Δωρεάν μεταφορικά από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

Αδριανούπολη: Ο λανθάνων κώδικας του Ελληνικού Γυμνασίου για τη Νέα Μονή Χίου. Αυτοκρατορικά έγγραφα και πατριαρχικά γράμματα σε πηγή του 19ου αιώνα.

Στα άδυτα των αρχείων
Αδριανούπολη: Ο λανθάνων κώδικας του Ελληνικού Γυμνασίου για τη Νέα Μονή Χίου. Αυτοκρατορικά έγγραφα και πατριαρχικά γράμματα σε πηγή του 19ου αιώνα.

101 χρόνια από την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης (Οκτώβριος 1922) και 100 χρόνια μετά την υπογραφή της Σύμβασης περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923), που σφράγισε τον ξεριζωμό, ένας χειρόγραφος κώδικας, μοναδικό τεκμήριο των αρχών του 19ου αιώνα, μας γυρνάει στην Αδριανούπολη, τη θρακική πρωτεύουσα, εκεί όπου λειτούργησε το Ελληνικό Γυμνάσιο την περίοδο της μεγαλύτερης εκπαιδευτικής άνθισης του ελληνισμού στην Ανατολική Θράκη, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα έως τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μας μεταφέρει ακόμη στη Χίο, σε πολύ παλαιότερη εποχή, για να ανιχνεύσουμε ψηφίδες της ιστορίας εννέα αιώνων (11ος–18ος) του σημαντικότερου μεσαιωνικού μνημείου του νησιού, της Νέας Μονής (Συλλογή Χειρογράφων του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του ΜΙΕΤ).

Αδριανούπολη

Η Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης (σήμερα Edirne, Τουρκία) ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό τον 2ο αιώνα μ.Χ. και, χάρη στην καίρια γεωγραφική της θέση, αποτέλεσε στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της στρατιωτικό και εμπορικό πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη προς την Κεντρική Ευρώπη και αντίστροφα, καθώς και σημείο επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

 

Κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς περίπου το 1369 και παρέμεινε δεύτερη τη τάξει πόλη της αυτοκρατορίας μετά το 1453.[1] Διατήρησε επί αιώνες ακμαία και πολυπληθή την παρουσία του ελληνικού στοιχείου,[2] μέχρι το 1922, χρονική στιγμή της οριστικής εκκένωσης της πόλης και μετακίνησης του πληθυσμού στην Ελλάδα, μετά την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών (28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922) και την απόφαση για την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία.[3]

 

Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως και η συλλογή χειρογράφων του

Μεταξύ των κειμηλίων που κατόρθωσαν να διασώσουν και να μεταφέρουν μαζί τους στην Ελλάδα οι Αδριανουπολίτες πρόσφυγες περιλαμβανόταν ένας σημαντικός αριθμός χειρόγραφων κωδίκων που φυλάσσονταν στο Ελληνικό Γυμνάσιο της πόλης.

 

Η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη σχολής στην Αδριανούπολη τοποθετείται στα μέσα του 16ου αιώνα, με πρώτο δάσκαλο τον Αργείο Ιωάννη Ζυγομαλά, που έφθασε στην πόλη το 1550 κατόπιν προσκλήσεως του μητροπολίτη Ιωάσαφ.[4] Ωστόσο η οικοδόμηση ελληνικής σχολής στην Αδριανούπολη χρονολογείται αργότερα, το 1711· μεταρρυθμίστηκε το 1819 με τη φροντίδα του μητροπολίτη Δωρόθεου Πρώιου και τη συνεργασία του εκθρονισμένου Αδριανουπολίτη πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ΄ (1813–1818), ενώ τελούσε υπό τη διεύθυνση του Στέφανου Καραθεοδωρή.[5] Μόλις το 1878 η ελληνική σχολή μετατρέπεται σε Ελληνικό Γυμνάσιο, για τη στέγαση του οποίου χτίστηκε (το 1880) ένα διώροφο κτίριο, ακριβώς απέναντι από τη Μητρόπολη, στη θέση εκείνου που νωρίτερα τον ίδιο χρόνο (τον Φεβρουάριο του 1880) είχε καεί.[6] Το νέο κτίριο οικοδομήθηκε εντός οκτώ μηνών, βάσει σχεδίου του Κωνσταντίνου Δημάδη, αρχιτέκτονα της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Σε ιδιαίτερο λιθόκτιστο οίκημα που υπήρχε στο μέσο της αυλής του κατέληξαν σταδιακά οι συλλογές χειρογράφων των Αδριανουπολιτών λογίων, οι οποίες παρέμειναν εκεί έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

 

Ο Βασίλειος Στεφανίδης, μετέπειτα αρχιμανδρίτης και καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, δίδαξε σε νεαρή ηλικία στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως. Η επιθυμία του Γερμανού βυζαντινολόγου Karl Krumbacher να πληροφορηθεί αν υπήρχε οτιδήποτε ενδιαφέρον στα χειρόγραφα του Γυμνασίου έδωσε την αφορμή στον Στεφανίδη να αναδιφήσει τη συλλογή. Στις αρχές του 20ού αιώνα δημοσίευσε στο γερμανικό περιοδικό Byzantinische Zeitschrift μια συνοπτική περιγραφή 152 χειρογράφων (θεολογικού και θύραθεν περιεχομένου) του Ελληνικού Γυμνασίου που παρέμεναν έως τότε άγνωστα στην επιστημονική κοινότητα.[7]

 

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1922, ένα μήνα μετά τον οριστικό ξεριζωμό, οι αντιπρόσωποι της Κοινότητας Αδριανουπόλεως Κωνσταντίνος Ορφανός και Χριστόφορος Πανταζίδης μετέφεραν στην Αθήνα 69 κιβώτια με εκκλησιαστικά κειμήλια και βιβλία, τα οποία παρέδωσαν προς φύλαξη στο Βυζαντινό Μουσείο, που τότε έδρευε στην Ακαδημία Αθηνών (πρωτόκολλο παραλαβής–παράδοσης: 29 Νοεμβρίου 1922).[8] Τα κιβώτια τοποθετήθηκαν σε αίθουσα του ισογείου της Ακαδημίας και αργότερα, όταν δημιουργήθηκε η Επιτροπή Κειμηλίων του Υπουργείου Γεωργίας και το Ταμείο Ανταλλαξίμων, διαμοιράστηκαν.

