Το «Κορασιακόν Σχολείον» του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στο Φανάρι, πιο γνωστό ως Αγιοταφικό Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη, ιδρύθηκε το 1852 από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κύριλλο Β΄ (1845–1872) και λειτούργησε σχεδόν μισό αιώνα, μέχρι το 1901. Η ίδρυσή του εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας του Κυρίλλου Β΄ για εκσυγχρονισμό του Πατριαρχείου κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) με τα διατάγματα του Χάττ-ι Σερίφ του Γκιουλχανέ (1839) και του Χάττ-ι Χουμαγιούν (1856), καθώς και για τη γενικότερη αναβάθμιση της ελληνικής παιδείας, όχι μόνο στις περιοχές της δικαιοδοσίας του Κυρίλλου Β΄, δηλαδή την Παλαιστίνη, αλλά και ευρύτερα στην ορθόδοξη Ανατολή, κυρίως μέσω της ίδρυσης εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (Θεολογική Σχολή του Σταυρού, Τυπογραφείο, Νοσοκομείο, Αλληλοδιδακτικά Σχολεία). Η πολιτική αυτή του Κυρίλλου Β΄, την οποία κληρονόμησε από τον προκάτοχό του Πατριάρχη Αθανάσιο Ε΄ (1827-1845), στόχευε παράλληλα στη δημιουργία αναχώματος στην έντονη προσηλυτιστική δραστηριότητα των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών μισιοναρίων στην Ορθόδοξη Ανατολή, ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη (βλ. Μαρία Λίτινα, «Το Παρθεναγωγείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κωνσταντινούπολη [περ. 1852-1901]», Νέα Σιών 90 [2006], 237–250).
Τις πληροφορίες μας για το Παρθεναγωγείο τις αντλούμε από το πλούσιο υλικό του Αρχείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων που φυλάσσεται σε μικροφίλμ στο Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, συγκεκριμένα από το τμήμα της εισερχόμενης αλληλογραφίας του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη με την Αγιοταφική αδελφότητα κατά την περίοδο 1827–1900 (βλ. Αγαμέμνων Τσελίκας, «Καταγραφή του Αρχείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», Δελτίο του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου 5 [1992]).
Το Αγιοταφικό Παρθεναγωγείο είχε σκοπό να συμβάλει στη δωρεάν εκπαίδευση του ορθόδοξου γυναικείου πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη, αφού μέχρι τότε υπήρχε μόνο ένα σχολείο για κορίτσια, το ενοριακό, στην περιοχή του Σταυροδρομίου, με επωνυμία Σχολή Απόρων Κορασίων, που ιδρύθηκε το 1844, και δύο ιδιωτικά, το Ελληνικό και το Βυζαντινό, που ιδρύθηκαν το 1846 και 1847 αντίστοιχα (βλ. Κατερίνα Δαλακούρα, Η εκπαίδευση των γυναικών στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κοινωνικοποίηση στα πρότυπα της πατριαρχίας και του εθνικισμού (19ος αιώνας – 1922), Τεκμήρια-Μελέτες Ιστορίας Νεοελληνικής Εκπαίδευσης 27, Αθήνα 2008, σ. 44–45).
Από τη μαρτυρία του επιτρόπου του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, αρχιμανδρίτη Ιακώβου, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κύριλλο Β΄ (27 Οκτωβρίου 1852, VIII Α.132, φ. 167) πληροφορούμαστε σχετικά με την έναρξη λειτουργίας του Παρθεναγωγείου:
«Το ενταύθα Κορασιακόν σχολείον του Παναγίου Τάφου κατηρτίσθη συν Θεώ με όλα τα απαιτούμενα χρειώδη, και στρωθέντος μεν κατά το πρέπον του ονδά [δηλ. του δωματίου] της διδασκαλίσσης, κατασκευασθέντων δε και τιθέντων εις τας θέσεις των, των τε πάγκων και των αναγκαίων πινάκων, πρόκειται αύριον να μετακομισθή εις στο σχολείον η διδασκάλισσα, και την προσεχή Δευτέρα, τουτέστιν την 4ην Νοεμβρίου να γίνει έναρξις δια των Μακαρίων Αυτής ευχών, αφού προηγουμένως εκτελεσθή αγιασμός εν δημοσία παρατάξει και παρουσία των εως τότε καταγραφθησομένων μαθητριών».
