Το κείμενο αυτό του Πιέτρο Μαρία Μπάρντι (1900-1999) με πρωτότυπο τίτλο “Cronaca di viaggio” (“Χρονικό ενός ταξιδιού”) δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό Quadrante τον Σεπτέμβριο του 1933. Ο Μπάρντι περιγράφει τις εργασίες και γενικότερα αφηγείται την ελληνική εμπειρία των μελών του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (Congres international d’architecture moderne – CIAM) το 1933 στην Αθήνα. Επιφανής δημοσιογράφος και διανοούμενος, σημαντικός συλλέκτης έργων τέχνης, κριτικός τέχνης και πολιτισμικός ακτιβιστής, ο Μπάρντι συνδεόταν οργανικά με τον ιταλικό φασισμό και ταυτόχρονα με τη μοντέρνα ιταλική αρχιτεκτονική. Αυτός και η ομάδα του Quadrante φιλοδοξούσαν να αναδείξουν “μια νέα αρχιτεκτονική της φασιστικής εποχής”, να προκαλέσουν δηλαδή ένα είδος πολιτισμικής ανανέωσης στην αρχιτεκτονική, ωστόσο “εντός της φασιστικής επανάστασης”. Η ιταλική αποστολή στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής συμμετέχει στην εκατονταμελή περίπου ομάδα αρχιτεκτόνων που επιβιβάζεται στο “Πατρίς ΙΙ” του Λεωνίδα Εμπειρίκου από τη Μασσαλία, παρακολουθεί τις εργασίες στο πλοίο και στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια συμμετέχει στα ταξίδια των αρχών Αυγούστου στις Κυκλάδες και στην Πελοπόννησο. Το κείμενο του Μπάρντι για το ελληνικό 4ο Συνέδριο έχει την αμεσότητα της δημοσιογραφικής ανταπόκρισης. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο Ανδρέας Γιακουμακάτος, “πρόκειται για ένα κείμενο αποκαλυπτικό και αξιόπιστο, με σωστές πληροφορίες και ανάγλυφες, γοητευτικές περιγραφές τόπων και ανθρώπων, ένα αυθεντικό “περιηγητικό κείμενο” για την Ελλάδα του 1933. Αποκαλύπτεται φυσικά με πλαστικότητα η εμμονή του συγγραφέα για την κλασική Ελλάδα, ενώ για τη νεότερη ο ίδιος εμφανίζει μια ανάλαφρη ματιά ανθρωπολόγου σπάνιας ευαισθησίας και διεισδυτικότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δημοσίευση αυτού του κειμένου στο Quadrante απελευθέρωνε επιτέλους τα αισθήματα συγκίνησης, θαυμασμού και λατρείας για τον ελληνικό αρχαίο κόσμο που είχαν κατά κάποιο τρόπο καταπνιγεί στο συνέδριο, μιας και θεωρούνταν “εκτός θέματος” σε σχέση με τον ορθολογισμό, το κλίμα και τους στόχους του. Ειδικά για τους Ιταλούς το ταξίδι είναι ένα είδος “επιστροφής στις ρίζες”, ρίζες πολιτισμικές και οντολογικές, της πιο βαθιάς και αυθεντικής Μεσογείου. Επιπλέον, η προβολή του CIAM της Αθήνας και ο “ύμνος στην Ελλάδα” του Μπάρντι αποτελούν επιβεβαίωση της διττής υπόστασης του ιταλικού Μοντέρνου (και γενικότερα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής), υπόστασης κλασικής και ταυτόχρονα μεσογειακής. Η εμπειρία της Αθήνας του 1933 αντιπροσωπεύει για τους Ιταλούς την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι, σύμφωνα και με το κορμπυζιανό όραμα, ο Παρθενώνας όφειλε χωρίς αμφιβολία να αποτελεί το μέτρο κάθε αναζήτησης και κάθε προσδιορισμού των κλασικών καταβολών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής”.