 

Όσον αφορά ειδικά τους χειρόγραφους (θεολογικούς και φιλολογικούς) κώδικες, αυτοί εντοπίζονταν έως σήμερα στους εξής τρεις φορείς: Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, Μουσείο Μπενάκη, Βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανουπόλεως (Νέα Ορεστιάδα).

 

Από τον κατάλογο των 152 χειρογράφων του Ελληνικού Γυμνασίου που περιέγραψε ο Στεφανίδης έχουν ταυτιστεί έως σήμερα περισσότερα από 100 χειρόγραφα.[9] Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί πλέον ένας ακόμη κώδικας, που αγνοούνταν ως σήμερα: Περιλαμβάνεται στη συλλογή χειρογράφων του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του ΜΙΕΤ και αφορά το σημαντικότερο μεσαιωνικό μνημείο της Χίου, τη Νέα Μονή.[10]

 

 

Andrianoupoli-2

Η Νέα Μονή στη Χίο. (Francesco Perilla, «Chio, l’Ile heureuse Ses Légendes, son Histoire, ses Tragédies, ses Beautés naturelles, ses Moeurs, ses Richesses. Aquarelles Dessins Photographies de l’auteur». Αθήνα: [Παρίσι: A. Lahure for] Perilla, 1928· Πηγή: Travelogues)

 

Η Νέα Μονή της Χίου: οι χειρόγραφες πηγές της ιστορίας της

Το βυζαντινό αυτό μοναστήρι ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα (λίγο πριν από το 1042) χάρη στην εύνοια και τη γενναία οικονομική υποστήριξη των Πορφυρογέννητων Ζωής και Θεοδώρας, θυγατέρων του Κωνσταντίνου Η΄, και αργότερα του συζύγου της Ζωής, Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042–1055).[11]

Η Νέα Μονή διατήρησε εξαρχής μια άμεση και προνομιακή σχέση με το αυτοκρατορικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης, που της εξασφάλισε σημαντικά προνόμια, διοικητική, αλλά και οικονομική ανεξαρτησία, μέσω χορηγιών, φοροαπαλλαγών και παραχωρήσεων. Το καθεστώς αυτό των προνομίων διατηρήθηκε και τους αιώνες της κυριαρχίας των Γενουατών και των Τούρκων, στη διάρκεια των οποίων το μοναστήρι αναπτύχθηκε και αποτέλεσε πόλο έλξης χριστιανών προσκυνητών της Ανατολής, αλλά και δυτικών περιηγητών.[12] Η Νέα Μονή διατηρούσε σημαντική βιβλιοθήκη έως την καταστροφή του νησιού το 1822,[13] και πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της αποτέλεσε ένας αριθμός αυτοκρατορικών εγγράφων (τουλάχιστον 30) που εκδόθηκαν από τον 11ο έως τον 14ο αιώνα και καθόριζαν παροχές, επικύρωναν εισοδήματα, αγορές, ιδιοκτησίες κ.ά.[14] Ορισμένα από αυτά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά, αποσπασματικά, το 1804 από τον ηγούμενο της Μονής Νικηφόρο,[15] πιθανότητα βάσει των σωζόμενων ακόμη τότε πρωτότυπων εγγράφων. Ακολούθησαν πολλές αναδημοσιεύσεις.[16] Σήμερα καταγράφονται 24 σωζόμενα αυτοκρατορικά έγγραφα, κανένα από τα οποία όμως δεν βρίσκεται σε πρωτότυπη μορφή.[17] Αναφέρονται ωστόσο πέντε χειρόγραφα με αντίγραφα των εγγράφων.[18] Πρόκειται για τους κώδικες: α) Μητροπόλεως Σάμου 96,[19] β) ΜΠΤ 145, κείμ. 31–50,[20] γ) Θεολογικής Σχολής Χάλκης 85, φ. 225r–249r,[21] ε) Ελληνικού Γυμνασίου Αδριανουπόλεως, ε) Αρχιεπισκόπου Γερασίμου (άλλοτε στη βιβλιοθήκη Ράλλη, νυν κώδ. ΕΒΕ, χωρίς γνωστό ταξινομικό αριθμό).

 

Ακόμη μαρτυρείται η ύπαρξη αρκετών πατριαρχικών γραμμάτων (27) των περιόδων Γενουατοκρατίας–Τουρκοκρατίας, τα οποία επικυρώνουν προγενέστερα προνόμια της Μονής. Πολλά από αυτά παραμένουν ανέκδοτα.[22]

 

 

Andrianoupoli-3

Χρυσόβουλο Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (Ιούνιος 1045) (φ. 1r)

 

 

Ο κώδικας του Ελληνικού Γυμνασίου Αδριανουπόλεως για τη Νέα Μονή Χίου και η σπουδαιότητά του

Ο κώδικας του Ελληνικού Γυμνασίου για τη Νέα Μονή Χίου, γνωστός μόνο από τη συνοπτική περιγραφή του καταλόγου χειρογράφων που δημοσίευσε ο Στεφανίδης το 1905 (κώδ. Αδριανουπόλεως 1156, αρ. Στεφανίδη 19),[23] λάνθανε έως σήμερα. Η ανεύρεσή του έρχεται να καλύψει ανέλπιστα ένα σημαντικό κομμάτι ιστορίας αιώνων του σπουδαίου μοναστικού καθιδρύματος της Χίου και να παράσχει νέες προοπτικές στην έρευνα.

 

Αντιγραμμένος στις αρχές του 19ου αιώνα, ο κώδικας (7 + 102 φφ.)[24] περιλαμβάνει συνολικά 37 έγγραφα για τη Νέα Μονή: 20 αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και πιττάκια (από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα) και 17 πατριαρχικά γράμματα της μεταβυζαντινής περιόδου που χρονολογούνται έως το τέλος του 18ου αιώνα, την περίοδο της α΄ πατριαρχίας του Γρηγορίου Ε΄.

