«Το ενδιαφέρον για την καταγραφή και τη συστηματική μελέτη των μοναστηριακών αρχείων της βυζαντινής εποχής, καθώς και για την έκδοση των εγγράφων που περιλαμβάνονται σε αυτά, ανάγεται στα πρώτα έτη του 20ού αιώνα, οπότε είδαν το φως οι πρώτες διπλωματικές εκδόσεις μοναστηριακών εγγράφων (Actes de l’ Athos). Ωστόσο, τα έγγραφα της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου είχαν τύχει της προσοχής και του ενδιαφέροντος λογίων ήδη κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. Η πρώτη απόπειρα απογραφής και μεταγραφής πραγματοποιήθηκε εντός της Μονής από τους Ιωάννη Σακκελίωνα, Ιερόθεο Φλωρίδη και Γρηγόριο Παπάζογλου. Καρπός της εργασίας τους ήταν ο έκτος τόμος της σειράς “Acta et diplomata graeca medii aevi”, ο οποίος αντλεί εν πολλοίς από το υλικό και τις παρατηρήσεις που αυτοί έθεσαν στη διάθεση των F. Miklosich και I. Muller.
Η αναστάτωση που προκλήθηκε από τους δύο παγκοσμίους πολέμους δεν επέτρεψε τη συνέχιση του εγχειρήματος της συστηματικής έκδοσης των μοναστηριακών εγγράφων. Το σχετικό ενδιαφέρον ανανεώθηκε κατά τη δεκαετία του 1950. Στο ΙΑ’ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών (1951) αποσαφηνίστηκαν οι αρχές που πρέπει να διέπουν μία διπλωματική έκδοση. Στο πνεύμα των νέων απαιτήσεων που είχαν διαμορφωθεί, ξεκίνησε εκ νέου το εγχείρημα της έκδοσης των αρχείων του Αγίου Όρους μέσα από τη σειρά “Archives l’Athos”, ενώ εγκαινιάστηκε παράλληλα η συστηματική μελέτη του βυζαντινού Αρχείου της μονής Πάτμου, το οποίο αποτελεί, μαζί με τα Αρχεία των μονών του Αγίου Όρους, το καλύτερα σωζόμενο και πλουσιότερο αρχείο της βυζαντινής περιόδου. Το 1959 το νεοσύστατο τότε Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών (νυν τομέας Βυζαντινών Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών) του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών ανέλαβε τη διπλωματική έκδοση των βυζαντινών εγγράφων της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Οργανώθηκε σειρά ερευνητικών αποστολών στην Πάτμο με σκοπό τη συστηματική μελέτη του βυζαντινού Αρχείου, καθώς και της Βιβλιοθήκης της Μονής. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν η δημοσίευση, το έτος 1980, των Αυτοκρατορικών εγγράφων (Ε. Βρανούση) και των εγγράφων των Δημοσίων Λειτουργών (Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου) σε δύο τόμους αντίστοιχα. Παράλληλα, οι έρευνες συνεργατών του Ινστιτούτου στράφηκαν και προς άλλα τμήματα του πατμιακού Αρχείου. Έτσι, το έτος 2011 δημοσιεύτηκαν οι επιτομές των πρώτων 22 φακέλλων οθωμανικών εγγράφων (N. Vatin – G. Veinstein – E. Zachariadou).
Ο παρών τρίτος τόμος των Βυζαντινών Έγγραφων, τον οποίο ετοίμασε η κυρία Μαρία Γερολυμάτου, Διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, περιλαμβάνει τα Πατριαρχικά έγγραφα και εντάσσεται στο ίδιο μακρόπνοο πρόγραμμα του Ινστιτούτου. Τα έγγραφα που εκδίδονται σε αυτόν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη Διπλωματική επιστήμη, καθώς ορισμένα από αυτά αποτελούν τα παλαιότερα σωζόμενα πρωτότυπα πατριαρχικά έγγραφα. Ταυτόχρονα, συμβάλλουν στη μελέτη των σχέσεων της Μονής με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και με γειτονικές επισκοπές και μητροπόλεις από τον 11ο έως τον πρώιμο 16ο αιώνα. Παράλληλα, θίγουν θέματα που αφορούν στη διοίκηση και την οικονομία του Βυζαντίου. Η εκτενής ιστορική Εισαγωγή, η οποία προηγείται της διπλωματικής έκδοσης, αξιοποιεί αυτές τις πληροφορίες και συμβάλλει στη διαμόρφωση εικόνας όχι μόνο για την ιστορία της ίδιας της Μονής, αλλά και ευρύτερα του νοτιοανατολικού Αιγαίου κατά τον 13ο-15ο αιώνα, εποχή για την οποία οι διαθέσιμες μαρτυρίες είναι λιγοστές. Με την έκδοση του τετάρτου τόμου, ο οποίος θα περιέχει τα Ιδιωτικά έγγραφα της βυζαντινής περιόδου, το Ινστιτούτο θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα της έκδοσης του βυζαντινού Αρχείου της μονής Πάτμου…».
Ταξιάρχης Γ. Κόλιας
(από τον πρόλογο του βιβλίου)