«Ως “λαυρεωτικό ζήτημα” είναι γνωστό στη νεοελληνική ιστοριογραφία το ζήτημα, που είχε σχέση με το νομικό καθεστώς (δικαίωμα ιδιοκτησίας-παραχώρησης και της συνεπαγόμενης φορολογίας) των καταλοίπων της αρχαίας μεταλλείας τού Λαυρείου, των εκβολάδων, των φτωχών μεταλλευμάτων, τα οποία είχαν “εκβάλει”-εξορύξει οι αρχαίοι, είτε, ως χονδρά, εντός των υπογείων έργων, ψευδαργυρούχα, μη χρήσιμα γι’ αυτούς, διότι αγνοούσαν τη χρήση τού ψευδαργύρου, είτε κυρίως εκτός, επί της επιφανείας, ως χονδρά και ως τετριμμένα, σε αμμώδη μορφή, τα απορρίμματα των πλυντηρίων (οι πλυνίτες) και τα οποία ήσαν αργυρομολυβδούχα. Η ποσότητα των εκβολάδων, που υπήρχε στην επιφάνεια της Λαυρεωτικής, όταν άρχισε η νεότερη εκμετάλλευσή τους, ανερχόταν κατ’ ελάχιστον σε 7.700.000 τόννους. Η περιεκτικότητα των επιφανειακών εκβολάδων σε μόλυβδο άρχιζε από 12 έως και 18% μερικές φορές από τα πιο πλούσια χονδρά αρχαιότερα τεμάχια, όμως από τα ψιλά, τους πλυνίτες, συνήθως περίπου 5-6% και αργότερα 3%, κατά μέσον όρο, χονδρών και πλυνιτών, 7%· σε άργυρο δε άρχιζε από 293 gr έως μερικές φορές και 18.000 gr κατά τόννο περιεχομένου μολύβδου, κατά μέσον όρο 2.000 gr κατά τόννο περιεχομένου μολύβδου, ή 140 gr στον τόννο εκβολάδων, χονδρών και πλυνιτών. Αυτό το τεράστιο μεταλλευτικό απόθεμα, και μ’ αυτές τις περιεκτικότητες, με τα σύγχρονα μηχανήματα εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων ήταν δυνατόν να γίνει η περαιτέρω κατεργασία του και να αποβεί προσοδοφόρο…».
(από την εισαγωγή του βιβλίου)