 

Όσον αφορά τα αυτοκρατορικά έγγραφα που περιέχει, ο κώδικας Αδριανουπόλεως έρχεται να προστεθεί στις λίγες σωζόμενες χειρόγραφες πηγές για τη Νέα Μονή Χίου, να συνεκτιμηθεί με αυτές και να αξιοποιηθεί επιστημονικά σε συνάρτηση με το ήδη εκδομένο υλικό των εγγράφων. Το ίδιο ισχύει και για όσα πατριαρχικά γράμματα έχουν δημοσιευτεί (συνολικά 7). Ως παράδειγμα ενδεικτικό της μεγάλης σημασίας του τεκμηρίου ας σημειωθεί ότι διασώζει πλήρες το επικυρωτικό χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα (Αύγουστος 1062) για τις δεκαπέντε εβραϊκές οικογένειες της Χίου, το οποίο γνωρίζαμε έως σήμερα στην ατελή του μόνο μορφή και χάρη στη συνοπτική περιγραφή του περιεχομένου από τον Στεφανίδη.[25] Ιδιαίτερη πτυχή της σπουδαιότητας του χειρογράφου συνιστά επίσης το σύνολο των 10 ανέκδοτων πατριαρχικών γραμμάτων που περικλείει (16ος–18ος αιώνας), τα οποία δεν μαρτυρούνται προς το παρόν από άλλη πηγή και σώζονταν έως σήμερα μόνο καταγεγραμμένα συνοπτικά (όνομα πατριάρχη, χρονολογία, αρχή κάθε γράμματος).[26]

 

Ο κώδ. Αδριανουπόλεως 1156 —νυν κώδ. ΙΠΑ/ΜΙΕΤ 76— βρέθηκε, σύμφωνα με τον Χ. Μπούρα,[27] στη θρακική πρωτεύουσα λόγω της εκεί παρουσίας του Χιώτη Δωρόθεου Πρώιου, που εκλέχτηκε μητροπολίτης Αδριανουπόλεως το 1813.[28] Τον επόμενο αιώνα η ιστορία του χειρογράφου μάς οδηγεί στην Αθήνα: Στο εσωτερικό της πινακίδας αρχής του κώδικα διαβάζουμε το εξής σημείωμα: «ἀπὸ τοῦ κ. Γ. Λαμπουσιάδου εἰς ἐμὲ (υπογραφή) 1921 Φεβρουάριος» . Το σημείωμα αυτό, βάσει γραφής, φαίνεται πως προέρχεται από το χέρι του Μανουήλ Γεδεών (1851–1943), ο οποίος το 1921 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του.[29] Ο Γεώργιος Λαμπουσιάδης (1858–1926), από τον οποίο παρέλαβε ο Γεδεών το χειρόγραφο της Αδριανουπόλεως για τη Νέα Μονή Χίου, υπήρξε δάσκαλος σε σχολεία της Θράκης, αλλά και στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως, γεγονός που εξηγεί το πώς απέκτησε πρόσβαση στη συλλογή χειρογράφων του Γυμνασίου. Η σχέση του Λαμπουσιάδη με τον Γεδεών μαρτυρείται και από άλλο χειρόγραφο, το οποίο ο Αδριανουπολίτης δάσκαλος και λόγιος-συγγραφέας είχε δανείσει στον Γεδεών για 22 ολόκληρα χρόνια.[30] Το χειρόγραφο της Αδριανουπόλεως για τη Νέα Μονή Χίου βρισκόταν στα χέρια του Γεδεών ήδη το 1921, γι’ αυτό δεν ακολούθησε τη διαδρομή των υπόλοιπων χειρογράφων της συλλογής του Ελληνικού Γυμνασίου μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το επόμενο μόλις έτος.[31] Σήμερα έρχεται να προστεθεί στον μεγάλο αριθμό των γνωστών χειρογράφων της ακριτικής αυτής συλλογής, που έχουμε την τύχη να διασώζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ακόμη, διαφυλάσσοντας έτσι ένα ανεκτίμητο κομμάτι της ιστορίας, της λογιοσύνης και του πολιτισμού μιας εκ των χαμένων, όμως όχι λησμονημένων, εστιών του ελληνισμού.

 

 

Andrianoupoli-4

Χειρόγραφο σημείωμα του Μ. Γεδεών στον κώδικα Αδριανουπόλεως:
«ἀπὸ τοῦ κ. Γ. Λαμπουσιάδου εἰς ἐμὲ (υπογραφή) 1921 Φεβρουάριος»

 

 

 

Andrianoupoli-8

Η περιγραφή του Β. Στεφανίδη για τον κώδικα του Ελληνικού Γυμνασίου που αφορά τη Νέα Μονή Χίου (1905)

 

 

Περιγραφή περιεχομένου του κώδ. ΙΠΑ/ΜΙΕΤ 76 (πρώην Αδριανουπόλεως 1156):

 

Α) Αυτοκρατορικά έγγραφα: χρυσόβουλα και πιττάκια (1r–45v)[32] (συνολικά 20)

 

Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου: α) (1r–3r) Χρυσόβουλο «περὶ τοῦ παρὰ μόνης τῆς βασιλικῆς μεγαλειότητος κρίνεσθαι τὴν Μονήν». Αρχ. Ἀλλὰ τίνων ἄλλων τοσοῦτον (Ιούνιος 1045).[33]

β) (3r–4v) Χρυσόβουλο «περὶ τοῦ ἐνθρονισμοῦ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ χειροτονεῖσθαι διάκονον καὶ πρεσβύτερον ἐκ τῶν ἀδελφῶν, παρὰ μητροπολιτῶν ἢ ἐπισκόπων πρὸς οὓς ἂν ἀποστέλλωνται. Τὸ αὐτὸν δὲ περιέχει καὶ περὶ τῆς τῶν ἐνταῦθα Ἑβραίων δόσεως». Αρχ. Τὸν παλαιὸν Ἰσραὴλ καὶ ὁ μέγας βασιλεὺς παρυσάμενος (Ιούλιος 1049).[34]

γ) (5r–6v) Χρυσόβουλο «περὶ τῶν χιλίων μοδίων τοῦ σίτου τοῦ ἀπὸ τῶν Νησῶν (!)». Αρχ. Ἀρετῆς ἀντιποιουμένοις ἀνδράσι (Μάιος 1054).[35]

