Το 1835 στο τυπογραφείο του Φραγκίσκου Ανδρεώλα στη Βενετία τυπώνεται ένα εγχειρίδιο ηθικής με τον τίτλο Περὶ τῶν Καθηκόντων τῶν Ἀνδρῶν. Λόγος πρὸς νέον. Μεταφρασθεὶς ἐκ τῆς Ἰταλικῆς ὑπὸ Δημητρίου Προύσης (ΙΠΑ/ΜΙΕΤ, Παλαίτυπα / Σπάνια, αρ. 132). Ο μεταφραστής στον πρόλογό του, τον οποίο απευθύνει στη νεολαία, μας πληροφορεί ότι ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Silvio Pellico, «ὅς τις ζῇ, καὶ χαίρει μεγίστην ὐπόληψιν διὰ τὴν βαθεῖαν πολυμάθειάν του, καὶ δι’ἄλλα του συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἐθαύμασεν ἡ Εὐρώπη» (σ. [6]).
Όντως ο Silvio Pellico (1789–1854) συνέγραψε και εξέδωσε στο Τορίνο το 1834 το Dei doveri degli uomini: discorso ad un giovane di Silvio Pellico da Saluzzo (Presso Giuseppe Bocca. Libraio di S.S.R.M.).
Ο Pellico, ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή δραματικών έργων, υπήρξε μαθητής του Ugo Foscolo και συντάχθηκε με τους ρομαντικούς ενάντια στους κλασικιστές. Δεν έγινε όμως γι’ αυτό γνωστός.[1] Από το 1818 έγραφε στο περιοδικό Conciliatore, το οποίο ακολουθούσε τη ρομαντική σχολή στη λογοτεχνία και τον καρμποναρισμό στην πολιτική.
Συνέπεια της πολιτικής θέσης του Pellico υπήρξε η φυλάκισή του από τις αυστριακές αρχές πρώτα στη Βενετία και έπειτα στη Μοραβία από το 1822 ως το 1830. Αυτό που έκανε διάσημο τον Pellico ήταν η συγγραφή και έκδοση των απομνημονευμάτων του από την περίοδο φυλάκισής του (Le mie prigioni, memorie di Silvio Pellico da Saluzzo, Τορίνο: Presso Giuseppe Bocca, Libraio di S.S.R.M., 1832).
Το βιβλίο αυτό, αν και φανέρωνε την επιστροφή του συγγραφέα στο χριστιανισμό, τον οποίο είχε εγκαταλείψει στη νεότητά του, έγινε αγαπητό ανάγνωσμα των Ευρωπαίων ριζοσπαστών, καθώς έδειχνε με άμεσο και ζωηρό τρόπο τα βάσανα που προκαλούσε η απολυταρχία, εν προκειμένω η αυστριακή.
Στο επόμενο έργο του ωστόσο, το Dei doveri, που μας αφορά εδώ, ο Pellico έκανε πιο σαφή τη μεταστροφή αυτή, τονίζοντας το θρησκευτικό στοιχείο στα καθήκοντα του νέου, παράλληλα με εκείνα του χρηστού πολίτη και του ηθικού ανθρώπου.[2] Ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο ακολουθεί μια παράδοση γνωστή και από άλλα όμοια εγχειρίδια όπως το Trattato elementare dei doveri dell’uomo του Giovanni Francesco Soave (Βενετία: Presso Gaetano Martini. Librajo a San Samuele, 1809), το οποίο γνώρισε ευρεία διάδοση και πολλές επανεκδόσεις.[3] Στα ελληνικά μεταφράστηκε και εκδόθηκε με τον τίτλο Πραγματεία στοιχειώδης περὶ τῶν χρεῶν τοῦ ἀνθρώπου πρώτα από τον Διονύσιο Πύρρο (1812) και έπειτα από τον Γεώργιο Γεννάδιο (1819).
