Quasi alterum Byzantium[1]
Στις 21 Νοεμβρίου κάθε έτους στη Βενετία γιορτάζεται με λαμπρότητα η γιορτή της Santa Maria della Salute. Καθιερωμένη το 1631, μετά από μια καταστροφική επιδημία πανώλης, που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 47.000 κατοίκους της πόλης και συνολικά 100.000 στα εδάφη του βενετικού κράτους,[2] η γιορτή είχε ως αφορμή ένα τάμα που έκανε ο Βενετός Δόγης στην Παναγία με σκοπό τη σωτηρία της πόλης: την ανέγερση ενός ναού στο όνομά της, σε ανάμνηση της σωτηρίας της πόλης από το λοιμό. Στο κεντρικό παρεκκλήσιο του ναού δεσπόζει σήμερα μια εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας. Μεταφερμένη από την Κρήτη στη Βενετία το 1669, μετά την απώλεια του Χάνδακα, η Μεσοπαντίτισσα είναι μια βυζαντινή εικόνα του τύπου της Οδηγήτριας, η οποία αποτελούσε το παλλάδιο του μητροπολιτικού ναού του Χάνδακα τα χρόνια της Ενετοκρατίας.[3] Από το ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, όπου είχε αρχικά αποτεθεί, η εικόνα μεταφέρθηκε τιμητικά στο ναό της Madonna della Salute, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, στο κέντρο των συνεχιζόμενων μέχρι σήμερα λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμή της Θεοτόκου σε ανάμνηση της σωτηρίας της πόλης από την πανώλη.[4]
Όπως σημειώνει η ακαδημαϊκός Χρύσα Μαλτέζου, και για μια δεκαπενταετία σχεδόν διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, η κίνηση αυτή των Βενετών εντάσσεται σε μια σειρά πρακτικών «που έχουν σχέση με την οικειοποίηση από την πλευρά της Βενετίας βυζαντινών παραδόσεων και θρησκευτικών συμβόλων». Η πρακτικές αυτές εξάλλου είχαν το αντίστοιχό της σε μια σειρά αντίστροφων συμπεριφορών εκ μέρους των Ελλήνων, οι οποίοι έκαναν τη Βενετία δεύτερη πατρίδα τους μετά την πτώση του Βυζαντίου: «Στα μάτια των υπόδουλων Ελλήνων η Γαληνοτάτη παρουσιαζόταν ως η μόνη πολιτειακή δύναμη που μπορούσε να γίνει η πατρίδα την οποία αναζητούσε ο ελληνισμός της διασποράς μετά την καταστροφή του Βυζαντίου· μια πατρίδα που τα σύνορά της θα συνέπιπταν με τα σύνορα της παιδείας και του πολιτισμού».[5]
Η κίνηση των ελληνορθόδοξων προς τη Βενετία δεν ξεκινά βέβαια τα χρόνια μετά την πτώση του Βυζαντίου. Η Βενετία, μέρος του Βυζαντίου αρχικά, άσπονδος φίλος έπειτα και εχθρός αργότερα, υποδεχόταν ανθρώπους από τη μέρη της αυτοκρατορίας ως εμπόρους και ναυτικούς ήδη πριν από την πρώτη άλωση της Πόλης το 1204 —όταν η Βενετία έθεσε υπό τον έλεγχό της εδάφη της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας— και αργότερα στρατιώτες, τεχνίτες, λογίους και κληρικούς.[6]
Η ροή των ελληνορθόδοξων κατοίκων από τα εδάφη του Βυζαντίου εντάθηκε όμως ιδιαίτερα μετά την οριστική πτώση του και τη σταδιακή κατάληψη των περιοχών του που είχαν απομείνει υπό χριστιανικό έλεγχο. Η Βενετία, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης με το χώρο αυτό, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς από αυτούς. Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ελληνορθόδοξων στην πόλη δημιούργησε ζητήματα που αφορούσαν την καθημερινή κοινωνική ζωή τους, όπως αυτή εκφραζόταν στους γάμους, τις βαφτίσεις, τις κηδείες και τις πνευματικές τους ανάγκες. Κυρίαρχα στοιχεία στις προνεωτερικές κοινωνίες, στενά συνυφασμένα με την ίδια τη σύσταση σχέσεων, ομάδων και τελικά κοινοτήτων, οι θρησκευτικές τελετουργίες αποτελούσαν έναν θεμελιώδη συνδετικό κρίκο ανθρώπων προερχόμενων από διαφορετικούς τόπους (πατρίδες), με διαφορετικές διαλέκτους και προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες.[7] Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις τέσσερις δεκαετίες μετά την πτώση του Βυζαντίου οι ελληνορθόδοξοι της Βενετίας ζητούν από τη βενετική πολιτεία την άδεια ίδρυσης Αδελφότητας (Scuola/Nazione), στα πρότυπα των εθνικών Αδελφοτήτων που υπήρχαν ήδη στην πόλη (Δαλματοί, Αλβανοί) και σύμφωνα με τους κανονισμούς που επέτρεπε το νομικό και πολιτικό σύστημα της Γαληνοτάτης.[8]