δ) (6v–8r) Χρυσόβουλο «περὶ τῶν Καλοθηκιῶν. Ἀρχαιότερον τοῦ ἀνωτέρου γεγραμμένου». Αρχ. Ἤρκει μὲν τῇ Μονῇ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου (Αύγουστος 1049).[36]

ε) (9r–10r) Χρυσόβουλο «τοῦ μή τινα ἐξόριστον πέμπεσθαι εἰς τὴν Μονήν». Αρχ. Ἐποικοδομεῖν ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀγαθῶν πράξεων (Αύγουστος 1053).[37]

ϛ) (10r–v) Χρυσόβουλο «περὶ τοῦ μετοχίου τοῦ εἰς τοῦ Ἀγγουρίου». Αρχ. Έπεὶ ἡ ἐν τῇ Χίῳ Νέα Μονὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου (Ιούνιος 1048).[38]

ζ) (11r–12r) Χρυσόβουλο «περὶ τοῦ ἀπληκεύειν τῷ βασιλικῷ οἴκῳ ἔνθα καὶ οἱ ὀλυμπιᾶται ἀπληκεύονται». Αρχ. Ἅμα μὲν καὶ ἀρετὴν ὁσίων καὶ φιλοθέων ἀνδρῶν (Μάιος 1046).[39]

η) (12r–13r) Σιγίλιο «ἐν τύπῳ κατ’ ὀνόματος περὶ τῶν εἰκοσιτεσσάρων παροίκων» Αρχ. Ἐπεὶ ἡ βασιλεία μου ἐπικυροῦσα πρώην διὰ χρυσοβούλλου συγγιλλίου (Δεκέμβριος 1050 ή 1051).[40]

θ) (13r–14v) Βασιλικό πιττάκιο «Τὸ ἴσον … πρὸς Εὐστάθιον Βεστάρχην ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος καὶ εἰδικοῦ …». Αρχ. Τὴν ἐν τῇ Χίῳ συστᾶσαι εὐαγὴν Νέαν Μονὴν παρὰ τῶν εὐλαβεστάτων μοναχῶν Νικήτα καὶ Ἰωάννου (Φεβρουάριος 1045).[41]

 

Βασιλικό πιττάκιο: (14v–15v) «Τὸ ἴσον … βασιλικοῦ πιττακίου τοῦ καταστρωθέντος εἰς τὸ σεκρέτον τοῦ εἰδικοῦ κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Μαρτίου μηνὸς τῆς πέμπτης ἰνδικτιῶνος καὶ περιέχοντος ῥητῶς οὕτως». Αρχ. Ἡ βασιλεία μου ἐτύπωσε ῥογεύεσθαι καθ᾽ ἕνα ἕκαστον χρόνον … τέλ. μηνὶ φευρουαρίῳ ἰνδικτιῶνος πέμπτης καὶ ἐγένετο τὸ τούτου ἶσον… (3 Μαρτίου, ινδικτιώνα 5η).[42]

 

Ισαακίου Α΄ Κομνηνού:

(16r–18r) Χρυσόβουλο «περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς πάσης τε καὶ ἀρχαίας καὶ αὐτοδεσπότου ἐξουσίας τῆς Μονῆς καὶ τῶν αὐτῆς πάντων». Αρχ. Ἀδελφοὶ δύω Νικήτας καὶ Ἰωάννης, ἑκάτεροι μοναχοί (Μάιος 1058).[43]

 

Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα: α) (18r–21v) «περὶ τῶν χρυσοβούλλων τῶν προβεβασιλευκότων». Αρχ. Τὸ ταῖς θεοφιλέσι, καὶ πρὸς Θεὸν ὡς ἀληθῶς τὴν ἀναφοράν (Αύγουστος 1060).[44]

β) (21v–24v) Χρυσόβουλο «τὸ πρωτότυπον … τὸ ἐπικυροῦν τὸ τοῦ Μονομάχου χρυσόβουλλον, τὸ περὶ τῶν χιλίων μοδίων τοῦ σίτου». Αρχ. Πολλαὶ μοναὶ παρὰ τῷ Θεῷ, τοῦτο φησὶ μὲν ἡ θεία γραφή (Μάιος 1062).[45]

γ) (24v–27r) Χρυσόβουλο «τὸ ἐπικυρωτικὸν … περιέχον περὶ τῆς ἐπαυξήσεως τῶν πέντε καὶ δέκα Ἰουδαϊκῶν φαμηλιῶν καὶ περὶ τῆς ἑνώσεως τῆς ῥόγας τῆς διδομένης κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων». Αρχ. Ἀνδρῶν ἱερῶν καὶ θείων καὶ εὐλαβῶν καὶ ἀσκήσει (Αύγουστος 1062).[46]

 

Ρωμανού Δ΄ Διογένη: (27r–28v) Χρυσόβουλο «περὶ τοῦ μὴ ὑπάγεσθαι τῇ Μονῇ δημοσιακοῖς δικαίοις ἢ βασιλικῇ ἐξουσίᾳ». Αρχ. Τὸ μὲν ἀκρατεῖ καὶ ἀχαλίνῳ κεχρῆσθαι γλώττῃ πολλῶν (Απρίλιος 1071).[47]

 

Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα: (28v–31r) Χρυσόβουλο επικυρωτικό. Αρχ. Καὶ πᾶσα μὲν πρᾶξις ἐπαινετὴ καὶ θεάρεστος (Ιούνιος 1072).[48]

 

Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτου: α) (31r–32v) Χρυσόβουλο επικυρωτικό. Αρχ. Εἰ τῶν προηγησαμένων ἀοιδήμων βασιλέων (Ιούνιος 1078).[49]

β) (33r–35v) Χρυσόβουλο επικυρωτικό «περιέχον καὶ περὶ τοῦ σολεμνίου τῶν ἑκατὸν ἱσταμένων νομισμάτων». Αρχ. Οἱ τῷ ἱερῷ φροντιστηρίῳ τῆς ἐν Χίῳ Νέας Μονῆς ἀσκούμενοι ζῶντες (Μάιος 1080).[50]

 

Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου: (37r–40v) Χρυσόβουλο επικυρωτικό «ἐν ᾧ ὁροθετεῖ τὰ μετόχια, τὰ ὄρη, οἰκήματά τε ἐκκλησίας καὶ τοποθεσίαι τῆς Μονῆς…» Αρχ. Τὸν ζῆλον ἐκ τῶν παραδειγμάτων φασὶν προηγεῖται δὲ ταύτης ἐπαινετὴ διάθεσις (Απρίλιος 1259).[51]

 

Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου: (40v–45v) Χρυσόβουλο επικυρωτικό. Αρχ. Πάλαι μὲν οὖν τὰς παρὰ τῷ προφήτῃ φήσας ἐγκαινιζομένας ἀκούομεν (Ιούλιος 1289).[52]

 

Μετά το τέλος των αυτοκρατορικών εγγράφων, στο φ. 45v, σημειώνεται: Εἰλήφασι τέλος τὰ τῶν βασιλέων χρυσόβουλλα νῦν δὲ ἄρχωνται (!) καὶ τὰ τῶν πατριαρχῶν χρυσόβουλλα.

                  

 

Andrianoupoli-5

«Εἰλήφασι τέλος τὰ τῶν βασιλέων χρυσόβουλλα νῦν δὲ ἄρχωνται (!) καὶ τὰ τῶν πατριαρχῶν χρυσόβουλλα» (φ. 45v)

 

 

Β) Πατριαρχικά Γράμματα (46r–98r)[53] (17 συνολικά)

 

Ιωάσαφ Β΄ (1555–1565): (46r–47v) Αρχ. Πρὸς τὴν ἡμῶν ἀρίστην ἀφίκετο μετριότητα (1561). Ανέκδοτο.

 

Ιερεμία Β΄ του Τρανού (1572–1579, πρώτη πατριαρχία): (48r–49r) Αρχ. Τῶν δικαιωμάτων ἄρα καὶ πάνυ τοι ἐποφειλομένων (1578). Ανέκδοτο.

 

Θεολήπτου <B΄> (1585–1586): (49v–51r) Αρχ. Πέτρος ὁ ἱερώτατος καὶ πρωτοκορυφαῖος τῶν ἀποστόλων καὶ μαθητῶν (χ. χ.: <1585–1586>. Μνημονεύονται τα ονόματα προηγούμενων πατριαρχών: … γράμματα συγγιλλιώδη ἐκομίσαντο τῶν ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένων πατριαρχῶν, τοῦ τε κὺρ Ἰωάσαφ, τοῦ κὺρ Μητροφάνους, καὶ τοῦ πρὸ ἡμῶν πατριαρχεύσαντος κὺρ Ἱερεμίου…) (50r). Ανέκδοτο.

 

Κυρίλλου Β΄ Κονταρή, εκ Βεροίας (1635–1636, δεύτερη πατριαρχία): (51v–53v) Αρχ. Ἡ τοῦ καλοῦ προσθήκη τὸ καλὸν κάλλιον ἀπεργάζεται (Μάιος 1636). Ανέκδοτο.

 

Παρθενίου Α΄ (1639–1644): (54r–56r) Αρχ. Οὐδὲν οὕτως εὔλογόν τε καὶ δίκαιον, εἰς τὸ ἀπονέμειν ἑκάστῳ τὰ ἑαυτοῦ (1640). Ανέκδοτο.

 

Κυρίλλου Α΄ Λουκάρεως (1620–1623, δεύτερη πατριαρχία): (56v–59r) Αρχ. Εἰ δίκαιον μέν ἐστι καὶ πᾶσι τρόποις ἀνῆκον τῇ ἡμῶν μετριότητι (Απρίλιος 1621).[54]

 

Ιωαννικίου Β΄ του Λίνδιου (1655–1656, τέταρτη πατριαρχία): (59v–60v). Αρχ. Πρὸς τοῖς λοιποῖς καὶ τοῦτο ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία πλουτεῖ τὸ προνόμιον (1655).[55] Ανέκδοτο.

 

Διονυσίου Γ΄ Βαρδαλή (1662–1665): (61r–64r) Αρχ. Καὶ τοῦτο σὺν ἄλλοις οὐχ ἦττον τοῦ χρησίμου (Οκτώβριος 1662).[56]

 

Καλλινίκου Β΄ (1689–1693, δεύτερη πατριαρχία): α) (64v–68r) Αρχ. Τῶν ὑπὲρ λίαν ἀγαπητῶν κυρίου τῶν δυνάμεων σκηνωμάτων (10 Νοεμβρίου 1690). Ανέκδοτο.

β) (68v–71r) Αρχ. Πρωτίστην μὲν ἅμα καὶ κρατίστην ἀρετῶν ὀφείλομεν πρεσβεύειν τὴν θεοσέβειαν (Σεπτέμβριος 1691). Ανέκδοτο.

 

Μαξίμου: (71v–72r) Αρχ. Οἱ ἐν τῇ σεβασμίᾳ βασιλικῇ μονῇ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς οὕτω καλουμένης Νέας Μονῆς (11 Μαρτίου, ‘τοῦ ,ζσ΄ ἔτους διατρέχοντος’).[57]

 

Κυρίλλου Δ΄ του από Κυζίκου (1711–1713): (72v–75v) Αρχ. Οὐ μόνον ὡς χρήσιμον καὶ ἐπωφελές, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀναγκαῖον ἀπαραιτήτως (Απρίλιος 1713). Ανέκδοτο.

 

Ιερεμία Γ΄ (1716–1726, πρώτη πατριαρχία): (76r–79r) Αρχ. Τῆς διαμονῆς καὶ συντηρήσεως τῶν ἐν τῷ μετὰ συστήματος (Μάιος 1725).[58]

 

Παϊσίου Β΄ (1726–1733, πρώτη πατριαρχία): (79v–82v) Αρχ. Τῆς ἐκκλησιαστικῆς περὶ πάντας προνοίας (Αύγουστος 1731).[59]

 

Νεοφύτου ΣΤ΄ του από Καισαρείας (1734–1740, πρώτη πατριαρχία): (83r–87v). Αρχ. Τὰ καλῶς ποτε ἐναρξάμενα καὶ ἐπ’ ἀγαθῷ (Ιανουάριος 1738).[60]

 

Ιωαννικίου Γ΄ του Καρατζά (1761–1763): (88r–92r). Αρχ. Πάντα κατὰ τάξιν καὶ εὐσχημόνως (20 Δεκεμβρίου 1761).[61]

 

Γρηγορίου Ε΄ (1797–1798, πρώτη πατριαρχία): (92v–98r) Αρχ. Ὅσα μὲν κατὰ τοὺς θείους θεσμοὺς καὶ τοὺς ἱεροὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας τυγχάνει διακυβερνώμεθα (Οκτώβριος 1797). Ανέκδοτο.