Όσον αφορά την τοποθεσία, τη μορφή και τον χώρο του κτηρίου, που δεν σώζεται πλέον, πληροφορίες αντλούμε από μία άλλη αδημοσίευτη πηγή, την αναφορά του γραμματέα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, αρχιμανδρίτη Νεκταρίου (3 Ιανουαρίου 1919), αντίγραφο της οποίας φυλάσσεται στην Βιβλιοθήκη της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα:
«Ἡ Κορασιακή Σχολή, ἢ Παρθεναγωγεῖον κοινότερον λεγομένη, διευθυνομένη ἐπίσης ὑπό δοκίμων διδασκάλων, ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν, εἶτα ἐξωτερική γενομένη ἀνεγερθεῖσα λίθινη ἐπί εὐρέως μοναστηριακοῦ οἰκοπέδου, περικαλλής, ὑψιμέλαθρος, εὐρύχωρος οἰκοδομή, κατήρτιζε καί προεπαίδευε τήν θηλείαν νεολαίαν τοῦ πολυανθρώπου ἄστεως τοῦ Φαναρίου καί τῶν πέριξ αὐτοῦ πολυδήμων συνοικιῶν, ἐπί χρόνον μακρόν».
Μία από τις δόκιμες δασκάλες, που υπηρέτησε στο Παρθεναγωγείο και είχε αναλάβει τη διεύθυνση κατά την περίοδο 1865–1868 ήταν η Χρυσούλα Παπαγγελή, απόφοιτος του Αρσακείου και με παιδαγωγικές σπουδές στη Μασσαλία.[1] Ας δούμε τι αναφέρει σε επιστολές της που παραθέτουμε παρακάτω προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κύριλλο Β’ και τι προτείνει για την κόσμια λειτουργία του σχολείου, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής (4 Οκτωβρίου 1865, VIII Α.144, φ. 369):
«Μακαριώτατε Δέσποτα!
Διαδεχθεῖσα πρό ὀκτώ ἡμερῶν τήν διεύθυνσιν τοῦ ὑπό τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος προστατευομένου Παρθεναγωγείου, αἰσθάνομαι τό μέγα τοῦ ἔργου εἰς ὃ ἐκκλήθην, συγχρόνως δέ καί τό ἡδύ, διότι ἔσομαι πάλιν ὁδηγός καί ἡγέτης τοσούτων ἀθώων ψυχῶν. Διά τῶν εὐχῶν λοιπόν τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος, Μακαριώτατε Δέσποτα, ἐπικαλοῦμαι τήν θείαν ἀντίληψιν ἵνα μέ βοηθήσῃ εἰς τήν ἀκριβή τοῦ χρέους μου ἐκπλήρωσιν διότι ἄνευ αὐτῆς οὐδέν ἔργον δύναται να κατευοδωθῇ. Ἀποστείλατε λοιπόν πρός με ταύτας, καί πέποιθα ὅτι θέλω ἐπιτύχει. Πεῖρα δεκαετοῦς διδασκαλίας μέ ἐδίδαξε Μακαριώτατε Δέσποτα, ὅτι οὐδέν σχολεῖον δύναται να φθάσῃ τόν ἀληθή αὐτοῦ προορισμόν ἄνευ τακτικῆς μεθόδου, καθότι μόνη ἡ μέθοδος δύναται να διατηρήσῃ τήν τάξιν, ἡ δέ τάξις να φέρῃ τήν ἄφθονον πρόοδον».
