«Η τεράστια ανάπτυξη του τουρισμού κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οφειλόμενη, κατά κύριο λόγο, στην αύξηση του ελευθέρου χρόνου (P. Laine, 1981, σ. 30) και των εισοδημάτων (OECD, 1980, σ. 29-30) στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στη σημαντική βελτίωση των συγκοινωνιών, οδήγησε και σε αύξηση του ενδιαφέροντος διαφόρων επιστημονικών κλάδων να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου και τις επιπτώσεις της ανάπτυξής του.
Η οικονομική επιστήμη είναι αυτή που πρώτη μελετάει τον τουρισμό, και αυτό για δύο κυρίως λόγους: αφ’ ενός αυξάνεται διαρκώς η σημασία του κλάδου για τις οικονομίες πολλών αναπτυσσόμενων χωρών (F. Ascher, 1985. σ. 20), και αφ’ ετέρου η ταχύτητα της ανάπτυξής του μεταπολεμικά τον οδηγεί στις πρώτες θέσεις των παγκόσμιων εξαγωγικών βιομηχανιών (Π. Τσάρτας, 1989, σ. 65). Η ιδιοτυπία του τουρισμού όμως έγκειται στο ότι η εξαγωγή των δικών του “προϊόντων” (ήλιος, θάλασσα, πολιτισμός, ιστορία) προϋποθέτει την εισαγωγή ανθρώπων (τουρίστες). Ουσιαστικά, δηλαδή, εγγενές χαρακτηριστικό της ανάπτυξης του τουρισμού είναι ότι φέρνει σε επαφή δύο ανθρώπους ή και δύο πολιτισμούς (συχνά διαφορετικούς)…».
(από το βιβλίο)