Τα εγχειρίδια αυτά, που μεταφράζονται και εκδίδονται στον ελληνικό χώρο κυρίως από το β΄ μισό του 18ου αιώνα και εξής, αποτελούν μέρος της διαδικασίας μεταφοράς μιας παράδοσης που έχει δύο παράλληλες πηγές: τα ηθικά κείμενα και τα «κάτοπτρα ηγεμόνων».[4] Τα κείμενα που εκπροσωπούν και τις δύο αυτές παραδόσεις γνώρισαν ευρεία διάδοση. Ύστερα από την άνοδο της αστικής τάξης, της καπιταλιστικής οικονομίας και ηθικής, τον Διαφωτισμό, αλλά και την επακόλουθη εμφάνιση των «πολιτικών κοινωνιών» και της έννοιας του «πολίτη», τα δύο αυτά ρεύματα διασταυρώθηκαν σε εγχειρίδια χρηστοήθειας και «πραγματείες χρεών και καθηκόντων», όπου συνδυάζεται η χριστιανική ηθική παράδοση με τη νέα ηθική που αναδύθηκε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, διαμορφώνοντας σταδιακά, με μικρές καινοτομίες και μικρές ρήξεις, το πρότυπο του Ευρωπαίου πολίτη.[5]
Το εγχειρίδιο του Pellico αποτελεί μέρος αυτής της παράδοσης, με μια σαφή ροπή, λόγω της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα, στην παράδοση, αλλά και κάποιες ενδείξεις νεωτερισμού. Έτσι το κεφάλαιο ΚΔ΄, που φέρει τον τίτλο «Πατρικὴ ἀγάπη» (σ. 116), ξεκινά ως εξής: «Νὰ δώσῃς ἀγαθοὺς πολίτας εἰς τὴν πατρίδα, νὰ προσφέρῃς πρὸς τὸν Θεὸν ψυχὰς ἀξίας αὐτοῦ, ἰδοὺ τὸ ἔργον σου, ἐὰν ἀποκτήσῃς τέκνα· ἔργον μέγιστον, τὸ ὁποῖον ὁ ἀναλαβὼν καὶ παραμελήσας, εἶναι ὁ μεγαλήτερος τῆς πατρίδος καὶ τοῦ Θεοῦ ἐχθρός».
Παράλληλα όμως ο συγγραφέας, στο ίδιο κεφάλαιο, διευρύνει την έννοια της πατρότητας, τονίζοντας το πατρικό συναίσθημα που οφείλει να έχει ο άνδρας προς όλους τους νέους, «τὴν νεαρὰν ταύτην μοίραν τῆς κοινωνίας» (σ. 117). Με αυτό τον τρόπο προσδίδει στην ατομική και οικογενειακή ηθική μια κοινωνική διάσταση.
Αντιστοίχως, στο κεφάλαιο Ι΄, που επιγράφεται «Υἱϊκὴ ἀγάπη» (σ. 48), σημειώνει: «τὸ νὰ περιμένῃ δὲ νὰ φανῇ φύλαξ τῆς προσηκούσης θεραπείας καὶ συστολῆς ἐκτὸς τῆς οικίας, εἰς τὴν οἰκίαν δ’ ἐν τοσούτῳ νὰ φέρηται ἀναιδῶς καὶ ἀγερώχως πρὸς τοὺς γεννήτορας, εἶναι παραλογισμὸς καὶ κακία. Τὰ χρηστὰ ἤθη μανθάνονται ἀδιακόπως, καὶ λαμβάνουσιν ἀρχὴν ἀπ’ αὐτοὺς τῆς οἰκογενείας τοὺς κόλπους» (σ. 50). Συνδέει έτσι άρρηκτα τα του οίκου με τα του δήμου.
