Οι φιλόσοφοι της κλασικής Ελλάδας θεωρούσαν το έλεος και τον οίκτο ως παθολογικά συναισθήματα – ατέλειες του χαρακτήρα που έπρεπε να αποφεύγονται από όλα τα λογικά άτομα. Εφόσον το έλεος συνεπάγεται την παροχή μη δεδουλευμένης βοήθειας ή ανακούφισης, ήταν αντίθετο προς τη δικαιοσύνη. Αυτό ήταν το ηθικά κλίμα μέσα στο οποίο ο Χχριστιανισμός δίδαξε ότι το έλεος είναι πρωταρχική αρετή – ότι ένας φιλεύσπλαχνος Θεάς απαιτεί απ’ του ανθρώπους να είναι φιλεύσπλαχνοι. Επιπλέον, το επακόλουθο ότι επειδή ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, οι χριστιανοί δε μπορούν να ευχαριστούν τον Θεό εκτός αν αγαπούν ο ένας τον άλλο, ήταν κάτι εξ ολοκλήρου νέο.