 

 

Andrianoupoli-6

Πατριαρχικό γράμμα Διονυσίου Γ΄ Βαρδαλή (Οκτώβριος 1662) (φ. 61v)

 

 

Φωτογραφία τίτλου: Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως. Χαρακτικό από το περ. Έσπερος, 15/27 Ιουλίου 1883, 81, όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το άρθρο του Κωνσταντίνου Κυριαζή («Το εν Αδριανουπόλει Ελληνικόν Γυμνάσιον 1883», Έσπερος [Λιψία], 15/27 Ιουλίου 1883).

 

 

Ευχαριστώ:

 

την κ. Μάχη Παΐζη-Αποστολοπούλου, τον κ. Δημήτρη Αποστολόπουλο, την κ. Γιούλη Ευαγγγέλου, που πρόθυμα μοιράστηκαν γνώση από την πολυετή εμπειρία τους γύρω από την έκδοση πατριαρχικών κειμένων,

 

τον κ. Ζήση Μελισσάκη, που συζητά πάντοτε και συμβάλλει σε κάθε θέμα της έρευνας,

 

την κ. Ματθίλδη Πυρλή, που διέθεσε ψηφιοποιημένο υλικό για το Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως από το φωτογραφικό αρχείο του ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ.

 

 

Έχω την αποκλειστική ευθύνη όποιων σφαλμάτων/ατελειών προέκυψαν κατά τη μελέτη και περιγραφή του υλικού.

 

 

Δρ. Βενετία Χατζοπούλου

ΙΠΑ/ΜΙΕΤ

 

 

Andrianoupoli-7

Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως 1903–1904: ομαδικό πορτρέτο μαθητών και δασκάλων του Ελληνικού Γυμνασίου (Φωτογραφικό Αρχείο ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ).

 

 

 

[1] Βλ. Γ. Βογιατζής, Η πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη. Άμεσες δημογραφικές συνέπειες, Αθήνα 1998, 313–316. Φ. Κοτζαγεώργης, Πρώιμη οθωμανική πόλη. Επτά περιπτώσεις από τον νοτιοβαλκανικό χώρο. Αδριανούπολη – Σέρρες – Καστοριά – Τρίκαλα – Λάρισα – Θεσσαλονίκη – Ιωάννινα, Αθήνα 2019, 53–54. «Αδριανούπολις», Θρακικά 27 (1957), 137–212.

[2] Σύμφωνα με τον Κ. Βακαλόπουλο, σαφέστερη εικόνα της πληθυσμιακής κατάστασης του ελληνισμού της Αδριανούπολης έχουμε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε ο συνολικός πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται σε 100.000–120.000. Ο αριθμός αυτός μειώνεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ώστε το 1920 να περιορίζεται ο αριθμός των Ελλήνων μέσα στην Αδριανούπολη σε περίπου 19.000–20.000. Βλ. Κ. Βακαλόπουλος, Παιδεία και πολιτισμός στην Ανατολική Θράκη. Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Αδριανουπόλεως (1872–2000). Από τη μαρτυρική Θρακική γη στα άγια χώματα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2007, 27–36, εδώ: 28–29.

[3] Για τη Θρακική Έξοδο, βλ. Κ. Βακαλόπουλος, Η Θρακική Έξοδος (1918–1922). Από τη γενοκτονία, την παλιννόστηση, το ταγιαρικό καθεστώς και την απελευθέρωση στο δεύτερο ξεριζωμό, Αθήνα 1999, 393–407, 470–474.

[4] Πρόκειται για τον μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ Β΄. Για τον Ιωάννη Ζυγομαλά, βλ. Σ. Περεντίδης / Γ. Στείρης (επιμ.), Ιωάννης και Θεοδόσιος Ζυγομάλας, Αθήνα 2009, 173–174, 200.

[5] Για την παιδεία στην Αδριανούπολη, βλ. Κ. Κουρτίδης, «Τα γράμματα εις την Αδριανούπολιν επί Τουρκοκρατίας (1365–1912)», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 6 (1939–1940), 113–131. Κ. Δρούγκα, Η ελληνική παιδεία στην Ανατολική Θράκη κατά την Οθωμανοκρατία (1352–1922), Θεσσαλονίκη 2011, 50–67, 97–113, 171–204.

[6] Για το κτίριο του Ελληνικού Γυμνασίου Αδριανουπόλεως και την ιστορία της ελληνικής σχολής στην πόλη, βλ. Κ. Κυριαζής, «Το εν Αδριανουπόλει Ελληνικόν Γυμνάσιον 1883», Έσπερος (Λιψία), 15/27 Ιουλίου 1883 [αναδημ. στο Θρακικά 25 (1956), 257–264 και στο Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 23 (1958), 362–368].

[7] Β. Στεφανίδης, «Οι κώδικες της Αδριανουπόλεως», Byzantinische Zeitschrift 14 (1905), 588–611 [κώδ. 1–80], 16 (1907), 266–284 [κώδ. 81–152].

[8] Γ. Ευθυμίου, «Περί των σωζομένων κωδήκων της Ι. Μητροπ. Αδριανουπόλεως», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 20 (1955), 273–300, εδώ: 274–275. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για 70 κιβώτια, δεδομένου ότι δύο από αυτά αριθμούνται ως 12Α΄ και 12Β΄.