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως νουθεσία του Pellico σχετίζεται με την έννοια της πατρίδας. Είδαμε ότι βασικό καθήκον του πατέρα είναι να εμφυσήσει το αίσθημα της φιλοθεΐας και της φιλοπατρίας. Στο κεφάλαιο Η΄, «Ἔρως τῆς πατρίδος» (σ. 40), ο συγγραφέας μιλά για την πατρίδα με ένα τρόπο που ίσως αφήνει να διαφανούν οι παλιές ριζοσπαστικές του αντιλήψεις. Κατακρίνει ως κυνικούς όσους θεωρούν πατρίδα τους όλο τον κόσμο και στη συνέχεια προσπαθεί να βρει μια ισορροπία μεταξύ του εθνικισμού και του διεθνισμού:
«Ἂς έχωμεν πάντοτε κατὰ νοῦν, ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι πολυμερής, καὶ χρεωστοῦμεν νὰ ἐπιμελώμεθα ὅλων ἐπίσης τῶν ἐναρέτων αἰσθημάτων. Ἂν δὲ ἓν ἐξ αὐτῶν, γινόμενον ἐμπόδιον εἰς τὰ ἄλλα, δύναται νὰ φέρῃ ζημίαν, ἂς παύσῃ τοῦ νὰ ἦναι τοιοῦτο, καὶ θέλει παύσει καὶ ἡ ἐξ αὐτοῦ βλάβη. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἀρίστη, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἐμποδίζει τὴν φιλοπατρίαν· ἡ φιλοπατρία εἶναι ἀρίστη, δὲν πρέπει δὲ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν φιλανθρωπίαν.
Ὄνειδος καὶ καταισχύνη εἰς τὴν χαμερπῆ ἐκείνην ψυχήν, ἥτις δὲν θαυμάζει τὰς μυρίας μορφὰς καὶ αἰτίας, τὰς ὁποίας δύναται νὰ λάβῃ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἡ ἱερὰ φυσικὴ ὁρμὴ τοῦ νὰ συνοικειόνωνται, νὰ τιμῶσι, νὰ βοηθῶσι, καὶ νὰ φιλοφρονῶσιν ἀλλήλους» (σ. 42–43).
Κι ενώ φαίνεται να υποστηρίζει διακριτικά την αυτοκρατορία, την οποία κάποτε πολεμούσε ―γεγονός ασφαλώς εξοργιστικό για τους ριζοσπάστες αναγνώστες του―, στη συνέχεια εξισορροπεί την στάση του, φέρνοντας το αντίθετο παράδειγμα της Ιταλίας ή της Γερμανίας: «ἄνθρωποι ζῶντες ὑπὸ διαφέροντας νόμους, καὶ ἐκ τούτου κατασταθέντες λαοὶ διαφέροντες, βιαζόμενοι ἐνίοτε καὶ νὰ πολεμῶσι κατ’ ἀλλήλων· ἀλλ’ ὁμιλοῦσιν, ἢ τουλάχιστον γράφουσιν ὅλοι τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τιμῶσι κοινοὺς προγόνους, καυχῶνται εἰς τὴν αὐτὴν φιλολογίαν, ἔχουσι τὰς αὐτὰς διαθέσεις, χρείαν ἀμοιβαίαν φιλίας, συγγνώμης, παρηγορίας» (σ. 44). Τέτοια λόγια φανερώνουν κάποια ίχνη του παλιού του ζήλου για την αυτοδιάθεση και την ενοποίηση της Ιταλίας.
Τελειώνει ωστόσο το κεφαλαίο Η΄ ως εξής: «Ἂς προσέξωμεν δέ, ὥστε ἡ φιλοπατρία, καθ’ ὁποιανδήποτε ἤτε μικρὰν ἤτε μεγάλην αὐτῆς ἔκτασιν, νὰ μὴ συνίσταται εἰς τὸ νὰ κενοδοξῶμεν, ὅτι ἐγεννήθημεν εἰς τὴν δεῖνα πόλιν, καὶ διὰ τοῦτο νὰ τρέφωμεν μῖσος ἐναντίον ἄλλων πόλεων, ἄλλων ἐπαρχιῶν, ἄλλων ἐθνῶν. Ὁ ἀνελεύθερος, ὁ φθονερός, ὁ θηριώδης πατριωτισμὸς δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ κακία» (σ. 45).[6]
Με τέτοια εξισορροπητική διάθεση, το κείμενο αυτό δεν είναι περίεργο που προσέλκυσε το ενδιαφέρον του μεταφραστή Δημητρίου Προύση.[7] Ο Δημήτριος Προύσης, όπως δηλώνει κι ο ίδιος, βρίσκεται σε μη ελληνόφωνο περιβάλλον. Επιλέγει, για να τυπώσει τη μετάφρασή του, τη Βενετία, σε μια περίοδο που αυτή βρισκόταν υπό αυστριακό έλεγχο. Ο μεταφραστής όφειλε επομένως να είναι πολύ προσεκτικός με την επιλογή του συγγραφέα. Το αυστριακό καθεστώς εξάλλου ήταν που είχε διώξει άλλοτε και φυλακίσει ως καρμπονάρο τον Pellico. Ο μεταφραστής οφείλει να είναι επομένως πολύ προσεκτικός. Επιδίωξη του Δημητρίου είναι να εκδώσει ένα εγχειρίδιο που, χωρίς να έχει ριζοσπαστικές τάσεις, θα εξισορροπεί μεταξύ της παράδοσης και της νεωτερικότητας.
