Στη διάρκεια του 20ού αιώνα στην πλειονότητα των μεταναστευτικών ρευμάτων μετείχαν αγρότες, οι οποίοι αξιοποίησαν τη μετανάστευση προκειμένου να διαχειριστούν τα ζητήματα των εκάστοτε «αγροτικών οικονομικών κρίσεων». Η σύνθετη αυτή δυναμική εκφράζεται στη δεκαετία του 1990 για τον ελληνικό αγροτικό χώρο με τη μετανάστευση προς αυτόν ατόμων από τις χώρες των Βαλκανίων και της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεικτοί γάμοι αποκτούν ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον ιδίως για την περίοδο της βασικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα (1990-2005), ανάμεσα σε άτομα που προέρχονταν από χώρες με μακρόχρονες ιστορικές σχέσεις (Ελλάδα και Αλβανία) και πιο ειδικά ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνάφειες (Έλληνες αγρότες, Αλβανίδες από επαρχιακές περιοχές). Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα, από την «ελληνική σκοπιά», οι μεικτοί γάμοι προσέφεραν στον επιχώριο ανδρικό πληθυσμό των ορεινών κυρίως περιοχών διαθέσιμο και φτηνό γυναικείο παραγωγικό και αναπαραγωγικό δυναμικό, ικανό να στηρίξει, γρηγορότερα και φτηνότερα, τις διαδικασίες οικονομικής, κοινωνικής και συμβολικής αναπαραγωγής, ενώ από την «αλβανική σκοπιά» η φυγή των γυναικών προσέφερε διέξοδο στις στρατηγικές επιβίωσης της αγροτικής κυρίως οικογένειας προκειμένου να ρυθμιστούν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα από την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού συστήματος», των «σοσιαλιστικών χωριών» και των «συστημάτων διαδοχής», που αυτό δημιούργησε ή επέβαλε. Οι μεικτοί γάμοι των Ελλήνων αγροτών του νομού Αιτωλοακαρνανίας με γυναίκες από την Αλβανία αποτελούν κύρια στρατηγική επιβίωσης η οποία σε περιόδους «κρίσης» ή «μετάβασης» αξιοποιεί τις μεγάλες συνάφειες των δύο «κόσμων» ως προς τα παραγωγικά ή κοινωνικά συστήματα και τις γενικές οικογενειακές και γαμήλιες σταρτηγικές.