Η έκδοση αυτή, τέταρτη κατά σειρά του Αβραάμ Παυλίδη και δεύτερη στο ΜΙΕΤ, αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς του – αποτέλεσμα της σχεδόν τριαντάχρονης ενασχόλησής του με εγκαταλειμμένους εσωτερικούς χώρους από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Το νέο φωτογραφικό λεύκωμα συμπληρώνει την προηγούμενη έκδοση (Νέα Ερείπια, ΜΙΕΤ 2017) προσφέροντάς μας 73 νέες φωτογραφίες. Εικόνες χάρτινων φωτογραφιών ημικατεστραμμένων, σε αποσύνθεση, ενίοτε κολλημένων μεταξύ τους σε ένα παλίμψηστο ύλης και μορφής, που οδεύουν προς την απώλεια μέσα από μια φυσική διαδικασία φθοράς.
Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής της έκδοσης, σημειώνει στον πρόλογο:
«O Αβραάμ Παυλίδης είναι ένας από τους πρόσφατους και πιο διεξοδικούς περιηγητές του ελληνικού τόπου, τον οποίο έχει κυριολεκτικά οργώσει σε κάθε κατεύθυνση. Με γνήσιο ενδιαφέρον για κάθε χυμό της ελληνικής παράδοσης, για τη λαϊκή τέχνη του ανώνυμου μάστορα στην πληθώρα των εκφάνσεών της, περιδιαβαίνει από τις αρχές του ’90 για τρεις δεκαετίες όλους τους νομούς της χώρας. Την πρώτη περίοδο του έργου του, από τις αρχές του ’90 και για πάνω από δέκα χρόνια, ο Παυλίδης φωτογράφιζε εσωτερικά χώρων της επαρχίας, με ή χωρίς τους ενοίκους τους. Όλοι έφεραν ευδιάκριτα τη ματιέρα του χρόνου και της χρήσης, που κανείς καλλιτέχνης δεν μπορεί να μιμηθεί. Ακολούθως, για μερικά χρόνια επικεντρώθηκε σε όμοιους χώρους αλλά ερειπωμένους. Μετά το 2010 ξεκίνησε να μελετά εγκαταλειμμένους τόπους μαζικής παραγωγής προϊόντων και συμπεριφορών (εργοστάσια, στρατώνες, ψυχιατρεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία). Παράλληλα, άρχισε να απεικονίζει χαλασμένες εικόνες που έχασκαν σε τέτοια μέρη. Η πρώτη συνειδητή λήψη έγινε το 2010, σ’ ένα έρημο σαπωνοποιείο στην Κρήτη. Το ασκημένο βλέμμα του είχε ήδη εντοπίσει αλλοιωμένα εικονίσματα σε ερημωμένες εκκλησίες. Έτσι αθόρυβα συντελέστηκε η μετατόπιση από την “εικόνα των ερειπίων” στα “ερείπια των εικόνων” που ξεθώριαζαν, σάπιζαν, αλλοιώνονταν με κάθε πιθανό τρόπο.
Τι είδους εικόνες συστήνουν τη λεία του Παυλίδη; Αναμνηστικές κυρίως, οικογενειακά άλμπουμ αλλά και αφίσες νυχτερινών κέντρων, εξώφυλλα δίσκων, πορτρέτα από μνήματα, ακτινογραφίες, αισθησιακά δισέλιδα. Ακόμη, πίνακες και χαρακτικά για τα οποία η φωτογραφία λειτούργησε ως μέσον αναπαραγωγής. Αντίθετα από την κλίμακα των βιομηχανικών χώρων, ο Παυλίδης εδώ μελετά το μικρό κυρίως μέγεθος σε θέματα πάντα επίπεδα. Τα λάφυρα βρέθηκαν σε χώρους ετερόκλητους: στοίβες παλαιοπωλείων, αντρικά αποδυτήρια, φυλάκια, κάδους σκουπιδιών, πινακίδες στον δημόσιο χώρο, από ιδιωτικές πηγές.»