Το 1924 ο Βενιζέλος εγκατέλειπε την Ελλάδα και την πολιτική κι έφευγε για το Παρίσι, ενώ τότε καταργείται η βασιλεία και ανακηρύσσεται η Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία. Στη Σοβιετική Ένωση πεθαίνει ο Λένιν και ο Στάλιν ανακηρύσσεται νέος ηγέτης, ο Χίτλερ γράφει στη φυλακή το βιβλίο του «Ο αγώνας μου», ο Κεμάλ στην Τουρκία καταργεί τους χαλίφηδες, την πολυγαμία και το χαρέμι, το αντρικό φέσι και τη διδασκαλία των θρησκευτικών αποβλέποντας στον εξευρωπαϊσμό της χώρας. Ο Κάσδαγλης, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία και τα Δωδεκάνησα, ζει τα παιδικά του χρόνια στην Κω, που βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή κι όπου ήδη από το 1914 κατέφευγαν πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες. Έφυγε αποκεί αμέσως μετά το σεισμό τού 1933. Η οικογένειά του πρώτα εγκαθίσταται στη Ρόδο, και ύστερα στην Αθήνα όπου ο νεαρός Εμμανουήλ σπουδάζει οικονομικές επιστήμες. Στα είκοσι τρία του χρόνια βρίσκεται κιόλας διορισμένος στην Εθνική Τράπεζα. Δεν γνώριζε βέβαια ότι η ΕΤΕ θα γινόταν το τυχερό του πεπρωμένο που θα στέγαζε την πολύπτυχη προσωπικότητα του συγκεράζοντας τις αντινομίες των ενδιαφερόντων του: της λογιοσύνης, της τέχνης, των οικονομικών γνώσεων, της διαχείρισης πολιτιστικών δράσεων, της λογοτεχνίας.
Λίγο μετά το θάνατό του στις 12 Μαρτίου 1998 –ήταν εβδομήντα τεσσάρων χρόνων–, τον Ιούνιο τυπώνεται η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Ιστορίες πριν από το σεισμό. Στα στερνά του, αντιμέτωπος με την αρρώστια και τις νοσηλείες, μην μπορώντας πια να ασκήσει τα καθήκοντά του μήτε ως επιμελητής εκδόσεων μήτε ως διευθυντής του ΜΙΕΤ, είχε βυθιστεί στη μακρινή δεκαετία τού 1920-1930, στις μνήμες από την Κω και στην παιδική ηλικία γράφοντας για τον μαγικό κόσμο του μυθικού νησιού του, για όλα εκείνα που «τα πήρε ο άνεμος του Χρόνου» (σ. 39): τα είχε πάρει εκείνο το μυστηριώδες βαθύ βουητό του σεισμού, μια συμπαντική τρομακτική δόνηση.
Σαλπάραμε πριν καλά φωτίσει, σε μια θάλασσα σκοτεινή κι επίφοβη. Ο αέρας σφύριζε απειλητικά στα ξάρτια, νομίζαμε πως ακούγαμε φωνές πνιγμένων, σκοτωμένων ή δυσοίωνους χρησμούς. […] Αλλά την Κω δεν την ξανάδα όπως την άφησα. Την κράτησα βαθιά μέσα μου, όπως τη θυμόμουν και την αγάπησα – απείραχτη ή κατεστραμμένη: μήτρα ιερή, αξία της καρδιάς, μέτρο ζωής! (Ιστορίες πριν από το σεισμό, σ. 76)
Το 2008, δέκα χρόνια από το θάνατό του και την έκδοση του 1998, ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Σπύρος Τσακνιάς θα τιμήσει τη μνήμη τού Κάσδαγλη και τα «χρόνια της αθωότητάς» του στην Κω, που ο ηλικιωμένος συγγραφέας τα είχε ξαναζήσει ως αντίσταση στην τελική του έξοδο.