Το 1498 αποκτούν την άδεια σύστασης Αδελφότητας, ενώ το 1511 παρέχεται από τη βενετική πολιτεία και η άδεια ίδρυσης ναού, στον οποίο θα μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σύμφωνα με το ελληνορθόδοξο τελετουργικό. Ο θαυμάσιος ναός, που στέκει μέχρι σήμερα στο Campo dei Greci, στην περιοχή του Castello, θεμελιώθηκε το 1539 και χρειάστηκε σχεδόν σαράντα χρόνια για να ολοκληρωθεί (1577).[9] Παράλληλα με το ναό, η Αδελφότητα, την ίδια περίπου εποχή, αποκτά πνευματικό επικεφαλής της έναν αρχιερέα. Πρόκειται για τον Γαβριήλ Σεβήρο (π. 1540–1616), μητροπολίτη Φιλαδελφείας, ο οποίος μετά από περιπέτειες βρέθηκε στη Βενετία και ανέλαβε το ρόλο του πνευματικού προϊσταμένου του ναού, ύστερα από πρόταση της Αδελφότητας και την έγκρισή της από τη βενετική αρχή και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.[10] Με τον Σεβήρο εγκαινιάζεται μια μακρά σειρά μητροπολιτών Φιλαδελφείας, οι οποίοι εκλέγονται πνευματικοί επικεφαλής των Ελλήνων στη Βενετία με τη συμφωνία των Βενετών και του Πατριαρχείου.[11]
Την ίδια περίοδο, στα τέλη του 16ου αιώνα, η κοινότητα αποκτά σχολείο, ένα γυναικείο μοναστήρι,[12] αλλά παράλληλα υποχρεούται να σχηματίσει μητρώα βαφτίσεων και γάμων, ακολουθώντας τους πολιτικούς κανονισμούς.[13] Τον 17ο αιώνα ιδρύεται το περίφημο Κολλέγιο Φλαγγίνη, λαμπρό εκπαιδευτικό ίδρυμα με μεγάλη σημασία για την πολιτισμική ιστορία του ελληνισμού.[14] Ήταν κληροδότημα του Κερκυραίου δικηγόρου Θωμά Φλαγγίνη και προετοίμασε γενιές Ελλήνων για ανώτερες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, μέχρι να καταλήξει τον 19ο αιώνα σε ελληνικό σχολείο βασικής εκπαίδευσης.
Η σημασία της ελληνικής παρουσίας στη Βενετία δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε όλη της την έκταση σε ένα σύντομο άρθρο. Στα τέλη του 16ου αιώνα οι Έλληνες στη Βενετία ανέρχονταν στους 4.000–5.000 σε έναν πληθυσμό περίπου 110.000 κατοίκων.[15] Η ελληνική δραστηριότητα στη Βενετία, από το εμπόριο ως τα γράμματα και τις επιστήμες, την τέχνη και τις τέχνες, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, την πολιτική και τη στρατιωτική ζωή, αποτυπώνεται στην πληθώρα αρχειακών τεκμηρίων που σώζονται στα βενετικά αρχεία και στην Ελληνική Αδελφότητα, στην πλούσια πνευματική παραγωγή, όπως αντικατοπτρίζεται στην παραγωγή χειρογράφων, αλλά και έντυπων βιβλίων, στα υλικά ίχνη που παραμένουν ορατά στην ίδια τη Βενετία, αλλά και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, κυρίως όσον αφορά την αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες.[16] Τέλος, δεν πρέπει να παραβλεφθεί η ισχυρή συμμετοχή εύπορων Ελλήνων εμπόρων στην ίδρυση και οικονομική ενίσχυση σχολείων στον ελληνικό χώρο.[17]
