Τα προσκυνητάρια πρωτοεμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα και γνώρισαν σημαντική διάδοση τους επόμενους δύο αιώνες. Χρησίμευαν ως οδηγοί των προσκυνητών που επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους. Η ονομασία τους προέρχεται από την πρώτη λέξη του τίτλου των περισσοτέρων από αυτά: Προσκυνητάριον σὺν Θεῷ τῆς ἁγίας πόλεως Ἰερουσαλήμ.
Περιγράφουν τα μνημεία της Ιερουσαλήμ και πολλά ακόμη που βρίσκονται σε άλλες περιοχές της Παλαιστίνης. Η περιγραφή ξεκινάει από τα Ιεροσόλυμα, το τείχος και τον οίκο του Δαβίδ, προχωράει στην εκτενή περιγραφή του ναού της Αναστάσεως και των επί μέρους προσκυνημάτων που τον συγκροτούν (το κουβούκλιο του Πανάγιου Τάφου, τα παρεκκλήσια, ο Γολγοθάς, η Αποκαθήλωση κ.ά.), συνεχίζει με άλλα μνημεία εντός της Ιερουσαλήμ (τα Άγια των Αγίων, ο οίκος του Ιωακείμ και της Άννας, το Πραιτώριο κ.ά.).
Ύστερα ο προσκυνητής ξεναγείται στην ευρύτερη περιοχή των Ιεροσολύμων, όπου ο κήπος της Γεθσημανής και το Όρος των Ελαιών, αλλά και μακρύτερα, στη Βηθλεέμ, τη Ναζαρέτ, σε μονές της Παλαιστίνης, όπως η λαύρα του Αγίου Σάββα. Το δεύτερο αυτό μέρος του προσκυνηματικού οδηγού έχει αφετηρία την Αγία Σιών και συνήθη κατάληξη το λιμάνι της Ιόππης (Γιάφα), τόπο άφιξης, αλλά και αναχώρησης για την πατρίδα όσων προσκυνητών επέλεξαν για το ταξίδι τους τη θαλάσσια οδό.
Περιγράφεται ακόμη η τελετή της αφής και του θαύματος του Αγίου Φωτός, παρέχονται πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μνημείων, την κατοχή των προσκυνημάτων, τις αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες έπρεπε να λάβει υπόψη του ο προσκυνητής, κ.ά.
Αδιαμφισβήτητη είναι η αξία των χειρογράφων αυτών ως πηγών γνώσης για την ιστορία, τοπογραφία και αρχαιολογία των Ιεροσολύμων και της Παλαιστίνης. Τα προσκυνητάρια προσφέρουν περιγραφές λιτές, αλλά σαφείς και κατατοπιστικές, σε πεζό κι ενίοτε έμμετρο λόγο, στη δημώδη γλώσσα της εποχής. Γράφονταν και πωλούνταν για να κάνουν τους Αγίους Τόπους γνωστούς και να παροτρύνουν τους πιστούς να τους επισκεφθούν, λειτουργώντας παράλληλα και ως ψυχωφελές ανάγνωσμα. Το περιεχόμενο πολλών από αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό παρεμφερές, ώστε να μιλούμε για αντίγραφα σε ελεύθερη απόδοση ενός αρχικού προτύπου μάλλον παρά για πρωτότυπα κείμενα στο σύνολό τους. Εμφανίζουν ωστόσο διαφορές που οφείλονται στον εκάστοτε γραφέα, ο οποίος, βάσει της προσωπικής του εμπειρίας και γνώσης, μπορούσε να τροποποιεί ορισμένα στοιχεία της περιγραφής. Πιθανολογείται πως οι συντάκτες των προσκυνηταρίων ήταν κάτοικοι της Παλαιστίνης, κυρίως μοναχοί, που διέθεταν καλή και λεπτομερή γνώση των προσκυνημάτων.