Ο Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης δεν διεκδίκησε ποτέ το status του λογοτέχνη. Υπηρέτησε τη λογοτεχνία με ποικίλους τρόπους, κυρίως με τις υποδειγματικές του επιμέλειες βιβλίων και με την προσήλωσή του σε μια αυστηρή αισθητική της τυπογραφίας, την οποία και καθιέρωσε ως ύψιστο πρότυπο για νεότερους εκδότες και επιμελητές. Όσοι είχαμε το προνόμιο να τον συναναστρεφόμαστε, τον θεωρούσαμε, αυτονόητα σχεδόν, λογοτέχνη. Ο Λούλης, όπως τον φωνάζαμε, εισέπνεε και απέπνεε λογοτεχνία με όλους τους πόρους της ύπαρξής του, κάθε στιγμή. Τα προσωπικά του γραπτά, στα οποία κατέφευγε σε στιγμές μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης, στιγμές που έκλεβε από τις άλλες εργασίες του, στις οποίες ήταν αφοσιωμένος με παθολογική σχεδόν αυτοπειθαρχία, είναι λιγοστά. Εκτός από τις μονογραφίες του, Το αγλαότεχνο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου και Γιάννης Κεφαλληνός, ο χαράκτης, που εκδόθηκαν το 1991 και που θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε φόρο τιμής στους δασκάλους από τους οποίους διδάχτηκε την υψηλή τέχνη της τυπογραφίας, δεν μας είχε δώσει παρά μόνο την ποιητική συλλογή Εμβόλιμα (1975). Και ίσως να μη μας είχε αφήσει τίποτε άλλο, αν ο θάνατος δεν τον επίεζε να διαβεί το «αδιάβατο χαντάκι ανάμεσα στο τώρα και το χτες», όπως λέει ο ίδιος σε ένα στίχο του. («Τα χρόνια της αθωότητας», Το Βήμα, 24/11/2008)
Ο Κάσδαγλης, αφού υπηρέτησε για αρκετά χρόνια, και με διαφορετικές αρμοδιότητες κάθε φορά, στην Εθνική Τράπεζα, το 1966 ίδρυσε, χάρη στην υποστήριξη του κεντρώου πολιτικού Γεωργίου Μαύρου, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Έχοντας παραμείνει σε καθεστώς υπηρεσιακής στασιμότητας μέχρι το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, με την επάνοδο της δημοκρατίας το 1974 δραστηριοποιείται ξανά στο πολιτιστικό έργο της Τράπεζας και όχι μόνο, συμμετέχει στην ίδρυση του περιώνυμου Ιστορικού Αρχείου της, ώσπου, από τη θέση του διευθυντή, αφοσιώνεται αποκλειστικά και ολόψυχα στο πολύπλευρο έργο του ΜΙΕΤ και κυρίως στις αγαπημένες του εκδόσεις σπουδαίων τίτλων βιβλίων. Κοντά του έχει ένα εκλεκτό πάντα επιτελείο από πανεπιστημιακούς καθηγητές, φιλολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους, αλλά και ζωγράφους, ανθρώπους του θεάτρου, λογοτέχνες, όλους στην υπηρεσία των ανθρωπιστικών σπουδών και των τεχνών. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά μιλούν ακριβώς για την αυστηρότητά του, την πειθαρχία, την εγκράτεια, την αξία του απόλυτου που τον καθόριζε. Όσοι δεν τον γνωρίσαμε διδαχτήκαμε από τους μαθητές του, εκείνους που πατώντας στα βήματά του μετέδωσαν σε εμάς την παράδοσή του και τα πρότυπά του. Το 2004 εκδόθηκε από το ΜΙΕΤ η συλλογή κειμένων του με τον ροϊδικό τίτλο Σκαλαθύρματα: κείμενα για την τυπογραφία, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, τη χαρακτική, τη ζωγραφική. Εδώ ο Κάσδαγλης αυτοσυστήνεται μέσα από τις μεγάλες του αγάπες –την τυπογραφία και την εκδοτική επιμέλεια, την κατασκευή δηλαδή του βιβλίου– και μέσα από το θαυμασμό που τρέφει για καλλιτέχνες και ποιητές, πνευματικούς συνοδοιπόρους του, με πρώτους τον Γιάννη Κεφαλληνό και τον Παντελή Πρεβελάκη, αλλά και τον Σεφέρη, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, τον Κύπριο χαράκτη Τηλέμαχο Κάνθο, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον ζωγράφο Διαμάντη Διαμαντόπουλο. Μπροστά σε αυτούς τους καταξιωμένους εργάτες του λόγου και της τέχνης, ο ίδιος περιέγραφε την ταπεινή μαστορική του, δεν θα έλεγα με ανυπόκριτη μετριοφροσύνη, που δεν του έλειπε, αλλά με μεγάλη τρυφερότητα:
Είμαι κι εγώ ένας εργάτης του Γουτεμβέργιου, που πέρασε ατελείωτες ώρες σε σκοτεινά υπόγεια ή μισοφωτισμένα πατάρια, σκυμμένος απάνω σε δοκίμια που δεν είχαν ακόμα στεγνώσει, ή όρθιος δίπλα στον στοιχειοθέτη καθοδηγώντας τον να κάνει τούτη ή την άλλη διόρθωση, κι εκείνος μάζευε από την ξύλινη κάσα τα στοιχεία κι άλλαζε με το τσιμπιδάκι τα λαθεμένα, με χέρια μαυρισμένα από το μελάνι και πλεμόνια γεμάτα αντιμόνιο. (Σκαλαθύρματα, σ. 11-12)
Αν υπάρχει κάτι κοινό στα Σκαλαθύρματα του Ροΐδη και στα ομώνυμα του Κάσδαγλη –εκτός από τον τίτλο των δύο βιβλίων– είναι μια χροιά ειρωνείας στην αίσθηση της μετριοφροσύνης. Θυμίζω τη ροΐδεια φράση: «Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του· η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Ελβετία τους περιηγητάς και η Ελλάς την Μεγάλην Ιδέαν». Ο Κάσδαγλης θα πρέπει να απεχθανόταν τη «Μεγάλη Ιδέα» του έθνους όσο και τη μεγάλη ιδέα που τρέφει κανείς για τον εαυτό του. Φυσικά η ταπεινή τέχνη του τυπογράφου, για τον Κάσδαγλη, δεν έπαυε να είναι η «υψηλή τέχνη του Γουτεμβέργιου». Την εποχή που ο ίδιος άφηνε τον κόσμο τούτο, στην εκπνοή του αιώνα του, η τυπογραφία είχε πια περάσει στην ψηφιακή τεχνολογία με τους υπολογιστές και το ηλεκτρονικό μοντάζ, στην «εξάπλωσή της σε ευρύτερες μάζες και στην ακόρεστη αδηφαγία των ταχυπιεστηρίων που δεν ανέχονταν εκλεπτυσμένες επεξεργασίες» (σ. 29). Εκείνος είχε γνωρίσει μόνο τους κόπους της μονοτυπίας και του τσίγκου, και την κατοπινή φωτοσύνθεση. Την ίδια μοιραία έκπτωση φοβόταν ότι θα συναντούσε και το κατά τα άλλα απολύτως αναγκαίο επάγγελμα του γλωσσικού, τυπογραφικού επιμελητή, του σεμνού, λεπταίσθητου εκείνου διαμεσολαβητή μεταξύ ενός συγγραφέα ή μεταφραστή και του στοιχειοθέτη-τυπογράφου. Ο διχασμός των ανθρώπων ανάμεσα στην