Ο ίδιος, στον πρόλογό του, κάνει λόγο για τη «δημιουργική» του παρέμβαση: «Τὸ μετέφρασα λοιπόν, παραδραμὼν ἐξ αὐτοῦ μόνον ὀλίγα τινά, ὅσα, διὰ τὴν διαφορὰν τοῦ θρησκευτικοῦ δόγματος ἢ τῶν ἠθῶν, δὲν ἀνήκουσιν εἰς ἡμᾶς» (σ. [7]). Ποιοι είμαστε «ἡμεῖς» και ποιος ο σκοπός το δηλώνει ρητώς: Αποδέκτης του έργου του είναι η «ὁμογενὴς νεολαία» (σ. [5]), «ἡ γλυκεία ἐλπὶς τῆς ἐνδόξου ἡμῶν πατρίδος» (σ. [8]), και ο σκοπός του είναι να χορηγήσει «τὰ μέσα τῆς ἠθικῆς τελειοποιήσεώς [της]» (σ. [5]). Πρόκειται για μια ηθική τελειοποίηση που αποβλέπει εντέλει στην πατρίδα, της οποίας ελπίδα είναι η νεολαία.[8] Η πατρική-υιική σχέση εντάσσεται επίσης στο ίδιο ευρύτερο σχήμα, το οποίο έχει ως τέλος και σκοπό την πατρίδα και την κοινωνία που σχηματίζεται εντός των ορίων της, αφήνοντας ταυτόχρονα ανοιχτό τον ορίζοντα για την κατανόησή της και εντός της ευρύτερης ανθρώπινης κοινότητας, του συνόλου των κατά χώρα και έθνος κοινωνιών, θέτοντας ως πρώτη αρχή την ελευθερία: «Ὁ ἀνελεύθερος, ὁ φθονερός, ὁ θηριώδης πατριωτισμὸς δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ κακία».
Σταύρος Γριμάνης
ΙΠΑ / ΜΙΕΤ
[1] Aldo A. Mola, Silvio Pellico. Carbonaro, cristiano e profeta della nuova Europa, Μιλάνο 2005. Egidio Bellorini, λ. «Pellico, Silvio», Enciclopedia Italiana (1935): https://www.treccani.it/enciclopedia/silvio-pellico_(Enciclopedia-Italiana)/
[2] «Pellico, Silvio», Encyclopaedia Brittanica, τ. 21 (1911): https://en.wikisource.org/wiki/1911_Encyclop%C3%A6dia_Britannica/Pellico,_Silvio
[3] Ines di Salvo, «Percorsi ideologici. Le traduzioni neogreche da Francesco Soave (1804-1875)», στο Mario Vitti (επιμ.), Testi letterari italiani tradotti in greco (dal ’500 ad oggi). Atti del IV Convegno di Studi Neogreci (Viterbo 20–22 maggio 1993), Messina 1994, 189–202.
[4] Anna Tabaki / Alexandra Sphini, «Typologie des manuels d’éthique et de comportement en langue grecque vers la fin du XVIIIe siècle: L’évolution du genre reflet du processus de modernisation du Sud-Est Européen», Revue des Études Sud-Est Europeennes 30 (1992), 253–268. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 2002, 38–40 και 252–253. Πρβλ. Νικόλαος Μαυροκορδάτος, Περί καθηκόντων βίβλος, επιμ. Λάμπρος Καμπερίδης, Αθήνα 2014.