Τα τεκμήρια από την μακρόχρονη παρουσία της Αδελφότητας και γενικότερα του ελληνικού στοιχείου στη Βενετία —μητρώα μελών της Αδελφότητας, πρακτικά και εκατοντάδες άλλα έγγραφα που συνδέονται με πρόσωπα, θεσμικά όργανα και θεσμούς, διαδικασίες και καταστάσεις που σχετίζονται με την ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας και των Ελλήνων στη Βενετία— διαμόρφωσαν ένα πλούσιο αρχείο.[18] Στις αρχές του 18ου αιώνα το αρχείο αυτό, στο οποίο για αιώνες συσσωρεύονταν εκατοντάδες έγγραφα, ήταν ακατάτακτο και δύσκολα προσβάσιμο και διαχειρίσιμο. Τότε ανατέθηκε από την Αδελφότητα σε έναν έμπορο, τον Κωνσταντίνο Καβάκο, η σύνταξη ευρετηρίου.[19] Η κατάταξη που συνόδευσε την ευρετηρίαση και η όλη εργασία απέβλεπε σε πρακτικές, διοικητικές ανάγκες της Αδελφότητας. Όπως σημειώνει η Χρύσα Μαλτέζου, «το Αρχείο χρειαζόταν να ταξινομηθεί, γιατί έπρεπε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινότητας, η οποία —ας μη λησμονείται— αριθμούσε ανάμεσα στα μέλη της πληθώρα εμπόρων, που τους διέκρινε ακριβώς πρακτική επιχειρηματική σκέψη».[20] Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε πλέον στο πλαίσιο της λειτουργίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας (ΕΙΒ).
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε ότι όλη η περιουσία της ακμάζουσας Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας, μαζί με τα πολύτιμα αρχειακά τεκμήρια, τα χειρόγραφα, τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, τα βιβλία, κληροδοτήθηκε στο ΕΙΒ το 1953, δύο χρόνια μετά την ίδρυσή του (1951, ν. 1766), ύστερα από διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας (1949). Το ΕΙΒ ιδρύθηκε στη Βενετία ως ελληνικό κέντρο έρευνας — το μοναδικό στο εξωτερικό.[21] Ήδη από το 1922 είχε διατυπωθεί η ιδέα της ίδρυσης ενός ινστιτούτου στη Βενετία, ως «ο μόνος τρόπος που θα έσωζε τα απομεινάρια της μεγάλης περιουσίας και την ιστορική παράδοση» της ελληνικής παρουσίας.[22]
Την απόφαση επέβαλε η ιστορική πραγματικότητα, η οποία είχε επιφυλάξει μεγάλες περιπέτειες στην ιστορική Ελληνική Αδελφότητα της Βενετίας. Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα η απόφαση ενός μητροπολίτη Φιλαδελφείας, οι διεθνείς πολιτικές εξελίξεις, οι οικονομικές δυναμικές και η κατάσταση και η πολιτική της Βενετίας[23] είχαν οδηγήσει σε κρίση την Ελληνική Αδελφότητα, συμβάλλοντας στη σταδιακή παρακμή της. Το τελικό πλήγμα έδωσε το 1797 η ναπολεόντεια εισβολή στη Βενετία, την οποία ακολούθησε ο οικονομικός περιορισμός της Αδελφότητας λόγω της κατάσχεσης των οικονομικών της πόρων.[24]
Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας κληρονόμησε και όλο το αρχειακό υλικό της Αδελφότητας, πολύτιμη πηγή όχι μόνο για την ιστορία της Αδελφότητας ή γενικότερα της ελληνικής παρουσίας στη Βενετία, αλλά και για τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο, καθώς οι Έλληνες της Βενετίας διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τους τόπους καταγωγής τους και διαμόρφωναν ευρεία κοινωνικά και οικονομικά δίκτυα με τους εκεί κατοίκους.[25] Στο πλαίσιο λειτουργίας του Ινστιτούτου καταβλήθηκαν προσπάθειες συντήρησης, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε η επιτακτική ανάγκη ανακατάταξης, περιγραφής και ευρετηρίασης του αρχείου με σκοπό την καλύτερη αξιοποίησή του.[26] Η εργασία αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα από την τότε διευθύντρια του Ινστιτούτου και νυν ακαδημαϊκό Χρύσα Μαλτέζου και μια ομάδα υποτρόφων του Ινστιτούτου.[27] Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας το υλικό του αρχείου ανακατατάχθηκε σε ενότητες που αφενός αποτυπώνουν την οργανωτική δομή της ιστορικής Αδελφότητας, από την οποία παράγονταν και με την οποία συνδέονται τα περισσότερα έγγραφα, και αφετέρου περιλαμβάνουν επιπλέον πλούσιο υλικό, συναθροισμένο στο πέρασμα των χρόνων:
Το υλικό αυτό, στα χέρια δραστήριων διευθυντών, αλλά και εργατικών υποτρόφων υπό την εποπτεία των πρώτων, απέδωσε πλούσια αποτελέσματα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εξαγωγή σημαντικών επιστημονικών πορισμάτων σχετικά με την ελληνική παρουσία στη Βενετία. Στην πραγματικότητα απέδωσε στο επιστημονικό κοινό μια ολόκληρη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, αυτή της Ενετοκρατίας, όπως ονομάστηκε.[28] Η πλούσια επιστημονική συγκομιδή αποτυπώνεται στα δημοσιεύματα του επιστημονικού περιοδικού του Ινστιτούτου με τίτλο Θησαυρίσματα[29]και σε πληθώρα άλλων δημοσιευμάτων του ή εργασιών που προέρχονταν από ερευνητική εργασία σε αυτό.[30]
Ίχνη αυτής της ιστορίας διασώζονται και στο Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Στο πλούσιο υλικό που συλλεγόταν επί δεκαετίες από το προσωπικό του έχουν αποθησαυριστεί τεκμήρια που αποτυπώνουν την ιστορία των Ελλήνων στη Γαληνοτάτη και το ευρύ δίκτυο της επιρροής της στον ελληνόφωνο κόσμο στους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας. Πολλά παλαίτυπα τυπωμένα σε τυπογραφεία της Βενετίας που ανήκαν σε Έλληνες, καθώς και άλλα που τα συνέγραψαν ή επιμελήθηκαν Έλληνες και τυπώθηκαν σε ιταλικά τυπογραφεία, διατηρούνται στις συλλογές του ΙΠΑ.[31] Παράλληλα στις συλλογές βρίσκονται και χειρόγραφα που συνδέονται με το ελληνοβενετικό περιβάλλον.[32]
Τέλος, στη μικροταινιοθήκη του ΙΠΑ διατηρείται υλικό από μικροφωτογραφήσεις αρχειακού υλικού της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας.[33]
Η σημασία της Ελληνικής Αδελφότητας της Βενετίας για την ιστορία του νεότερου ελληνισμού είναι θεμελιώδης. Εκεί αναπτύχθηκαν οι πνευματικές και υλικές συνθήκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και της ταυτότητας των ορθόδοξων υπηκόων της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βενετία εντάχθηκε στην εν εξελίξει εθνική γενεαλογία. Δεν έγινε μόνο το «σχεδόν άλλο Βυζάντιο» (quasi alterum Byzantium), αλλά ο αντίποδας της ίδιας της αρχαίας Αθήνας, δημιουργώντας ένα αφηγηματικό ιστορικό συνεχές που κατοπτριζόταν στο σχήμα: Αθήνα–Κωνσταντινούπολη–Βενετία. Αυτό αποτυπώνεται στη φράση ενός από εκείνους τους Ρωμιούς που βρήκαν καταφύγιο εκεί και διέπρεψαν ως λόγιοι, του Μάρκου Μουσούρου: «τῆς γὰρ Ἀθηναίων πολιτείας, ἧς ἡ βασιλὶς αὕτη τῶν πόλεων [η Βενετία] ἔστιν οὗ κατ’ ἴχνη χωρεῖ».[34]
Σταύρος Γριμάνης
Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ
[1] «Σχεδόν σαν άλλο Βυζάντιο». Φράση του Βησσαρίωνα («Venetiae quasi alterum Byzantium»): βλ. Α. Πάρδος, «Οι άξονες της ιδεολογίας του Νέου Ελληνισμού στην άλλη Κωνσταντινούπολη. Η παρακαταθήκη του Βησσαρίωνα: Λάσκαρης και Μουσούρος ανάμεσα στους Έλληνες της Βενετίας», στο Ν. Παναγιωτάκη (επιμ.), Άνθη Χαρίτων. Μελετήματα εόρτια συγγραφέντα υπό των υποτρόφων του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας επί τη πεντακοσιετηρίδι από της ιδρύσεως της Ελληνορθοδόξου Κοινότητος Βενετίας, έτι δε επί τη τεσσαρακονταετηρίδι από της ενάρξεως λειτουργίας του Ινστιτούτου, Βενετία 1998, 527–567, ιδίως 532. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησε και το Χ. Α. Μαλτέζου (επιμ.), Venetiae quasi alterum Byzantium. Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, Αθήνα 1993.