καθαρεύουσα που διάβαζαν και στη δημοτική που μιλούσαν, έλεγε ο Κάσδαγλης, είχε ως αποτέλεσμα την ελλιπή γνώση και των δύο γλωσσών. Ένας τέτοιος λοιπόν εξειδικευμένος επιμελητής ήταν απαραίτητος για να εξασφαλίζεται στην έκδοση ομοιογένεια και ακριβολογία – προπάντων χωρίς δογματισμό μήτε φιλόδοξες υπερβολές στη διόρθωση, αλλά με σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Σε αυτόγραφο σημείωμά του με τον τίτλο «Απόλογος απόμαχου διορθωτή», του 1995, έγραφε:
Δεν αποζήτησα πολλές χαρές. Αρκέστηκα στον περιορισμένο χώρο ενός βιβλίου. Όχι πάντα τον ίδιο. Το βιβλίο άλλαζε, στα στοιχεία, το μέγεθος, σχήμα 8ο ή 16ο, άλλαζε και το περιεχόμενο. Αλλά εγώ είχα πάντα να παλέψω με το άσπρο και το μαύρο, και μέσα στις σελίδες του ν’ ανακαλύψω τον κόσμο και τον εαυτό μου. Πέρασαν τα χρόνια, τα μάτια μου αδυνάτισαν. […] Τα πάντα ένα ανοιχτό βιβλίο μ’ άγραφο χαρτί κι εγώ καλούμαι να το γράψω. Όμως την τέχνη αυτή την ξέμαθα. Έμαθα μόνο να διορθώνω τα λάθη άλλων, τα λάθη του τυπογράφου, όταν ο δαίμονας έχει τον πρώτο λόγο. Και τώρα αδύναμος, το μόνο που μπορώ είναι να ξεφυλλίζω τα παλιά βιβλία που επιμελήθηκα. Αυτή ήταν η ζωή μου, ταπεινή κι άχρωμη, με μότο άλλοις υπηρετών αναλίσκομαι. (Σκαλαθύρματα, σ. 191)
Λένε ότι η αναγνώριση της ήττας μας είναι, στην πραγματικότητα, ο θρίαμβός μας. Αλλά η αρρώστια κι ο θάνατος δεν είναι ήττα. Δεν είναι ήττα η θνητότητα. Εδώ ο Κάσδαγλης, ως συγγραφέας, παραβλέπει ή μειώνει τα βιβλία που ωστόσο κατάφερε να γράψει, γιατί απλούστατα ποτέ δεν αρκεί, η γραφή πάντα σε καλεί. Ως «εργάτης του Γουτεμβέργιου», όμως, ο αγώνας του ήταν αδιάλειπτος κι επίμονος: επέβαλε ακριβώς τη μελέτη πάνω στα πρότυπα των παλαιών υποδειγματικών εκδόσεων, διαμόρφωσε το ήθος και τη στάση απέναντι στο βιβλίο και τη γραφή, έδειξε ότι η εκδοτική φροντίδα δεν είναι μόνο χειρωνακτική εργασία, αλλά παιδεία, βαθιά γνώση, καλαισθησία, σεβασμός. Αξίες ακόμη πιο χρήσιμες σήμερα στην ψηφιακή εποχή των αυτοματοποιημένων μηχανοχειριστών, όπου ναι μεν οι γραφιστικές τέχνες μπορούν να παράγουν θαυμάσιες δημιουργίες, αλλά η απίστευτη ευκολία και βιασύνη των αποτελεσμάτων φθείρουν υπογείως τα ήθη και τις συμπεριφορές, όπως άλλωστε και η αυτοπεποίθηση που μπορεί να είναι καταστροφική όταν δεν υπάρχει αυτογνωσία. Ο Κάσδαγλης, ως δάσκαλος των τυπογραφικών επιμελητών, είχε τη γενναιοδωρία να μας γνωρίσει τον άνθρωπο στον οποίο ο ίδιος μαθήτευσε, ανασύροντας από τη λήθη ένα πρότυπο που, όπως πίστευε, άξιζε να προβληθεί στην εποχή του, και μάλλον ακόμη περισσότερο αξίζει να θυμηθούμε το παράδειγμά του και στη δική μας. Μας γνώρισε τον «Σιωπηλό», καθώς τον αποκαλούσε ο Πρεβελάκης, «την όμορφη και πικραμένη μορφή του Γιάννη Κεφαλληνού».
