Απόσπασμα από το έκτο κεφάλαιο της έκδοσης του ΜΙΕΤ «Τα πάθη μου στην Ελλάδα»
12 του μηνός
Εχτές ξεκίνησαν οι μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις του ελληνικού Πάσχα, με τη μεσονύκτια ταφή μιας εικόνας του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, συνοδεία πλήθους κόσμου, που κρατούσε αναμμένα κεριά, ενώ η στρατιωτική μπάντα έπαιζε το πένθιμο εμβατήριο από την όπερα του Πάερ Αχιλλέας και Βρισηίδα. Σήμερα τη νύχτα, την ίδια ώρα και με ακόμη περισσότερα αναμμένα κεριά, η ενταφιασμένη εικόνα αναστήθηκε, γεγονός που τούτη τη φορά έλαβε χώρα υπό τη συνοδεία μιας πολωνέζας του Ροσσίνι. Μπροστά στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης, ενός κτίσματος πολύ μικρών διαστάσεων, [1] είχε στηθεί μια ξύλινη εξέδρα, σαν αυτές που έστηναν τα παλιά τα χρόνια οι οδοντογιατροί στα παζάρια της Γερμανίας. Εδώ όμως, σε τούτη τη γυμνή και δίχως κανένα στολίδι σανιδένια εξέδρα, εμφανίστηκε όχι όποιος κι όποιος, αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς, συνοδευόμενος από ολόκληρη τη μικρή του αυλή με επίσημο ένδυμα, μαζί με δυο ξένους πρέσβεις, της Ρωσίας και της Πρωσίας, που ήταν και οι μόνοι [πρέσβεις] που παρευρέθηκαν στην τελετή, τον δεσπότη (αρχιεπίσκοπο) των Αθηνών και κάμποσους άλλους ιερωμένους in pontificialibus [με αρχιερατική περιβολή], οι οποίοι τελούσαν διάφορες θρησκευτικές τελετουργίες. Η Αυτού Μεγαλειότητα, αφού ασπάστηκε το Ευαγγέλιο που του έτειναν, είχε την υπομονή να περιμένει, όρθιος επί τρία τέταρτα της ώρας, ασκεπής και κρατώντας μια μεγάλη λαμπάδα στο χέρι, το τέλος της τελετής, δίνοντας το παράδειγμα και στους άλλους, οι οποίοι φυσικά δεν μπορούσαν παρά να μιμηθούν. Το ίδιο επαναλήφθηκε μετά και μέσα στην εκκλησία για δυο ολόκληρες ώρες· και, ενώ έξω είχε τσουχτερό κρύο, εκεί μέσα έκανε ανυπόφορη ζέστη. Μες στη μικρή φωταγωγημένη εκκλησία είχαν στήσει στο πλάι ένα μπαλντακίνο, κάτω από το οποίο στεκόταν μόνος του ο βασιλιάς. Η λαμπάδα του, η οποία, κατά τον τούρκικο τρόπο, λέπταινε προς της άκρη σαν λαβή μαστιγίου, είχε μήκος πάνω από τρία πόδια, κι έτσι φαινόταν απολύτως κατάλληλη να αντέξει όλες τις ψαλμωδίες, το πηγαινέλα, τις γονυκλισίες, καθώς και όλους τους ακατανόητους στον αμύητο ελιγμούς των παπάδων, δίχως η Αυτού Μεγαλειότητα να διατρέχει τον κίνδυνο να κάψει τα δάχτυλα της. Ο ταλαίπωρος νεαρός βασιλιάς επέδειξε όλο αυτό το διάστημα την άψογη στάση του Λουδοβίκου Φιλίππου όταν σε μια μέρα βγάζει το καπέλο προς χαιρετισμό πενήντα χιλιάδες φορές και επιπλέον μοιράζει είκοσι χιλιάδες poignets de main [χειραψίες]. Πιο τυχερές ήταν οι κυρίες, οι οποίες κάθονταν αναπαυτικότατα στη δική τους εξέδρα, που τη χώριζε από τους καταδικασμένους σε ορθοστασία άντρες ένας σανιδένιος τοίχος.
Ο δεσπότης ήταν ντυμένος με λαμπρά άμφια, ενώ τα λευκά γένια και μαλλιά του, που κρέμονταν κάτω από ένας είδος κορόνας όμοιας με το στέμμα του Καρλομάγνου, ήταν τόσο πλούσια και πυκνά, που έμοιαζαν με χαίτη λευκού αλόγου. Ιδιόμορφη ήταν και η δεσποτική του ράβδος, ή μάλλον το σκήπτρο του, που ως απόληξη είχε επίσης ένα στέμμα. Οι ψαλμωδίες μού φάνηκαν όλες αραβικού στιλ, οι μελωδίες ήταν εντελώς όμοιες με τις αραβικές και η φωνή έβγαινε από τη μύτη μάλλον παρά από το λάρυγγα.
Δεν μπορώ να περηφανευτώ ότι περίμενα μέχρι τη λήξη της τελετής, διότι, αφού απόλαυσα επί μια ώρα το ατμόλουτρο στην εκκλησία, θεώρησα πως, sans y être obligé [δίχως να είμαι υποχρεωμένος], είχα εξαντλήσει τις δυνατότητές μου, και, ευτυχής, διέσχισα σπρώχνοντας το όχι και τόσο βυθισμένο στην κατάνυξη πλήθος, για να συνέλθω από την εκκλησιαστική fatigue [καταπόνηση] με ένα φλιτζάνι τσάι στο σπίτι της πριγκίπισσας Δημητρίου [Κατακουζηνού].
[1] Πρόκειται για την Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας αναφέρεται στον μικρό βυζαντινό ναό ο οποίος προϋπήρχε στη θέση του σημερινού και, αποκατεστημένος πρόχειρα ύστερα από τις φθορές που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, λειτουργούσε τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση ως καθεδρικός. Περίπου μια δεκαετία μετά την επίσκεψη του Πύκλερ-Μούσκαου θα ξεκινήσει στη θέση του παλιού ναΐσκου η ανέγερση της σημερινής νεοκλασικής τρίκλιτης βασιλικής σε σχέδια του Λύσανδρου Καυταντζόγλου.