Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Ήταν κόρη του κτηματία Γεωργίου Λεονάρδου και της Θεοδώρας Σαρλή και είχε τέσσερα αδέλφια (δύο αγόρια και δύο κορίτσια). Το 1936 γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη στη ζωγραφική και τον Γιάννη Κεφαλληνό στη χαρακτική. Στα χρόνια των σπουδών της εισχώρησε στην αριστερά και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση σπουδαστών της Σχολής στον «Παρνασσό» με έργα αντιπολεμικού και αντιφασιστικού περιεχομένου. Αποφοίτησε το 1940 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον Γιώργο Κατράκη, με τον οποίο απέκτησε το 1958 δύο παιδιά. Το 1956 είχε πραγματοποιήσει ήδη την πρώτη της ατομική έκθεση, στην Αίθουσα Ζαχαρίου, ενώ το 1958 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο χαρακτικής στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, καθώς και με το βραβείο premium στην Μπιενάλε του Λουγκάνο. Το 1966 απέσπασε το διεθνές βραβείο λιθογραφίας Tamarint στο πλαίσιο της Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967, την επόμενη μέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, η Κατράκη θα είναι από τους πρώτους που θα συλληφθούν. Εξορίζεται στη Γυάρο — ή τα Γιούρα, όπως αποκαλούσαν η χαράκτρια και οι συγκρατούμενοί της το ακατοίκητο αυτό νησί των Κυκλάδων. Το 1976 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Intergrafik σε διεθνή έκθεση γραφικών τεχνών στην Ανατολική Γερμανία. Το 1980 πραγματοποιείται αναδρομική της έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου. Διετέλεσε μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ) και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών. Απεβίωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 1988. Μετά το θάνατό της θα πραγματοποιηθούν αναδρομικές εκθέσεις της στην Γκαλερί Νέες Μορφές (1994), στην Πινακοθήκη Πιερίδη και στο Αιτωλικό (1998), στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (2010–2011) και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ (2013). Το 2006 εγκαινιάστηκε στο Αιτωλικό το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών και Μουσείο Βάσως Κατράκη», με έργα που κληροδότησε η οικογένειά της.
Το έργο της Βάσως Κατράκη από την περίοδο της εξορίας της στα «Γιούρα» αποτέλεσε τον ιστορικό πυρήνα της κεντρικής έκθεσης της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης – «Being as Communion». Παρουσιάστηκε στη Βίλα Καπαντζή, το παράρτημα του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης στη Θεσσαλονίκη και στο MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τον Μάρτιο του 2023.
Κάτω από συνθήκες εξορίας και σκληρής απομόνωσης η Κατράκη ζωγραφίζει τα βότσαλα που βρίσκει στην ακροθαλασσιά, χρησιμοποιώντας σαν ένα άτυπο εργαστήρι, σαν ένα αυτοσχέδιο ατελιέ ένα ερειπωμένο κτίριο.
Ο Τώνης Σπητέρης, σε δοκίμιό του για την Κατράκη, σχολιάζει ως εξής τη δραστηριότητα αυτή: «Μέσα στην απελπισία και την απόγνωση, η Κατράκη δεν έχασε το θάρρος της. Βρήκε διέξοδο για να ασκήσει το λειτούργημά της στα πρόχειρα υλικά που της πρόσφερε το περιβάλλον: τα βότσαλα που μπορούσε να βρει στην ακροθαλασσιά. Ήταν άλλωστε συγγενικό υλικό με τον ψαμμίτη λίθο των πετρογραφιών. Μ’ αυτά θα μεταδώσει τον πόνο και την απελπισία των ατελείωτων ημερών, αλλά και μηνύματα ελπίδας, τα όνειρά της για ένα καλύτερο μέλλον. Γιατί τα βότσαλα στις γιορτές ή σ’ άλλες περιστάσεις ταξίδευαν σαν ευχετήριες κάρτες, σταλμένες σε συγγενείς και φίλους από τη Βάσω ή από τους συγκρατούμενούς της. Η άψυχη και ουδέτερη πέτρα μεταμορφωνόταν με τις ζωγραφικές παραστάσεις σε εικονογραφικό λόγο».[1]
[1] Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά / Παναγιώτης Μπίκας / Χριστίνα Τσαγκάλια (επιμ.), Βάσω Κατράκη. Σε λευκό και μαύρο, Θεσσαλονίκη: Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ, 2013 [κατάλογος έκθεσης].