Ο Κεφαλληνός, χωρίς να το ξέρει, στάθηκε ο πρώτος μου δάσκαλος στην τυπογραφία. Ωστόσο από κοντά τον γνώρισα αργότερα, στα 1954, όταν ο Πρεβελάκης μού εμπιστεύθηκε την επιμέλεια της τραγωδίας του Ο Λάζαρος. Για υπόδειγμα χρησιμοποιούσα μακέτα του Κεφαλληνού. Το βιβλίο προχωρούσε ασκόνταφτα, κι όπου έφτανα σε κάποια ιδιοτυπία που απαιτούσε παρέμβαση του δασκάλου, κατέφευγα στο Εργαστήριο του Κεφαλληνού στη Σχολή Καλών Τεχνών, να ζητήσω τη συμβουλή του. Εκείνος δεν έλεγε τίποτα, έπαιρνε τα τυπογραφικά δοκίμια με τις προβληματικές σελίδες, και την άλλη μέρα μού τις επέστρεφε με τις δικές του μακέτες, καμωμένες με μολύβι αλλά με τέτοια ακρίβεια, που έμοιαζαν τυπωμένες. Παρά το θαυμασμό που του είχα, κάποτε τολμούσα να συζητάω τις λύσεις που πρότεινε ή και να προβάλλω –δειλά είν’ αλήθεια– ενστάσεις. Εκείνος μειλίχιος, έδινε εξηγήσεις, που ήταν πάντα αποστομωτικές. (Το αγλαότεχνο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου, σ. 56-57)
Στις τέχνες μαθητεύεις πάντα κοντά σε κάποιον δάσκαλο. Αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία για τον μαθητή να ξέρει σε ποιον μαθήτευσε ο ίδιος ο δάσκαλος που υπήρξε γι’ αυτόν το πρότυπο του, γιατί έτσι τον γνωρίζει καλύτερα. Ο Κάσδαγλης μάς έδωσε μια πλούσια (550 σελ.), υποδειγματική και σπάνια βιογραφία του χαράκτη, του σχεδιαστή βιβλίων και καθηγητή, ενός ανθρώπου του οποίου το έργο ήταν σχεδόν άγνωστο ώς το θάνατό του – μας ήταν οικεία η χαλκογραφία με το πορτρέτο του Κ. Π. Καβάφη (1921), αλλά κι αυτήν ελάχιστοι ήξεραν ποιος την είχε φιλοτεχνήσει. Παράλληλα με τη βιογραφία, ο Κάσδαγλης μάς παρέδωσε κι έναν πολύτιμο συγκεντρωτικό τόμο με την Αλληλογραφία (1913-1952) και τα Κείμενα του καλλιτέχνη δασκάλου του. Ο Αλεξανδρινός Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957), αφού έζησε και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, στη Γάνδη και στο Παρίσι, το 1930 ήρθε στην Αθήνα, και τριάντα έξι χρονών ανέλαβε το νεοσύστατο Εργαστήριο Χαρακτικής στην ΑΣΚΤ, όπου δίδαξε ξυλογραφία, χαλκογραφία, λιθογραφία, τέχνες πολύ κοντινές στην τυπογραφία. Ο Κάσδαγλης έγραψε τη βιογραφία του Κεφαλληνού για να πείσει, όπως λέει, τον αναγνώστη ότι ο καλλιτέχνης αυτός υπήρξε αντάξιος της μυθικής εικόνας που άφησε στους μαθητές του – αυτοί τουλάχιστον τον γνώριζαν αρκετά, έστω και στη σκιά της γοητείας που τους ασκούσε η φυσική του παρουσία. Ίσως να μη γνώριζαν, όμως, κάτι που διαισθανόταν και εκτιμούσε πολύ ο συγγραφέας της μονογραφίας για τον «Σιωπηλό», ότι πιθανόν ο Κεφαλληνός, με τη διδασκαλία του, να οδήγησε μεν σε άνθιση τη χαρακτική τέχνη στην Ελλάδα, θυσιάζοντας ωστόσο την προσωπική του δημιουργία. Μια μύχια αλήθεια που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ταίριαζε στον ίδιο τον Κάσδαγλη όσον αφορά την ολόπλευρη συμβολή του στην αισθητική της τυπογραφίας και της εκδοτικής επιμέλειας. Έναν παρόμοιο απολογισμό έχει κάνει, παραδόξως, και ο παλαίμαχος γλύπτης Γιάννης Παππάς (1913-2005), επίσης καθηγητής και διευθυντής σπουδών στην ΑΣΚΤ, μετά το 1953, και με σπουδαίο δημιουργικό έργο στο ενεργητικό του: «Είχα υποχρέωση να είμαι πάντα στη διάθεση των σπουδαστών, αυστηρά συνεπής απέναντι στην πολιτεία και τους συναδέλφους μου, έτοιμος ν’ αφήσω τα δικά μου για υποθέσεις τρίτων. Ήμουν υπερβολικός, και όλα τα “πρέπει” που επέβαλλα στον εαυτό μου ήταν συχνά ανώφελα και χρονοβόρα. Απερίσκεπτα ξόδεψα χρόνο και δυνάμεις που ανήκαν στην τέχνη». (Είκοσι τέσσερις γλύπτες τιμούν τον δάσκαλό τους, σ. 13-14) Το κοινό σημείο των τριών είναι ότι υπήρξαν, για τους επιγόνους τους, πρότυπα ακέραιου ήθους στην τέχνη τους αλλά και στον επαγγελματικό τους βίο, ίδιον του παλιού καιρού, που μάλλον σπανίζει πλέον στην ταχύρρυθμη, πολυδαίδαλη και ακατάσχετα εξωστρεφή εποχή μας.
