ήταν ίσως πολύ πιο «εγκόσμιος» από όσο νομίζουμε. Είχε αρκετά αναπτυγμένο πολιτικό αισθητήριο, ώστε να μπορεί να ελίσσεται και χωρίς μεταφυσική· αγαπούσε αρκετά τη λεπτότητα των τρόπων, το χιούμορ και την καλλιέπεια, ώστε να μην έχει το νου του συνεχώς στη φυγή από τον κόσμο και στο υπερπέραν· καί, όχι σπάνια, ήταν τόσο θρήσκος, ώστε μπορούσε πότε πότε να κάνει και χωρίς τους μηχανισμούς της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ύπαρξη του «μεγαλοπρεπούς» στοιχείου στη ζωή των Βυζαντινών είναι αναμφισβήτητη, αλλά η καθημερινότητά τους πρέπει να ήταν πολύ πιo πεζή.