Συνεχίζοντας η Χρυσούλα Παπαγγελή αναφέρεται τόσο στην ουσία της μόρφωσης όσο και στη μέθοδο εκμάθησης και διδασκαλίας:
(φ. 369v) «Λέγουσα δέ πρόοδον Μακαριώτατε, δεν ἐννοῶ τήν ἐκστήθισιν μαθημάτων τινῶν ἀπό τά κοράσια ἄτινα βεβαίως ἐξερχόμενα τῆς σχολῆς λησμονοῦσι, ἀλλά τήν ἀληθῆ ἐκείνην πρόοδον δέ ἧς δύναται νά μορφωθῇ ἡ καρδία, ἄμα δέ ἡ καρδία μορφωθῇ μικρά, μεγάλη δέν δύναται νά παρεκκλίνει. Ἡ διδάσκαλος χρεωστεῖ οὐχί μόνον νά διδάξῃ τά κοράσια ἀλλἀ καί νά ὁδηγῇ αὐτά, ὅπως διά τῶν μαθημάτων λαμβάνουσι πεῖραν καί παραδείγματα δι’ ὧν νά καθοδηγῶσι τόν βίον των. Διά νά γείνωσι λοιπόν ὅλα ταῦτα, Μακαριώτατε Δέσποτα, ἀπαιτεῖται νά ἐφαρμοσθῇ εἰς τήν σχολήν ἡ μέθοδος ἵνα τακτικῶς καί συμφώνως, ὅλα ὁμοῦ τά κοράσια ἔστω καί 700 τόν ἀριθμόν (ὡς ὑπῆρχον τοσαῦτα ἐν τῇ ὑπ’ ἐμοῦ διευθυνομένῃ ἐν Ἀθήναις Δημοτικῇ σχολῇ) εἰς ὅλα τά μαθήματα συμβαδίζουσι καί προοδεύουσιν. Ἐν τῇ σχολῇ, Μακαριώτατε Δέσποτα, δέν εἰσήχθη ἐξ ἀρχῆς ἡ μέθοδος καἰτοι ἡ μακαρῖτις προκάτοχός μου ἦτο κάτοχος πολλῶν ἠθικῶν προτερημάτων καί ἀληθοῦς χριστιανικῆς ἀρετῆς· ἐγώ ὄμως ἐπιθυμῶ νά εἰσηγάγω αὐτήν, διότι ἐν πεποιθήσει φρονῶ, ὅτι δι’ αὐτῆς αἱ πρόοδοι ἔπονται μυριοπλάσιοι. διἀ νά εἰσηγάγουν δέ αὐτήν, Μακαριώτατε Δέσποτα, πρέπει νά γείνεωσι μικραί τινες μεταλλαγαί ἐν τῇ σχολῇ, δι’ ἄς ἔκρινα καθῆκον μου νά λάβω πρῶτον τήν ἄδειαν τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καίτοι εἶμαι πεπεισμένην ὁτι Αὔτη δεν θέλει ποσῶς ἀντιτείνει, διότι τό καλόν εἰς τό συμφέρον τῆς σχολῆς ποθεῖ. Φρονῶ ἐπίσης, Μακαριώτατε Δέσποτα, ὅτι καί αἱ Ἑλληνικαί τῆς σχολῆς τάξεις δέν εἶναι καλῶς κατηρτισμέναι, διότι ὁ διδάσκαλος μόνος εἶναι ἀδύνατον νά ἐπαρκέσῃ εἰς τήν διδασκαλίαν τόσων μαθημάτων. ἐπειδή δέ αἱ ὧραι δέν ἐξαρκοῦν, δέν διδάσκονται τά μαθήματα τακτικῶς. ἐν ὧ π.χ. τό ἀναγκαιότερον τῶν μαθημάτων ἡ κατήχησις, πρέπει νά διδάσκεται τρίς τῆς ἑβδομάδος, διδάσκεται ἄπαξ μόνον διότι ὁ διδάσκαλος δέν ἔχει ὥρας: κρίνω λοιπόν ἀναγκαῖον καί ὡφέλιμον διά τήν σχολήν νά ἀνατεθῇ εἰς ἐμέ ἡ διδασκαλία μιᾶς Ἑλληνικῆς Τάξεως».
Στην ίδια επιστολή τονίζει και την σπουδαιότητα της καλλιγραφίας:
(φ. 370) «Παρετήρησα προς ταύταις ὅτι ἡ καλλιγραφία, ἓν τῶν ἀναγκαιοτάτων διά τά κοράσια μαθημάτων, δέν διδάσκεται ποσῶς ἐν τῇ σχολῇ, διά τοῦτο καί ὅλα σχεδόν τα κοράσια κακογράφουσι. κρίνω λοιπόν / (φ. 370) πάλιν ἀναγκαῖον νά διδάσκω ἄπαξ τῆς ἑβδομάδος εἰς ὅλας τάς Ἑλληνικάς τῆς σχολῆς τάξεις τήν Καλλιγραφίαν».