[9] Δ. Πάλλας, Κατάλογος χειρογράφων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Μέρος τρίτον μετά γενικών ευρετηρίων, Αθήνα 1955. E. Lappa-Zizicas, «Les manuscrits du fonds des Échangeables du Musée Benaki d’Athènes: provenance et identification», Scriptorium 31.2 (1977), 297–298. Ε. Λάππα-Ζίζηκα / Μ. Ρίζου-Κουρουπού, Κατάλογος ελληνικών χειρογράφων του Μουσείου Μπενάκη (10ος–16ος αι.), Αθήνα 1991. V. Chatzopoulou, «A reconstruction of the Greek manuscript collection from Adrianople», εισήγηση στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Παλαιογραφίας, Αμβούργο 22–28 Σεπτεμβρίου 2013 (υπό έκδοση). Β. Χατζοπούλου, Κατάλογος ελληνικών χειρογράφων του Μουσείου Μπενάκη (16ος–20ός αιώνας), Αθήνα 2017.

[10] Το χειρόγραφο αυτό περιλαμβανόταν στα μη καταλογογραφημένα χειρόγραφα της συλλογής του ΜΙΕΤ (τελευταία δημοσίευση συνοπτικού καταλόγου στο Δελτίο του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου 7 [1993–1996], 14–16 [έως χφ. 75]) και παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά.

[11] Για τη Νέα Μονή Χίου, βλ. Χ. Μπούρας, Η Νέα Μονή της Χίου. Ιστορία και αρχιτεκτονική, Αθήνα 1981, 38–39.

[12] Στο ίδιο, 34.

[13] Για την πλούσια βιβλιοθήκη της Νέας Μονής, βλ. Ζολώτας, Ιστορία της Χίου, τ. 3: Μέρος πρώτον. Τουρκοκρατία, Αθήνα 1926, 618. Μπούρας, ό.π., 38–39.

[14] Μπούρας, ό.π., 15–16, βάσει του F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des öströmischen Reiches von 565–1453, τ. 2: Regesten von 1025–1204, Μόναχο / Βερολίνο 1925 [επανέκδ. P. Wirth, Μόναχο 1995]· τ. 3: Regesten von 1204–1282, Μόναχο / Βερολίνο 1932 [επανέκδ. P. Wirth, Μόναχο 1977]· τ. 4: Regesten von 1282–1341, Μόναχο / Βερολίνο 1960.

[15] Θεία καὶ Ἱερὰ Ἀκολουθία, τῶν Ὁσίων καῖ Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, Νικήτα Ἰωάννου, καὶ Ἰωσήφ, … παρὰ τοῦΝικηφόρου Χίου, Βενετία 1804 (Ηλιού, αρ. 1804.30).

[16] Μπούρας, ό.π., 15–16.

[17] I. Koukouni, Chios dicta estet in Aegaeo sita mari. Historical Archaeology and Heraldry on Chios, Οξφόρδη 2021, 72.

[18] Μπούρας, ό.π., 15.

[19] Ι. Αναστασίου, Κατάλογος χειρόγραφων κωδίκων Ι. Μητροπόλεως Σάμου (Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης. Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής. Παράρτημα αρ. 13 του ΙΖ΄ τόμου), Θεσσαλονίκη 1973, 72.

[20] Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολυμιτική βιβλιοθήκη ήτοι κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του αγιωτάτου αποστολικού τε και καθολικού ορθοδόξου πατριαρχικού θρόνου των Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης αποκειμένων ελληνικών κωδίκων…, τ. 4, Πετρούπολη 1899, 129–132.

[21] Α. Τσακόπουλος, Περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων της βιβλιοθήκης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τ. 3 (α΄): Θεολογικής Σχολής Χάλκης, Κωνσταντινούπολη 1968, 276–282.

[22] Μπούρας, ό.π., 17–18.

[23] Στεφανίδης, ό.π., 593–594.

[24] Χαρτώος, 235 x 155 χιλ. [175 x 110], φ. α΄–ζ΄ (άγραφα), 1–102 (φ. 98v–102v: άγραφα), στ. 25. Η στάχωση: ξύλινες πινακίδες, καλυμμένες με σκουροκάστανο δέρμα, που φέρει εμπίεστο διάκοσμο. Ίχνη φθοράς· το άνω μέρος της ράχης και κομμάτι της πιν. αρχής έχουν εκπέσει. Δεύτερο χέρι παρεμβαίνει και συμπληρώνει το κείμενο στα φφ. 61r–63v, 85v–87v.

[25] Koukouni, ό.π., 73, σημ. 76.

[26] Στεφανίδης, ό.π., 594.

[27] Μπούρας, ό.π., 15, σημ. 3.

[28] Αν ισχύει η υπόθεση αυτή, το χειρόγραφο γράφτηκε πιθανότατα την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα (terminus post quem το 1797, έτος χρονολόγησης του τελευταίου γράμματος του Γρηγορίου Ε΄), το αργότερο στις αρχές της δεύτερης. Για τον Δωρόθεο Πρώιο, βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 5, 274–276.

[29] Ταύτιση βάσει σύγκρισης της γραφής με το δείγμα του γραφικού του χαρακτήρα στο Μ. Γεδεών, Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επιμ. Α. Αγγέλου / Φ. Ηλιού, Αθήνα 1976, αλλά και με χειρόγραφο δείγμα από το Αρχείο Μανουήλ και Σοφία Γεδεών στο ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ: Φάκ. 3.3, (Αλληλογραφία του Μ. Γεδεών 1875–1945): Επιστολές και σημειώματα προς τον Μ. Γεδεών (επ. Ι. Σακκελίωνος, Πάτμος 14.3.1875: «Σχολεῖον Λερίων»). Από το χέρι του Γεδεών επίσης η διόρθωση «Νεοκαισαρείας» στο φ. 98r. Για τον Μ. Γεδεών, βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 4, 242–243.

[30] Μ. Γεδεών, «Απομνημονεύματα Ιγνατίου επισκόπου Ναζιανζού», Αρχείον Εκκλησιαστικής Ιστορίας 1 (1922), 247–261.

[31] Βλ. πιο πάνω: «Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως και η συλλογή χειρογράφων του».

[32] Dölger, ό.π. Έκδ. Κ.Ν. Κανελλάκης, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήνα 1890. Ι. Ζέπος / Π. Ζέπος (επιμ.), Jus Graecoromanum. Νεαραί και χρυσόβουλλα των μετά τον Ιουστινιανόν Βυζαντινών αυτοκρατόρων, Αθήνα 1931.