[2] Ι. Cecchini, «Emergenza e (dis)continuità: Venezia, 1630–1631 / Emergency and
(dis)continuity: Venice, 1630–1631», Rivista dell’Istituto di Storia del’Europa Mediterranea 9 (2021), 103–137. P. Ulvioni, Il gran castigo di Dio. Carestia ed epidemie a Venezia e nella Terraferma 1628–1632, Μιλάνο 1989.
[3] Βλ. Χ. Μαλτέζου, «“Κι εμίσεψες, Παρθένα μου…”. Η οικειοποίηση των κρητικών θρησκευτικών συμβόλων από τη Βενετία», Η Καθημερινή / Επτά Ημέρες, 25.1.1998, 10–12. Πρβλ. Χ. Μαλτέζου, «Βενετία, η άλλη πατρίδα των Ελλήνων», στο Δημοσία Ιλαρία. 500 χρόνια από την ίδρυση της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Βενετίας, 1498–1998, Βενετία 1999, 11–22, ιδίως 15.
[4] Μ. Πατραμάνη, «Η Μεσοπαντίτισσα των Σφακιανών στα Κύθηρα (17ος–18ος αιώνας», στο Γ. Βαρτζελιώτη / Κ. Τσικνάκης (επιμ.), Γαληνοτάτη. Τιμή στη Χρύσα Μαλτέζου, Αθήνα 2013, 633–644, ιδίως 636.
[5] Χ. Μαλτέζου, «Βενετία, η άλλη πατρίδα των Ελλήνων», στο Δημοσία Ιλαρία. 500 χρόνια από την ίδρυση της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Βενετίας, 1498–1998, Βενετία 1999, 14 και 16.
[6] Βλ. Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 8–23. Πρβλ. J. Harris, Greek Emigres in West, 1400–1520, Camberley 1995, ιδίως 57 κ.ε. Για τις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Βενετία, βλ. D. M. Nicol, Byzantium and Venice. A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge 1999. Πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλος, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, Αθήνα 1965 και Κ. Γιαννακόπουλος, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση (330–1600), Αθήνα 1985, 265–277. Ειδικά για τους ελληνορθόδοξους στη Βενετία πριν από την οριστική πτώση του Βυζαντίου, βλ. B. Imhaus, «Les émigrés balkaniques (grecs, dalmates, albanais) à Venise de 1204 à 1453», διδ.διατρ. Université de Toulouse 2, 1978 και B. Imhaus, Le minoranze orientali a Venezia, 1300–1510, Ρώμη 1997. E. C. Burke, The Greeks of Venice, 1498–1600. Immigration, Settlement and Intergration, Turnhout 2016. D. Jacoby, «I Greci e altre Comunita tra Venezia e oltremare», στο M. F. Tiepolo / E. Tonetti (επιμ.), I Greci a Venezia. Atti del Convegno Internazionale di Studio, Venezia, 5–7 novembre 1998, Βενετία 2002, 40–82, ιδίως 42–64,∙και γενικά τις εργασίες που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτό. Πρβλ. και H. G. Beck / M. Ι. Manoussacas / A. Pertusi (επιμ.), Venezia centro di mediazione tra oriente e occidente Secoli XV–XVI. Αspetti e problemi. Atti del II Convegno internazionale di storia della civiltà veneziana (Venezia, 3–6 ottobre 1963), τ. 1–2, Βενετία 1977. Για την ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας και της ελληνικής παρουσίας στη Βενετία, πρβλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Επισκόπηση της Ελληνικής Ορθόδοξης Αδελφότητας της Βενετίας (1498–1953)», Τα Ιστορικά 6 (1989), 243–264 και Κ. Τσικνάκης, «Ο ελληνισμός της Βενετίας (13ος–18ος αιώνας)», στο Χ. Μαλτέζου (επιμ.), Venetiae quasi alterum Byzantium. Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, Αθήνα 1993, 520–596. Χρήσιμο παραμένει και το παλαιό Ι. Βελούδος, Ελλήνων Ορθοδόξων αποικία εν Βενετία, Βενετία 1893 (2η έκδ.). Για βιβλιογραφία μέχρι το 1980, βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Βιβλιογραφία του Ελληνισμού της Βενετίας. Μέρος Α΄. Γενικά», Θησαυρίσματα 10 (1973), 7–87 και 17 (1980), 7–21.