Σε άλλη επιστολή της, η Χρυσούλα Παπαγγελή αναφέρεται στα αποτελέσματα της Αλληλοδιδακτικής Σχολής και του Συνδιδακτικού Τμήματος, προτείνοντας τη στενή παρακολούθηση της προόδου των μαθητριών και την εφαρμογή συστήματος αυστηρής αξιολόγησης με βάση τον έπαινο και τον φόβο (8 Δεκεμβρίου 1865, VIII Α.145, φ. 463v):
«Καί ἡ μέν Ἀλληλοδιδακτική σχολή ἀνακαινισθεῖσα ἤδη, φέρει διά τῆς μεθόδου ἀφθόνους καρπούς, ὡς δεικνύουσι τοῦτο αἱ κατά τήν ἀρχήν ἐκάστου μηνός γενόμεναι καί σημειούμεναι ἐξετάσεις καί προβιβασμoί εἰς τά τρία προκαταρκτικά μαθήματα τῆς Ἀναγνώσεως, Γραφῆς καί Ἀριθμητικῆς. Ἐπίσης καί τό Συνδιδακτικόν τμῆμα τήν διδασκαλίαν τοῦ ὁποίου παρέλαβον γιγαντιαίοις βήμασι πρός τήν πρόοδον προχωρεῖ, ἐνισχυομένης τῆς επιμελείας τῶν μαθητριῶν μᾶλλον διά τῆς διεγέρσεως τῆς φιλοτιμίας ἢ διά τοῦ φόβου τῶν ποινῶν. πρός τόν σκοπόν δέ τοῦτον κατασκευάσθησαν καί Βίβλος καί Πίναξ Τιμῆς, Βίβλος καί Πίναξ Μομφῆς, παράσημα βραβευομένων και παράσημα τιμωρουμένων. Τό δέ Ἑλληνικόν Τμῆμα ἀφέθη ὅπως ὑπῆρχε, διότι ὁ Ὁσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης καί Ὑμέτερος ἐπίτροπος κύρ Ἰάκωβος δέν ἠθέλησε νά διαταραχθῇ ἡ τοῦ διδασκάλου διδασκαλία μέχρι τῆς λήξεως τοῦ τρέχοντος ἤδη σχολικοῦ ἔτους».
Ως γνωστόν, η αλληλοδιδακτική μέθοδος έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο (βλ. Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές του 10ου αιώνα, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Aθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1981, σ. 224–226). Η μέθοδος αυτή εισήχθη επίσημα στα ελληνικά σχολεία μετά τον Αγώνα για την ανεξαρτησία. Σύμφωνα με την μέθοδο αυτή, που αξιοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία κατά τη βιομηχανική επανάσταση, καθώς και στη Γαλλία την ίδια εποχή, οι ικανότεροι μαθητές αναλαμβάνουν με εντολή των διδασκάλων να διδάξουν το μάθημα στους λιγότερο ικανούς. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται φυτώριο μελλοντικών διδασκάλων, ενώ ταυτόχρονα εξοικονομείται χρόνος και χρήμα για το διδακτικό προσωπικό του σχολείου. Η συνδιδακτική μέθοδος, που αναπτύχθηκε αργότερα, προβλέπει την διδασκαλία τριών διαδοχικών τάξεων υπό την ευθύνη τριών δασκάλων (βλ. Λυδία Παπαδάκη, Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα / Ιωάννινα 1992).
Επιπλέον, η Χρυσούλα Παπαγγελή επισημαίνει τη σπουδαιότητα και την ανάγκη της εποχής να μιλούν οι μαθήτριες τη γαλλική γλώσσα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώμη της ότι αυτή θα πρέπει να διδάσκεται ιδιαίτερα σε εκείνες τις μαθήτριες που προέρχονται από οικογένειες της ανώτερης κοινωνικής τάξης:
(φ. 464v) «…Τινές τῶν εὐπορωτέρων καί καλλιτέρων τῶν μαθητριῶν γονέων. μέ παρεκάλεσαν να δώσω πρός τά κοράσια αὐτῶν ἰδιαίτερα μαθήματα τῆς Γαλλικῆς γλώσσης. τοῦτο, Μακαριώτατε Δέσποτα καί ἐγώ πολύ ἐπιθυμῶ, διότι τήν Γαλλικήν ἐντελῶς ἐσπούδασα τρία ἔτη ἐν Μασσαλίᾳ τῆς Γαλλίας διαμείνασα, δέν ἠθέλησα ὅμως νά πράξω καί τοῦτο πρίν λάβω τήν συγκατάθεσιν τῆς Ὑμετέρας Μακαριώτητος, διότι νόμος μου εἶναι ἡ Ὑμετέρα θέλησις. Τό μάθημα τοῦτο, Μακαριώτατε Δέσποτα, ἔπεται ὅλως διόλου ἰδιαίτερον καί θά παραδίδηται τό ἑσπέρας μετά τήν τῶν μαθημάτων καί ἐρχοχείρων τελείωσιν ὅτε αἱ βουλομέναι μαθήτριαι ἐρχόμεναι εἰς τό δωμάτιόν μου θέλουσι λαμβάνει το Γαλλικόν μάθημα. Πέποιθα ὁτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριώτης θέλει μοί ἀποστείλει τήν συγκατάθεσιν Αὐτῆς ὅταν διαβεβαιωθῆ παρ’ἐμοῦ ὅτι το μάθημα τοῦτο θέλει δοθῆ εἰς μόνα ἐκεῖνα τά κοράσια εἰς τά ὁποῖα ὡς ἐκ τῆς τῶν γονέων αυτῶν θέσεως καί καταστάσεως εἶναι ἀναγκαία καί ἡ γλῶσσα αὔτη».
