Το βιβλίο αποτελεί μια μονογραφία για το σύνολο του ζωγραφικού έργου του καλλιτέχνη, στην οποία αναδεικνύονται όχι μόνο η ευρύτητα της ζωγραφικής του, αλλά και οι συνάφειες ή οι ετερότητες που παρουσιάζει η ζωγραφική αυτή αφενός με την ελληνική παράδοση και αφετέρου με τα κινήματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας και τη σινοϊαπωνική τέχνη.
“Βρισκόμουν στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές -διεξάγοντας έρευνα για τους έλληνες καλλιτέχνες οι οποίοι διάλεξαν τον δρόμο του Παρισιού στο δεύτερο μισό του 19ου αι.-, όταν αποφάσισα μετά να ασχοληθώ με το έργο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Στράφηκα προς αυτή την κατεύθυνση σταδιακά. Αναζητώντας, σε συνέχεια της μεταπτυχιακής μου εργασίας, ένα θέμα διατριβής με “ελληνογαλλικό” ενδιαφέρον, αλλά και επικεντρωμένο στο πρώτο μισό του 20ού αι., το όνομα του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα επανερχόταν διαρκώς στο προσκήνιο, στις ατέλειωτες συζητήσεις που είχα με τους καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο Paris I στη Σορβόννη, αλλά και, γενικότερα, με ανθρώπους της τέχνης. Εικαστικός, με ερείσματα στη Γαλλία, με έργο και στην Ελλάδα, ο Γκίκας είναι από τους λίγους ζωγράφους της εποχής του που κατάφερε να αφήσει το στίγμα του στον καλλιτεχνικό κύκλο του Παρισιού. Οι πρώτες απόπειρες να προσεγγίσω το έργο του υπήρξαν για μένα αποκαλυπτικές. Έτσι, στην Αθήνα πια, όταν και η μέλλουσα επιβλέπουσα της διατριβής μου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Μ. Εμμανουήλ, με παρότρυνε να μελετήσω τη ζωγραφική του έλληνα καλλιτέχνη και πρώην καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων, δεν είχα κανένα ενδοιασμό. Το μακρύ, αλλά εξαιρετικά γοητευτικό, ταξίδι μου στον χώρο της τέχνης είχε ήδη αρχίσει.
Η διαδρομή υπήρξε κοπιώδης, με αρκετά προβλήματα, συχνά με υπαναχωρήσεις και απογοητεύσεις, όχι όμως και μοναχική. Οφείλω πολλά καταρχήν στην εισηγήτριά μου, Μ. Εμμανουήλ, η οποία με καθοδηγούσε σε κάθε βήμα με τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις της και με ενθάρρυνε στις δύσκολες στιγμές μου, καθώς και στα μέλη της τριμελούς επιτροπής, Μ. Ασπρά και Σ. Σόρογκα, για την πολύτιμη βοήθειά τους στο Μουσείο Μπενάκη και τον διευθυντή του Άγγελο Δεληβορριά, ο οποίος εισηγήθηκε την έκδοση αυτού του βιβλίου στην υπεύθυνη της Πινακοθήκης Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Ι. Προβίδη, για τις ένθερμες προσπάθειές της να διευκολύνει με κάθε τρόπο την έρευνά μου, θέτοντας πρωτίστως στη διάθεσή μου το υλικό της Πινακοθήκης, αλλά και για τη γενικότερη στήριξή της στους ανθρώπους του Μουσείου Μπενάκη: από τον τομέα εκδόσεων, τον υπεύθυνο Δ. Αρβανιτάκη και τη Λ. Καραγγέλου, για την άψογη συνεργασία μας, τον ερευνητή Ν. Π. Παΐσιο, για τις εύστοχες διευκρινίσεις του, και την Ι. Μωραΐτη, όχι μόνο για τον χρόνο που αφειδώς μου αφιέρωσε, αλλά και για τη σημαντική βοήθειά της στη φωτογράφηση και τεκμηρίωση των πινάκων και, κυρίως, τη συγκρότηση του καταλόγου των έργων του ζωγράφου. Ακόμη, ευχαριστώ θερμά τους συλλέκτες έργων του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, τα ιδρύματα και τα μουσεία, για την παραχώρηση των δικαιωμάτων δημοσίευσης των έργων του καλλιτέχνη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στους γονείς μου, για την αμέριστη ηθική και οικονομική συμπαράστασή τους, χωρίς την οποία αυτή η μελέτη δεν θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί, και στον σύζυγό μου, Κωνσταντίνο Τσατσαρώνη, για την υπομονή του και τη σημαντική συμβολή του στην αρχική ηλεκτρονική επεξεργασία εικόνων και κειμένου.
Η παρούσα έκδοση βασίζεται στη διδακτορική μου διατριβή, που κατατέθηκε στο Ε.Μ.Π. το 2007, αλλά με κάποιες αναγκαίες τροποποιήσεις εδώ και αρκετές συντομεύσεις όσον αφορά στο κείμενο, τη βιβλιογραφία και, κυρίως, τις παραπομπές και τις σημειώσεις”. (Από τον πρόλογο της έκδοσης)