[5] Emi Vaïcoussi, «Traités de convenance et formation du comportement des jeunes dans la société grecque (XVIIIe & XIXe siècles)», στο Historicité de l’enfance et de la jeunesse. Actes du Colloque international, Athenes, 1–5 Octobre 1984, Αθήνα 1986, 289–301. Άννα Ταμπάκη, Ιστορία και θεωρία της μετάφρασης. 18ος αιώνας – Ο Διαφωτισμός, Αθήνα 1995, 59 κ.ε. Αλεξάνδρα Σφοίνη, Ξένοι συγγραφείς μεταφρασμένοι στα Ελληνικά, 1700–1832. Ιστορική προσέγγιση του ελληνικού μεταφραστικού φαινομένου, Αθήνα 2019, 123 κ.ε.
[6] Για τον εθνικισμό την περίοδο του Διαφωτισμού, βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα 1996, 381 κ.εξ..
[7] Ιωσήφ Δε-Κιγάλλας, Σχεδίασμα κατόπτρου της νεοελληνικής φιλολογίας, Ερμούπολη 1846, 84 (αρ. 486).
[8] Για την έννοια της πατρίδας, βλ. Alexandra Sfini, «De l’Empire ottoman à l’État grec: la formation du vocabulaire politique», στο Radoslav Katičić (επιμ.), ‘Herrschaft’ und ‘Staat’. Untersuchungen zum Zivilisationswortschatz im südosteuropäischen Raum 1840–1870. Eine erste Bilanz, Βιέννη 2004, 173–182.
Σχετικές εκδόσεις:
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Στην πραγματεία Περί καθηκόντων βίβλος, που εκδόθηκε στο Βουκουρέστι το 1719, η επιρροή της κλασικής ηθικής φιλοσοφίας είναι έκδηλη. Ο συγγραφέας ακολουθεί τόσο τον Κικέρωνα όσο και τον Αριστοτέλη στην προσπάθειά του να σκιαγραφήσει ένα πρότυπο ενάρετης συμπεριφοράς και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο αριστοτελικός πολίτης εφοδιάζεται με χριστιανικές αρετές και η παραδοσιακή χριστιανική ηθική εμπλουτίζεται ενσωματώνοντας κλασικές αξίες. Η πραγματεία δίνει κατά πρώτο λόγο έμφαση στον ορθό λόγο, ως το προσδιοριστικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Το κεντρικό και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην εξέταση του ανθρώπου ως λογικού, κοινωνικού και πολιτικού όντος. Η γενναιότητα, η φρόνηση και η δικαιοσύνη (η ύψιστη των αρετών), η εγκράτεια και η γενναιοδωρία εξαίρονται όπως αρμόζει και προκρίνονται πλάι στις θεμελιώδεις θεολογικές αρετές της πίστης, της ελπίδας και της ευσπλαχνίας. Αυτά είναι τα καθήκοντα του έλλογου όντος στην πολιτική κοινωνία. Συνθέτουν επίσης το ηθικό πρότυπο του ενάρετου κυβερνήτη.
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Η μελέτη αυτή επιχειρεί σφαιρικά τη θεώρηση των ιδεών του Διαφωτισμού, όπως προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας και παιδείας και εκφράστηκαν στα κείμενα της λόγιας ελληνικής γραμματείας. Στο επίκεντρο των αναλύσεων αυτών βρίσκεται η εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών ιδεών. Οι ερμηνείες που προτείνονται παρουσιάζουν τον Διαφωτισμό ως κριτική θεώρηση της ελληνικής κοινωνίας και της πνευματικής της παράδοσης. Στην εργασία ακολουθείται η συνθετική μέθοδος, η οποία προσπαθεί να εντάξει τις ιδεολογικές εκδηλώσεις στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Συγχρόνως είναι και συγκριτική, με συστηματικές αναφορές στο περίγραμμα της ευρωπαϊκής παιδείας και πολιτικής σκέψης.