[7] Χ. Μαλτέζου, «Ταυτότητα και συνείδηση ιστορκής συνέχειας μετά την Άλωση. Η ιδεολογική συμπεριφορά των Ελλήνων της Βενετίας», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 87 (2012), 141–153, ιδίως140. Πρβλ. Α. Πάρδος, «Αλφαβητικός κατάλογος των πρώτων μελών της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας από το κατάστιχο 129 (1498–1530): Α΄. Άντρες», Θησαυρίσματα 16 (1979), 294–386 και «Β΄Γυναίκες», Θησαυρίσματα 17 (1980), 149–205.
[8] Βλ. Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 27–42. Χ. Μαλτέζου, «Έλληνες μέτοικοι στη Βενετία μετά την Άλωση. Ταυτότητα και εθνική συνείδηση», Θησαυρίσματα 35 (2005), 175–184. Χ. Μαλτέζου, «Ταυτότητα και συνείδηση ιστορικής συνέχειας μετά την Άλωση. Η ιδεολογική συμπεριφορά των Ελλήνων της Βενετίας», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 87 (2012), 141–153. M. Ι. Manoussacas, «The History of the Greek Confraternity (1498–1953) and the Activity of the Greek Institute of Venice (1966–1982)», Modern Greek Studies Yearbook 5 (1989), 321–394, ιδίως 321–326. Φ. Μαυροειδή-Πλουμίδη, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες των Ελλήνων της Βενετίας στα τέλη του ΙΕ΄ αιώνα», Θησαυρίσματα 8 (1971), 115–118. B. Imhaus, Le minoranze orientali a Venezia, 1300–1510, Ρώμη 1997.
[9] Βλ. Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 60–67. Για την παλαιότερη, πρώτη άδεια, βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Η πρώτη άδεια (1456) της Βενετικής Γερουσίας για το ναό των Ελλήνων της Βενετίας και ο καρδινάλιος Ισίδωρος», Θησαυρίσματα 1 (1962), 109–118. Γι’ αυτή την περίοδο, βλ. Φ. Μαυροειδή, Συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας στο ΙΣΤ΄ αιώνα. Έκδοση του Β΄ Μητρώου Εγγράφων (1533–1562), Αθήνα 1976.
[10] Για τα περιστατικά της εκλογής του, βλ. Χ. Αποστόλοπουλος, «Λεονίνος Σέρβος, ένας πολυπράγμων Χανιώτης έμπορος του 16ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη», στο Άνθη Χαρίτων, Βενετία 1998, 9–271. Πρβλ. και E. Morini, «Vescovo Ortodosso in terra latina. Profilo istituzionale di Gabriele Seviros nell’intreccio di relazioni tra Constantinopoli, Venezia e Roma», στο D. G. Apostolopoulos (επιμ.), Gavriil Seviros, Arcivescovo di Filadelfia e Venezia, e la sua epoca. Atti della Giornata di Studio dedicate alla Memoria di Manoussos Manoussacas (Venezia, 26 settembre 2003), Βενετία 2004, 21–44.
[11] Μ. Ι. Μανούσακας, «Γράμματα πατριαρχών και μητροπολιτών του ΙΣΤ΄ αιώνος εκ του αρχείου της εν Βενετία Ελληνικής Αδελφότητος, Θησαυρίσματα 5 (1968), 7–22. Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 90–97. Για την εκκλησιαστική θέση των Ελλήνων στη Βενετία, βλ. G. Fedalto, Ricerche storiche sulla posizione giuriditca et ecclesiastica dei Greci a Venezia nei secoli XV e XVI, Φλωρεντία 1967. Ειδικά βλ. τον τόμο D. G. Apostolopoulos (επιμ.), Gavriil Seviros, Arcivescovo di Filadelfia e Venezia, e la sua epoca. Atti della Giornata di Studio dedicate alla Memoria di Manoussos Manoussacas (Venezia, 26 settembre 2003), Βενετία 2004. Βλ. και Σ. Γριμάνης, «Ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας στη Βενετία. Μια πολύσημη θέση μεταξύ θεσμών και πραγματικοτήτων» — παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Σεμιναρίου «Ο Ελληνολατινικός Κόσμος (13ος–18ος αι.)» στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΠΜΣ: Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης), σε συνεργασία με το Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών και το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Έτος Ζ΄: «Εκκλησία και Κοινωνία στην ελληνολατινική Ανατολή (13ος–18ος αι.)», Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, 16 Δεκεμβρίου 2019, https://www.academia.edu/68266180/St_Grimanis_The_Bishop_of_Philadelphia_at_Venice_A_polysemantic_place_in_Greek_2019
[12] Ε. Κούκου, Η ορθόδοξος μονή ευγενών Ελληνίδων Βενετίας (1599–1829), Αθήνα 1965.
