Δωρεάν μεταφορικά από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

Το οικονομικό κόστος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου για την Ελλάδα

Ο βιβλιοσκώληξ
Το οικονομικό κόστος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου για την Ελλάδα

Με αφορμή την επέτειο της έναρξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της πρώτης παγκόσμιας σύγκρουσης του 20ού αιώνα, θυμόμαστε το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ (Mark Mazower) «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Mεσοπολέμου», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ το 2002. Ο Μαζάουερ στο έργο αυτό μελετά την οικονομική ιστορία της Ελλάδας και τη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, εστιάζοντας στην κληρονομιά των πολέμων της περιόδου 1912–1922 και χαρτογραφώντας το πλέγμα των κυρίαρχων συμφερόντων και ιδεών, αλλά και των εδαφικών και δημογραφικών μεταβολών που επήλθαν. Αποδύεται ιδιαιτέρως σε μια πολυπαραγοντική ανάλυση του ζητήματος της αυτάρκειας της χώρας, επικεντρωμένη στο δίπολο γεωργία–βιομηχανία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Στόχος του Μαζάουερ είναι να δείξει πώς και γιατί η Ελλάδα αναγκάστηκε να πάψει να στηρίζεται στις αγροτικές εξαγωγές και τα εμβάσματα και να στραφεί σε μια πολιτική αυτάρκους ανάπτυξης θεμελιωμένης σε εγχώριους πόρους, αλλά και στο δανεισμό.

[…] Από χρηματοπιστωτική σκοπιά μπορούμε να χωρίσουμε τη δεκαετία 1912–1922 σε δύο μέρη: Το πρώτο περιλαμβάνει τα χρόνια μέχρι το 1920, όταν η αξία της δραχμής παρέμενε στο άρτιο και το κόστος του πολέμου αντιμετωπιζόταν κυρίως μέσω δανείων τα οποία συγκεντρώνονταν με δημόσιες εγγραφές στο εσωτερικό ή μέσω του εξωτερικού δανεισμού. […] Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι άσκησαν πίεση στα δημόσια οικονομικά, ήταν όμως μια πίεση την οποία μπορούσε να αντέξει η Ελλάδα. Μέσω της Εθνικής Τράπεζας η κυβέρνηση κατόρθωσε να βρει δάνεια από το εξωτερικό, κυρίως από το Παρίσι, ούτως ώστε να εκκαθαρίσει τα χρέη που είχε δημιουργήσει κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.

 

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η δραχμή ανταλλασσόταν στο άρτιο και η χώρα απολάμβανε σταθερές χρηματοπιστωτικές συνθήκες στο εσωτερικό. Πράγματι η κυβέρνηση Βενιζέλου θεώρησε το 1914 «μεταπολεμικό» έτος, επεκτείνοντας τις δημόσιες υπηρεσίες στις Νέες Χώρες και παραχωρώντας φορολογικές ελαφρύνσεις, ώστε να πείσει τους κατοίκους για τα ευεργετήματα της ελληνικής κυριαρχίας. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, με τη συνηθισμένη αισιοδοξία του, φαίνεται πως θεωρούσε φυσικό ότι τα φορολογικά έσοδα από τις Νέες Χώρες θα αυξάνονταν καθώς θα αναπτυσσόταν η τοπική οικονομία.[1]

 

Ωστόσο, οι δαπάνες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έκαναν καταγέλαστες παρόμοιες αντιλήψεις. Η παρατεταμένη επιστράτευση του ελληνικού στρατού μετά το 1915, καθώς και το κόστος των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο πρόσθεσαν πρωτοφανή βάρη στους προϋπολογισμούς της πολεμικής περιόδου. Αξίζει να συγκρίνουμε τα 400 εκατομμύρια δραχμές που υπολογίζεται πως ήταν τα συνολικά στρατιωτικά έξοδα των δύο Βαλκανικών Πολέμων με τα 904 εκατομμύρια τα οποία ξοδεύτηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς μόνο το διάστημα 1916–1918. Η δομή της ελληνικής οικονομίας όμως έκανε δύσκολη την απότομη αύξηση των κρατικών εσόδων. Η εφαρμογή της άμεσης φορολογίας ήταν πολυδάπανη σε μια χώρα όπου ο κύριος όγκος του πληθυσμού ζούσε κοντά στο όριο της επιβίωσης διεσπαρμένος σε αγροτικές περιοχές. […] Επιπροσθέτως η μείωση του εμπορίου είχε συνεπιφέρει τη μείωση των εσόδων από τους εισαγωγικούς δασμούς, τα οποία υποδιπλασιάστηκαν μεταξύ 1911 και 1917. Από το 1915 ως το 1917 οι αλλεπάλληλες διαλύσεις της Βουλής και ο αναπτυσσόμενος Εθνικός Διχασμός εμπόδισαν να σχηματιστεί μια κυβέρνηση αρκετά ισχυρή ώστε να επιβάλει νέα φορολογικά μέτρα. Η ίδια πολιτική αναταραχή έκανε αδύνατη την εξεύρεση εσόδων μέσω του δημόσιου δανεισμού. Οι κυβερνήσεις στηρίζονταν σε προκαταβολές από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες τους παραχωρούνταν με εγγύηση τις πιστώσεις που υπόσχονταν οι ξένες Δυνάμεις – το 1915 η Αντάντ, ενώ το 1916 οι Κεντρικές Δυνάμεις μέσω του οίκου Μπλάιχραιντερ. Η όλη διαδικασία στηριζόταν στον κανονισμό του 1910, που επέτρεπε στην Εθνική Τράπεζα να εκδίδει χαρτονομίσματα με αντίκρισμα ξένο συνάλλαγμα. Μετά το 1916 όμως η εντεινόμενη πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας συνεπαγόταν πολύ βαρύτερες δανειακές ανάγκες.

