Το 1936 ο Γιώργος Σεφέρης είναι 36 ετών, εργάζεται στην Α’ διεύθυνση πολιτικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών και διαμένει με τον πατέρα του, τον καθηγητή Στυλιανό Σεφεριάδη, στην οδό Κυδαθηναίων 9. Τον φιλικό του κύκλο εκείνης της εποχής τον αποτελούν ο Γιώργος Αποστολίδης, ο Δ.Ι. Αντωνίου, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νικόλαος Κριτικός. Ο μακροχρόνιος δεσμός του με την μουσικοκριτικό Λουκία Φωτοπούλου πνέει τα λοίσθια. Το κάλλος και άλλων γυναικών βασανίζει τη σωφροσύνη του ποιητή.
Συχνά στις κοσμικές στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων του μεσοπολέμου εμφανίζονται τα ονόματα του Αντρέα και της Μαρίκας Λόντου (το γένος Ζάννου). Το ζεύγος παρευρίσκεται σε χορούς, σε δεξιώσεις καί, σε χαρτοπαιχτικές εσπερίδες. Η συζυγική ωστόσο σχέση, έχει από καιρό υποστεί ανεπανόρθωτο κλονισμό. Την τελική απόφαση για την αμοιβαία αποδέσμευση επιβραδύνουν δύο κυρίως λόγοι: η φροντίδα για την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών και ο πειθαναγκασμός που ασκεί η θεία του Αντρέα Λόντου, η Άννα Λόντου, η οποία είναι ο μοναδικός διαθέτης μιας σημαντικής κληρονομιάς.
Η Μαρίκα Λόντου είχε γνωρίσει εξ όψεως τον Γιώργο Σεφέρη σε μια εκδρομή στο Σούνιο το καλοκαίρι του 1935. Τα ποιήματά του βέβαια τα ήξερε από παλιά, ορισμένα μάλιστα τα είχε αποστηθίσει. Οι επίσημες ωστόσο συστάσεις έγιναν σε μια εσπερίδα στις αρχές του 1936. Η ευπροσηγορία, η γλυκυθυμία και η ογκολιθική αυτοπεποίθηση του ποιητή (και διπλωμάτη) εντυπωσίασαν τη νεαρή Κυρία, και αυτός ο εντυπωσιασμός στάθηκε έρωτος αρχή. Έτσι το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, ο Γιώργος και η Μαρώ (επίνοια του ποιητή – prebe aurem!) παραθερίζουν, κάτω από διαφορετική στέγη φυσικά, στην Αίγινα, στο νησί με τις βαθιές θαλασσινές σπηλιές. Το γεγονός βέβαια δεν περνάει απαρατήρητο ο κύκλος της Αίγινας είναι μικρός, φλύαρος και φθονερός. […]
Στον προκείμενο τόμο περιλαμβάνονται τα Γράμματα που αντηλλάλησαν από τον Σεπτέμβριο του 1936 ως τον Οκτώβριο του 1940. Τα υπόλοιπα, τα “συζυγικά” δηλαδή, θα συγκροτήσουν έναν δεύτερο τόμο. Από το σύνολο των 175 Γραμμάτων τα 135 έχουν αποσταλεί από τον ποιητή (132 στη Μαρώ και 3 στη μεγαλύτερη κόρη της, τη Μίνα Λόντου). […]
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)