[13] Μ. Ι. Μανούσακας/ Ι. Γ. Σκουλάς, Τα ληξιαρχικά βιβλία της Ελληνικής Αδελφότητος Βενετίας, Α΄: Πράξεις γάμων (1599–1815), Βενετία 1993.
[14] Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 97–107. Α. Καραθανάσης, Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1986. Για τον 17ο αιώνα, βλ. Σ. Κουτμάνης, Οι Έλληνες της Βενετίας κατά τον 17ο αιώνα. Κοινωνία, φύλο, νοοτροπίες, Αθήνα 2021.
[15] G. Plumidis, «Considerazioni sulla popolazione greca a Venezia nella seconda meta del ’500», Studi Veneziani 14 (1972), 219–226.
[16] Βλ. συνοπτικά Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998,107–115, 127–131, όπου και σχετική βιβλιογραφία· και τεκμήρια: 131 κ.ε.
[17] Γ. Πλουμίδης, «Σχολεία στην Ελλάδα συντηρούμενα από κληροδοτήματα Ελλήνων της Βενετίας (1603-1797)», Θησαυρίσματα 9 (1972), 236-249.
[18] Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 348 κ.ε.
[19] Για την ιστορία του αρχείου, βλ. Χ. Μαλτέζου, Οδηγός του Αρχείου, Βενετία / Αθήνα 2008, 13–31· για την εργασία του Καβάκου: 16–25.
[20] Χ. Μαλτέζου, Οδηγός του Αρχείου, Βενετία / Αθήνα 2008, 23.
[21] Για το ιστορικό της ίδρυσης, βλ. Χ. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Πενήντα χρόνια επιστημονική διαδρομής, Βενετία / Αθήνα 2005, 10–14. Για τα διάφορα είδη των πολύτιμων αντικειμένων της Αδελφότητας ιδρύθηκαν αντίστοιχες συλλογές: η Βιβλιοθήκη (ό.π., 71), το Αρχείο (ο.π., 77), η Συλλογή χειρογράφων (ό.π., 82), το Μουσείο Εικόνων (ό.π., 84). Για τη βιβλιοθήκη, βλ. και Σ. Αντωνιάδη, «Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας», Νέα Εστία 68 (1960), 1134–1141 και Γ. Πλουμίδης, «Τα παλαιά ελληνικά βιβλία της βιβλιοθήκης του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας. Μετά προσθηκών εις τας βιβλιογραφίας E. Legrand και Δ. Γκίνη – Β.Μέξα», Θησαυρίσματα 6 (1969), 120–156. Για τις εικόνες, βλ. M. Chatzidakis, Icones de Saint–Georges des Grecs et de la Collection de l’Institut Hellénique De Venise, Βενετία 1962. Μ. Ι.Μανούσακα / Α. Ι. Παλιούρας, Οδηγός του Μουσείου των εικόνων και του ναού του Αγίου Γεωργίου. Ιστορική εισαγωγή, Βενετία 1976. Ν. Τσελέντη-Παπαδοπούλου, Οι εικόνες της Ελληνικής Αδελφότητας της Βενετίας από το 16ο έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, Αθήνα 2002. Για τα χαρακτικά, βλ. Χ. Μαλτέζου, Χαρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, Βενετία 2000. Για τα χειρόγραφα, βλ. Ε. Κακουλίδου, «Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας», Θησαυρίσματα 8 (1971), 249–273.
[22] Χ. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Πενήντα χρόνια επιστημονική διαδρομής, Βενετία / Αθήνα 2005,10.
[23] M. Brusatin, Venezia nel Settecento. Stato, architettura, territorio, Βιτσέντζα 1981.
[24] Χ. Μαλτέζου, Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1998, 115–118. Για την περίοδο, βλ. Α. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Η ελληνική κοινότητα της Βενετίας (1797–1866). Διοικητική και οικονομική οργάνωση, εκπαιδευτική και πολιτική δραστηριότητα, Θεσσαλονίκη 1978.
[25] M. Ι. Manoussacas, «The History of the Greek Confraternity (1498–1953) and the Activity of the Greek Institute of Venice (1966–1982)», Modern Greek Studies Yearbook 5 (1989), 334.
