Η μετάφραση ενός ποιητικού έργου είναι στην ουσία μια διπλή ποιητική πράξη. Η πρώτη, να αντιλαμβάνεται κανείς αυτό που λέει και αυτό που εννοεί ο ποιητής. Επίσης, με ποιούς τρόπους το λέει και γιατί επιλέγει τους τρόπους αυτούς. Με άλλα λόγια, να ταυτίζεται με τον ποιητή την ώρα που δημιουργεί. Η δεύτερη, να αναπαράγει με πιστότητα και ακρίβεια, αλλά και με ανάλογους τρόπους, το συντελεσμένο ποιητικό γεγονός του πρωτοτύπου. Να αναπαράγει δηλαδή στο δικό του μεταφραστικό ιδίωμα τον ποιητικό κόσμο, και τον ποιητικό τρόπο, ενός άλλου δημιουργού. Πράξη απόλυτα δεσμευτική, και δύσκολη, σε σχέση με την ελευθερία, και την άνεση, της πρωτότυπης γραφής. Δυσκολία η οποία πολλαπλασιάζεται όταν όλα αυτά πρέπει να συναιρεθούν σε ένα • Η μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού έργου είναι παράλληλα μια διπλή γλωσσική πράξη. Η πρώτη, να έχει κανείς βαθειά γνώση του αρχαίου ιδιώματος, του λεκτικού, της δομής, του τυπικού. Κυρίως, να μπορεί να παρακολουθεί, και να ανιχνεύει, την εσωτερική κίνηση και λειτουργία του. Η δεύτερη, να έχει επίσης βαθειά γνώση, και αίσθηση, του νεοελληνικού ιδιώματος. Και εδώ, να μπορεί να παρακολουθεί, και να επεξεργάζεται, τη ζωντανή δομή και λειτουργία του, καθώς μάλιστα πρόκειται για ιδίωμα ανοικτό και κινούμενο (και από την άποψη αυτή ιδεώδες για ενδογλωσσική μετάφραση).
Η μετάφραση, όπως παρουσιάζεται εδώ ολοκληρωμένη, έγινε σε δύο μεγάλες χρονικές περιόδους, και με μεγάλη επίσης χρονική απόσταση μεταξύ τους. Κατά την πρώτη (1992-1997) μεταφράστηκαν οι επτά πρώτες Ραψωδίες (α – η) και κατά τη δεύτερη (2010-2015) οι υπόλοιπες δέκα επτά (θ – ω). Η αρχή της όλης μετάφρασης έγινε, όπως άλλωστε και στην περίπτωση του Κακριδή και του Μαρωνίτη, από τη Ραψωδία ε, και μάλιστα με αφορμή τη συγκεκριμένη του τελευταίου που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει (1988).