[33] Dölger, τ. 2, αρ. 868, 17. Έκδ. Κανελλάκης, 542–545· Ζέπος, Ι, 629–631.

[34] Dölger, τ. 2, αρ. 892, 26–27. Έκδ. Κανελλάκης, 550–551· Ζέπος, Ι, 633–634. Στο τέλος του χρυσοβούλου (4v, κάτω ώα) υπάρχει σημείωση προς τον αναγνώστη για αντιστροφή στη σειρά των χρυσοβούλων (πρώτα το δ΄, μετά το γ΄): Γίνωσκε ὦ ἀναγνῶστα ὅτι μετὰ τὴν ανάγνωσιν τοῦ παρόντος χρυσοβούλλου μεταπήδησον εἰς τὸ χρυσόβουλλον οὗ ἡ ἐπιγραφὴ ‘ἥρκει μὲν τῇ μονῇ’ καὶ μετὰ τούτου εἰς τὸ ‘ἀρετῆς ἀντιποιουμένους’.

[35] Dölger, τ. 2, αρ. 914, 32. Έκδ. Κανελλάκης 553–555· Ζέπος, Ι, 637.

[36] Dölger, τ. 2, αρ. 893, 27. Έκδ. Κανελλάκης, 552–553· Ζέπος, Ι, 634–635. Φύλ. 8v: άγραφο.

[37] Dölger, τ. 2, αρ. 910, 31. Έκδ. Κανελλάκης, 555–557· Ζέπος, Ι, 636–637.

[38] Εσφαλμένα στον κατάλογο Στεφανίδη, ό.π., 593 σημειώνεται «ινδ. ε΄», ενώ το χειρόγραφο σημειώνει «πρώτη». Βλ. Dölger, τ. 2, αρ. 887, 24–25. Έκδ. Κανελλάκης, 575–576· Ζέπος, Ι, 632.

[39] Dölger, τ. 2, αρ. 878, 20. Έκδ. Κανελλάκης, 574–575· Ζέπος, Ι, 631–632.

[40] Dölger, τ. 2, αρ. 902, 28. Έκδ. Κανελλάκης, 576–577· Ζέπος, Ι, 635.

[41] Dölger, τ. 2, αρ. 865, 16–17. Έκδ. Κανελλάκης, 541–542· Ζέπος, Ι, 628.

[42] Πβ. Dölger, τ. 2, αρ. 940, 43. Έκδ. Κανελλάκης, 557–558· Ζέπος, Ι, 638, με διαφορετική χρονολογική ένδειξη: Μάιος 1058, ινδικτιώνα ια΄.

[43] Dölger, τ. 2, αρ. 941, 43.

[44] Dölger, τ. 2, αρ. 947, 46. Έκδ. Κανελλάκης, 558–559· Ζέπος, Ι, 638–639.

[45] Dölger, τ. 2, αρ. 941, 46–47. Έκδ. Κανελλάκης, 559–561· Ζέπος, Ι, 639–640.

[46] Dölger, τ. 2, αρ. 950, 47. Έκδ. Κανελλάκης, 561–562· Ζέπος, Ι, 640.

[47] Dölger, τ. 2, αρ. 971, 55. Έκδ. Κανελλάκης, 562–564· Ζέπος, Ι, 641.

[48] Dölger, τ. 2, αρ. 987, 59. Έκδ. Κανελλάκης 564–565· Ζέπος, Ι, 642.

[49] Dölger, τ. 2, αρ. 1030 και 1043α (όπου Ιούνιος 1079), 73, 76. Έκδ. Κανελλάκης 578–580· Ζέπος, Ι, 643–644.

[50] Dölger, τ. 2, αρ. 1050, 81. Έκδ. Κανελλάκης 566· Ζέπος, Ι, 644–645.

[51] Dölger, τ. 3, αρ. 1870, 66–67. Έκδ. Κανελλάκης, 569–574· Ζέπος, Ι, 653–656.

[52] Dölger, τ. 4, αρ. 2133, 13–14. Έκδ. Κανελλάκης, 567–569· Ζέπος, Ι, 667–668.

[53] Στεφανίδης, ό.π., 594.

[54] Έκδ. Κανελλάκης, 580–583 (με κενά). Εσφαλμένη ανάγνωση στο Στεφανίδης, ό.π., 594: ,ζρνθ΄ αντί ,ζρκθ΄.

[55] Εσφαλμένη ανάγνωση στο Στεφανίδης, ό.π., 594: ᾳχμε΄ αντί ᾳχνε΄.

[56] Έκδ. Ι. Φορόπουλος, «Έγγραφα του Πατριαρχικού αρχειοφυλακείου», Εκκλησιαστική Αλήθεια 19 (1899), 61–63. Ι. Ανδρεάδης, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 1, Αθήνα 1940, 158.

[57] Έκδ. Μ. Παΐζη-Αποστολοπούλου / Δ. Αποστολόπουλος, Επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τα σωζόμενα από την περίοδο 1454–1498, β΄ έκδ. αναθ., Αθήνα 2016, 261: η έκδοση βάσει του Μ. Γεδεών, Πατριαρχικαί Εφημερίδες. Ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής Ιστορίας 1500–1912, Αθήνα 1936–1938, 223–224, όπου σημειώνεται ως χρονολογία του γράμματος το έτος «ΖΔ΄» (1496) και αποδίδεται στον Μάξιμο Δ΄ (1491–1497). Στο χειρόγραφο της Αδριανουπόλεως (72r) φαίνεται ως χρονολογία το έτος ,ζσ΄ (1692), που συμβαδίζει μεν με τη χρονολογική κατάταξη των γραμμάτων, αντιστοιχεί όμως στη δεύτερη πατριαρχία του Καλλίνικου Β΄ (1689–1693), ώστε δεν προκύπτει ταύτιση.

[58] Έκδ. Κανελλάκης, 583–588. Ανδρεάδης, ό.π., 161–164.

[59] Φορόπουλος, ό.π., 247–249. Ανδρεάδης, ό.π., 164–167.

[60] Φορόπουλος, ό.π., 294–296. Ανδρεάδης, ό.π., 167–170.

[61] Φορόπουλος, ό.π., 422–424. Ανδρεάδης, ό.π., 171–175.