Ακούγεται συχνά, και είναι σωστή, η άποψη ότι για τους μεγάλους συγγραφείς της αρχαιότητας κάθε γενιά δημιουργεί τη δική της μετάφραση. Είναι όμως εξίσου σωστό πως ορισμένες μεταφράσεις, καταξιωμένες για την πιστότητα, την ποιότητα και το ήθος τους, γίνονται με τη σειρά τους κλασικά κείμενα. Τέτοια έργα με διαχρονική αξία είναι αναντίρρητα και οι μεταφράσεις της “Ιλιάδας” και της “Οδύσσειας” που σμίλεψαν ο Ν. Καζαντζάκης και ο Ι. Κακριδής, σπουδαία μνημεία νεοελληνικού λόγου που κέρδισαν την εκτίμηση των φιλολόγων και την αγάπη των αναγνωστών από τότε που πρωτοκυκλοφόρησαν, το 1955 και το 1965 αντίστοιχα.
Οι δύο μεταφραστές πίστευαν ότι τα νέα ελληνικά σωστό είναι να γράφονται μονοτονισμένα. Τις μεταφράσεις των ομηρικών επών όμως, θέλοντας να τις κάνουν προσιτές στο ευρύ κοινό, αποφάσισαν να τις εκδώσουν στο πολυτονικό σύστημα που όλοι διδάσκονταν και χρησιμοποιούσαν τα χρόνια εκείνα. Με την παρούσα ανατύπωσή τους σε μονοτονικό τα δύο έργα παίρνουν τη μορφή που οι μεταφραστές θα είχαν εξαρχής προτιμήσει.
Η νέα έκδοση ενσωματώνει όσες διορθώσεις είχε σημειώσει ο Ι. Κακριδής στο προσωπικό του αντίτυπο της “Ιλιάδας”. Μετά το κείμενο ακολουθούν τα Σημειώματα, με τη μορφή που είχαν στην πρώτη έκδοση. Στο τέλος κρίθηκε σκόπιμο να προστεθεί ένα εκτενές Γλωσσάρι, όπου ερμηνεύονται σπάνιες, ποιητικές, ιδιωματικές και άλλες λέξεις που οι αναγνώστες, ιδιαίτερα οι νέοι, είναι πιθανό να μη γνωρίζουν.
Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Ιωάννης Κακριδής, κορυφαίες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της κλασικής φιλολογίας αντίστοιχα, έβαλαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα την προσωπική τους σφραγίδα στον χώρο που υπηρέτησε ο καθένας.