Ολιγόφυλλα ήταν τα προσκυνητάρια, μικρού ή μεσαίου μεγέθους, ώστε να διευκολύνεται η μεταφορά τους στη διάρκεια του ταξιδιού. Ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών χρήσης τους, αρκετά εμφανίζουν σήμερα φθορές και χάσματα στο κείμενο, είναι ακέφαλα ή κολοβά. Συνήθως παραδίδονται ανώνυμα. Σε ορισμένες ωστόσο περιπτώσεις γνωρίζουμε τον αντιγραφέα τους, χάρη σε σωζόμενα βιβλιογραφικά σημειώματα.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο κώδικας που αντιγράφτηκε, βάσει σημειώματος, στη Μονή των Αρχαγγέλων το 1693 από τον Χατζή Ιωάννη από τη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό του Χατζή Ηλία Αναπλιώτη. Τον επόμενο ήδη αιώνα το χειρόγραφο αυτό ταξίδεψε ως τη Βενετία, το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίας αρχαιοτήτων στον κόσμο τον 18ο αιώνα, όπου αποκτήθηκε από έναν παθιασμένο συλλέκτη, τον ιησουίτη Matteo Luigi Canonici, προτού καταλήξει, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του (1805/06), μαζί με πολλά άλλα ελληνικά χειρόγραφα της συλλογής του, στην Οξφόρδη, όπου φυλάσσεται σήμερα (κώδ. Oxon. Bodleian Library, Canon. gr. 127).
Ως τόπος αντιγραφής άλλων προσκυνηταρίων καταγράφεται η λαύρα του Αγίου Σάββα.
Μεταξύ των χειρογράφων της κατηγορίας αυτής ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν όσα είναι εικονογραφημένα. Οι μικρογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο ελκύουν την προσοχή των προσκυνητών, αυξάνουν τη ζήτηση του προϊόντος και απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό, που ενσωματώνει ακόμη κι όσους δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση.
Αποτελούν δείγματα λαϊκής τέχνης, που ωστόσο δεν αναπαριστούν πιστά τα περιγραφόμενα μνημεία. Μικρογράφος και αντιγραφέας ενός προσκυνηταρίου φαίνεται πως είναι το ίδιο πρόσωπο. Η ποιότητα της εικονογράφησης εξαρτάται από την επιδεξιότητα του μικρογράφου, ο οποίος όμως δεν είναι επαγγελματίας.
Ο κώδ. Πέζαρου 53 της Συλλογής ΙΠΑ / ΜΙΕΤ αποτελεί δείγμα εικονογραφημένου προσκυνηταρίου που ξεχωρίζει τόσο για την καλλιγραφία του κειμένου όσο και για τον πλούσιο και επιμελημένο διάκοσμό του. Το χειρόγραφο αυτό διασώζει πλήθος μικρογραφιών (συνολικά 49), οι οποίες αρχικά, πριν από την απώλεια ορισμένου αριθμού φύλλων, θα ήταν ασφαλώς περισσότερες. Γίνεται ευρεία χρήση χρωμάτων, αλλά και χρυσογραφίας. Οι βολβόμορφοι τρούλοι των ναών μαρτυρούν ρωσική επιρροή. Εκτός των μνημείων, απεικονίζονται ο ποταμός Ιορδάνης και η λίμνη της Τιβεριάδος, με ένα μικρό καράβι. Ορισμένες μικρογραφίες εμπλουτίζονται με φυτικό διάκοσμο. Το προσκυνητάριο αυτό χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα ή στις αρχές του επόμενου.
Χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή προέλευση του χειρογράφου, δεν αποκλείεται να αποκτήθηκε από τον ίδιο τον Ιωάννη Πέζαρο, ίσως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιο Όρος (1770–1771), απ’ όπου προήλθε και άλλο τεκμήριο της συλλογής του, ή μέσω ενός μαθητή του, του ιεροδιάκονου στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων Μακάριου από τον Τύρναβο, που διατηρούσε τακτική επικοινωνία με τον δάσκαλό του.[1]
[1] Μιχάλης Λαφαζάνης, Ιωάννης Πέζαρος (1749–1806). Η εποχή – το έργο – η αλληλογραφία του. Η συμβολή της Σχολής του Τυρνάβου στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, Τύρναβος 2009, 524.
Δρ. Βενετία Χατζοπούλου
ΙΠΑ / ΜΙΕΤ
Βιβλιογραφία για τα Προσκυνητάρια:
• Σωτήρης Ν. Καδάς, Προσκυνητάρια των Αγίων Τόπων. Δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου–18ου αι., Θεσσαλονίκη 1986.
• Σωτήρης Ν. Καδάς, Οι Άγιοι Τόποι. Εικονογραφημένα προσκυνητάρια 17ου–18ου αι., Αθήνα 1998.
• Andreas Külzer, Peregrinatio graeca in Terram Sanctam. Studien zu Pilgerführern und Reisebeschreibungen über Syrien, Palästina und den Sinai aus byzantinischer und metabyzantinischer Zeit, Frankfurt a. M. / Berlin / Bern / New York / Paris / Wien 1994.