 

[…] Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, ο προϋπολογισμός έγινε ελλειμματικός το έτος 1918–1919, για πρώτη φορά από την έναρξη των εχθροπραξιών. Αυτό ώθησε τις αρχές να προσφύγουν ξανά στις κεφαλαιαγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού. Οι διαπραγματεύσεις με τους συμμάχους κατέληξαν τον Φεβρουάριο του 1918 στην υπόσχεση της Μεγάλης Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Γαλλίας να προσφέρουν χρηματοπιστωτική βοήθεια στην Ελλάδα. Θα της παραχωρούσαν πιστώσεις προκειμένου να αντιμετωπίσει το κόστος των συμμαχικών στρατιωτικών δαπανών στη Μακεδονία.

 

[…] Μολονότι δεν διατέθηκαν αμέσως αυτές οι πιστώσεις, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τις θεώρησε ως αντίκρισμα για να εκδώσει χαρτονομίσματα αξίας 850 εκατομμυρίων δραχμών. Σύμφωνα με τη σύμβαση που σύνηψε με τους συμμάχους της στην Αντάντ, η Ελλάδα θα μπορούσε, έξι μήνες μετά το τέλος του πολέμου, να διεκδικήσει από αυτούς να της καταβάλουν το αντίκρισμα των δραχμικών ποσών που είχε προκαταβάλει.

 

Ωστόσο μέχρι το καλοκαίρι του 1920 το γαλλικό φράγκο είχε υποτιμηθεί έναντι της δραχμής, και, αν η Ελλάδα επέμενε να πληρωθεί σε φράγκα, θα ζημιωνόταν. Επιπλέον θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους Γάλλους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν χρηματοπιστωτικές δυσκολίες. Έτσι αναβλήθηκε ο διακανονισμός, και τον Νοέμβριο του 1920, όταν το κόμμα των Φιλελευθέρων έχασε τις εκλογές κι επέστρεψε στη χώρα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προλάβει να εισπράξουν τον κύριο όγκο των πιστώσεων που τους είχαν υποσχεθεί οι Δυνάμεις. Η επιστροφή του βασιλιά στο θρόνο προσέφερε στις Δυνάμεις της Αντάντ το πρόσχημα για να παρακρατήσουν οριστικά τα ποσά εκείνα, και, εκτός αυτού, οι δυτικοευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές παρέμειναν κλειστές για την Ελλάδα πολύ καιρό μετά την καταστροφή του 1922.

 

[…] Ο πόλεμος είχε τελειώσει, οι Έλληνες βρίσκονταν από τη μεριά των νικητών και τώρα προσδοκούσαν να αξιοποιήσουν τα κέρδη των Βαλκανικών Πολέμων, με τη βοήθεια της εμπνευσμένης διπλωματίας του Βενιζέλου στην Ειρηνευτική Συνδιάσκεψη του Παρισιού. Αργότερα ο εμπορικός ακόλουθος των ΗΠΑ θα σημείωνε πως η άφιξή του στην Αθήνα το 1919 «συνέπεσε με την περίοδο κατά την οποία η μεταπολεμική Ελλάδα απολάμβανε με απερίσκεπτη αισιοδοξία μια ευημερία χωρίς προηγούμενο».[2]

 

 

[1] Α. Ανδρέου, Η εξωτερική εμπορική πολιτική της Ελλάδος, 1830–1933, Αθήνα 1993, σ. 22–23.

[2] E.G. Mears, Greece Today: The aftermath of the Refuge Impact, Stanford, Cal. 1929, σ. 48.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