Προκύπτει το ερώτημα αν οι προτάσεις της νεαρής διευθύντριας βρήκαν ανταπόκριση. Η απάντηση βρίσκεται στην επιστολή (VIII Α.144, φ. 7, 12 Ιανουαρίου 1866) του αρχιμανδρίτη του Μετοχίου της Κωνσταντινούπολης Ιακώβου προς τον Πατριάρχη Κύριλλο Β΄:
«Ἡ εἰσαγωγή τῆς γλώσσης ταύτης [γαλλικῆς] δέν μέλλει νά βλάψει οὐσιωδῶς τήν μάθησιν τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, διά τόν λόγον ὅτι κατά τό πνεῦμα τοῦ αἰῶνος καί τήν κακῶς εὐνοουμένην μόδαν, πάντα τά κοράσια πτωχά τε καί ἄπορα θέλουσι στρέψει ὅλην αὐτῶν τήν προσοχήν καί ἐπιμέλειαν εἰς τήν Γαλλικήν γλώσσαν, χωρίς νά διακρίνωσιν ἃν μέλλωσι νά ὠφεληθῶσιν ἢ νά βλαφθῶσιν ἐξ αὐτῆς … Προσέτι ὁ τρόπος ὃν προτείνει ἡ κυρία Διευθύντρια διά τήν παράδοσιν τῆς εἰρημένης γλώσσης, φαίνεται εἰς τόν δοῦλον της ἀσύμφορος καί ἀπᾴδων τῷ κοινωφελεῖ σκοπῷ τοῦ Ἡμετέρου Παρθεναγωγείου».
Συνεπώς, κατά τον Ιάκωβο η διδασκαλία της γαλλικής δεν κρίνεται απαραίτητη, ενώ επιπροσθέτως γίνεται διάκριση ανάμεσα στις μαθήτριες, εφόσον η διδασκαλία της θα προσείλκυε θυγατέρες πλούσιων οικογενειών, προκαλώντας πιθανότατα παράπονα και δυσαρέσκεια από μέρους των γονέων λιγότερο εύπορων οικογενειών, που οι θυγατέρες τους θα αποκλείονταν από τις τάξεις του Παρθεναγωγείου.
Όπως αναφέραμε, το Παρθεναγωγείο λειτούργησε για μισό αιώνα (1852–1901). Ήδη από το 1899, η λειτουργία του κρίνεται από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δαπανηρή, περιττή και άσκοπη, εφόσον περισσότερα Παρθεναγωγεία είχαν ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, μετά τις κατασχέσεις των εισοδημάτων από τα μοναστηριακά κτήματα σε Ρουμανία και Βεσσαραβία, αντιμετώπισε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συντηρήσει πολλά από τα ιδρύματά του. Η προσφορά του Παρθεναγωγείου είναι πολύ σημαντική, αφού αποτέλεσε φυτώριο διδασκαλισσών με εθνική εμβέλεια, που υπηρέτησαν την ελληνική παιδεία και εκπαίδευση, μορφώνοντας Ελληνίδες όλων των κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων, ιδιαίτερα σε Παρθεναγωγεία στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Δρ Μαρία Λίτινα
ΙΠΑ/ΜΙΕΤ
[1] Κ. Ξηραδάκη, Ἀπό τά Ἀρχεῖα τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου. Παρθεναγωγεῖα καί Δασκάλες ‘Υπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Τ. Α’, Ἀθήνα, 1972, σ. 54, 68. Η Χρυσούλα Ιωαννίδου το γένος Παπαγγελή υπήρξε επίσης διευθύντρια του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου Κωνσταντινούπολης στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, 1882—1895.