[26] Χ. Μαλτέζου, Οδηγός του Αρχείου, Βενετία / Αθήνα 2008, 14–15.
[27] Χ. Μαλτέζου, Οδηγός του Αρχείου, Βενετία / Αθήνα 2008, 27 κ.ε.
[28] Για την εργασία, βλ. Χ. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Πενήντα χρόνια επιστημονική διαδρομής, Βενετία / Αθήνα 2005, 23 κ.ε. και M. Ι. Manoussacas, «The History of the Greek Confraternity (1498–1953) and the Activity of the Greek Institute of Venice (1966–1982)», Modern Greek Studies Yearbook 5 (1989), 333 κ.ε.
[29] Βλ. Τ. Ε. Σκλαβενίτης, «Το εκδοτικό πρόγραμμα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας και το περιοδικό Θησαυρίσματα», Μνήμων 27 (2005), 279–283 και Π. Μιχαηλάρης, «Σαράντα ετών “Θησαυρίσματα”», Θησαυρίσματα 34 (2004), 339–346. Ευρετήριο του περιοδικού μέχρι το 2000, σε επιμέλεια Χριστίνας Παπακώστα: Θησαυρίσματα 31 (2001), 405–442.
[30] Χ. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Πενήντα χρόνια επιστημονική διαδρομής, Βενετία / Αθήνα 2005, 29· μέχρι το 1982, βλ. M. Ι. Manoussacas, «The History of the Greek Confraternity (1498–1953) and the Activity of the Greek Institute of Venice (1966–1982)», Modern Greek Studies Yearbook 5 (1989), 337–345, 347–350, 355–359, 361–362. Πρβλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Στα τελευταία 16 χρόνια της ομαλής λειτουργίας (1966–1982)», Τα Ιστορικά 5 (1988), 137–163. Σύνοψις πεπραγμένων της τελευταίας δεκαετίας (1966–1975), Ελληνικόν Ινστιτούτον Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 1976.
[31] Ενδεικτικά: Λόγοι του Γρηγορίου Θεολόγου, τυπωμένοι από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετια το 1516 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 1), Μηναία του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, τυπωμένα το 1558 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, Συλλογή Πέζαρου, αρ. 22) και το 1582 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, Συλλογή Πέζαρου, αρ. 8), η μετάφραση της Κλίμακας του Ιωάννη του Σιναΐτη από τον Μάξιμο Μαργούνιο, τυπωμένη το 1590 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, Συλλογή Πέζαρου, αρ. 6), η Ιστορἰα της Κέρκυρας από τον Ανδρέα Μαρμορά, τυπωμένη το 1672 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 76), Πασχάλιο του Ματθαίου Τζιγάλα, από το τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ, το 1679 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 21), η Ρητορική του Σκούφου, τυπωμένη το 1681 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 3), οι Βίοι Αγίων στην ομιλουμένη από τον Μάξιμο Μαργούνιο, τυπωμένοι στη Βενετία το 1685 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 268), μια Ακολουθία του Αγίου Σπυρίδωνα, τυπωμένη στο τυπογραφείο του Νικολάου Σάρρου το 1717 (ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, αρ. 6) κτλ.
[32] Ενδεικτικά: ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, χφ. 81, Διδασκαλία περί του ακραιφνούς τρόπου του διδάσκειν το θείον και ιερόν ευαγγέλιον, εκδοθείσα παρά Γερασίμου Βλάχου του Κρητός (1708). ΜΙΕΤ, ΙΠΑ, Παλαίτυπα/Σπάνια, Συλλογή Πέζαρου, χφ. 5, Θεοφίλου Κορυδαλλέως, Εις το Περί Ουρανού Νικολάου Κούρσουλα, Εις το Περί Γενέσεως και φθοράς (17ος/18ος αιώνας).
[33] Βλ. Δελτίο του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου 6 (1988–1992), 109, όπου περιγράφεται η αποστολή μικροφωτογράφησης από τον Α. Τσελίκα, προϊστάμενο τότε του ΙΠΑ, μετά από πρόσκληση του τότε διευθυντή του Ινστιτούτου Μ. Παναγιωτάκη.
[34] Χ. Μαλτέζου, «Ταυτότητα και συνείδηση ιστορικής συνέχειας μετά την Άλωση: Η ιδεολογική συμπεριφορά των Ελλήνων της Βενετίας», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 87 (2012), 141–153, ιδίως 135.