Ο ίδιος [ο Κεφαλληνός] επέλεξε συμπτωματικά ως έμβλημα της ζωής του το ρητό του Βαβρία «Φαίνε και σίγα». Μια βαθύτερη, σχεδόν ενστικτώδης στάση τον εμπόδιζε όχι πια να προβάλλει την εργασία του, αλλά ούτε καν να επιζητεί να την παρουσιάσει. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο που είχε εικονογραφήσει (1923), σε ηλικία είκοσι εννέα ετών, η φυσική του αντίδραση [σε επιστολή στη μητέρα του] ήταν: «Θεέ μου, κάνε ό,τι κάμνω να είναι πολύ ωραία και να είμαι πάντα άγνωστος» Μόνο δύο ολοκληρωμένες εργασίες του δέχτηκε να παρουσιάσει στο κοινό: Το Παγώνι (1946) και τις Ληκύθους (1956). Εκλεκτικές συγγένειες με τον Σολωμό, ή ανεξήγητη σεμνότητα; (Γιάννης Κεφαλληνός, ο χαράκτης, σ. 8).
Δεν είναι λοιπόν απολύτως ανεξήγητη η λησμοσύνη και η σιωπή που κάλυψε τον καλλιτέχνη και το έργο του. Η προσπάθεια του Κάσδαγλη που, με την ευαισθησία του, επιδίωξε να τον βγάλει από την αφάνεια, υπήρξε πολύμοχθη και κράτησε 30 χρόνια. Ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατό του, το 1958, και το 1990 επανεκδίδεται με δική του φροντίδα το αλησμόνητο Παγώνι (κείμενο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, εικονογράφηση Γ. Κεφαλληνός), ενώ η βιογραφία και η Αλληλογραφία μαζί με τα Κείμενα τού χαράκτη τυπώνονται το 1991, και τα τρία βιβλία από το ΜΙΕΤ. Κάθε ενέργεια του Κεφαλληνού ήταν μια πρόκληση να υπερβεί καταστάσεις που φαίνονταν ανυπέρβλητες. Η απέραντη υπομονή με την οποία ο χαράκτης σκάλιζε τα ξύλα του, αναζητώντας «μια τελειότητα ξεχασμένη στην εποχή μας», όπλισε κι ενδυνάμωσε το κουράγιο του βιογράφου του να ανασκαλέψει κιτάπια, μνήμες πολλών ανθρώπων και σκονισμένα αρχεία προκειμένου να ξαναζωντανέψει τη ζωή και τα πεπραγμένα του Αλεξανδρινού. Κι ενώ στα εκατοντάδες βιβλία που είχε επιμεληθεί ο Κάσδαγλης, το όνομά του τιμά, πλάι σε εκείνο του τυπογράφου, τον κολοφώνα τους, στη βιογραφία του επιφανούς χαράκτη βρίσκεται στη σελίδα τίτλου ως συγγραφέας του. Όλο το έργο του Κάσδαγλη, συγγραφικό, εκδοτικό και διοικητικό, ήταν πράξη αγάπης.
Μαρία Στεφανοπούλου
Επιμελήτρια Εκδόσεων του ΜΙΕΤ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, Σκαλαθύρματα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
• Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, Γιάννης Κεφαλληνός ο χαράκτης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991.
• Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, Το αγλαότεχνο τυπογραφείο των Αδελφών Ταρουσόπουλου, Άγρα, Αθήνα 1990.
• Ε. Χ. Κάσδαγλης, Ιστορίες από το σεισμό, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998.
• Γιάννης Κεφαλληνός, Αλληλογραφία (1913-1952), Κείμενα, συναγωγή-επιμέλεια Ε.Χ. Κάσδαγλης, ΜΙΕΤ, 1991
• Είκοσι τέσσερις γλύπτες τιμούν το δάσκαλό τους. Αφιέρωμα στον γλύπτη Γιάννη Παππά, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002
• Εμμανουήλ Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, επιμ. Άλκης Αγγέλου, Εστία, Αθήνα 2005